Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πρὸς τὸν ἔξω λόγον

  • 1 ἐνίστημι

    ἐνίστημι, causal in [tense] pres., [tense] fut.and [tense] aor. 1 [voice] Act., and [tense] aor. 1 [voice] Med.:—
    2 in Law, institute an heir,

    ἐ. κληρονόμους τοὺς υἱούς PMasp.151.75

    (vi A. D.).
    B [voice] Pass., with [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:—to be set in, stand in,

    λὁχοις E.Supp. 896

    ;

    ἐν τῷ νηῷ Hdt.2.91

    : abs.,

    πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατόν Id.1.179

    , cf. Pl.Ti. 50d, etc.
    II to be appointed,

    σοῦ ἐνεστεῶτος βασιλέος Hdt.1.120

    , cf. 6.59;

    ἐς ἀρχήν Id.3.68

    ;

    ἐς τυραννίδας Id.2.147

    .
    III to be upon, threaten, c. dat. pers.,

    τοιούτων τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐνεστεώτων πρηγμάτων Id.1.83

    ;

    τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα σοὶ καὶ τῇ πόλει Isoc.5.2

    ; in war, press hard,

    τινί Plb.3.97.1

    : abs., begin, [

    τοῦ θέρους] ἐνισταμένου Thphr.HP9.8.2

    ;

    ἐνισταμένου τοῦ ἐνιαυτοῦ LXX 3 Ki.12.24

    ; to be at hand, arise,

    ὁ τότ' ἐνστὰς πόλεμος D.18.89

    , cf. 139, Plb.1.71.4;

    τοῦ πολέμου πρὸς Φίλιππον ὑμῖν ἐνεστηκότος Aeschin.2.58

    : esp. in [tense] pf. part., pending, present,

    μιᾶς ἐνεστώσης δίκης Ar.Nu. 779

    , cf. Is.11.45, D.33.14;

    ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγών Lycurg.7

    ; so

    οὐδενὸς ἡμῖν ἐνεστῶτος πρὸς αὐτούς PStrassb.91.21

    (i B.C.); of Time, instant, present, τοῦ ἐνεστῶτος μηνός Philipp. ap. D.18.157; ἡ ἐνεστῶσα κακία, ἀνάγκη, PPetr.2p.60, 1 Ep.Cor.7.26;

    κατὰ τὸν ἐ. καιρόν Arist.Rh. 1366b23

    ;

    ἀγαθὸν ἐνεστὼς ἢ μέλλον Stoic.3.94

    ; cf.

    ἐνεστάναι τὸν πάντα χρόνον ὡς τὸν ἐνιαυτὸν ἐνεστηκέναι λέγομεν Apollod.Stoic.3.260

    .
    2 esp. Gramm., ὁ ἐνεστὼς (sc. χρόνος ) the present tense, Stoic.2.48, D.T.638.22, A.D.Pron.58.7, al.; also

    ἐνεστῶσα συντέλεια

    the state of completion expressed by the perfect tense,

    Id.Synt.205.15

    : also in [tense] aor., τοῦ ποτὲ ἐνστάντος when the moment has arrived, Plot.4.3.13; τὰ ἐνεστηκότα πράγματα present circumstances, X.HG2.1.6; so

    τὰ ἐνεστῶτα Plb.2.26.3

    .
    IV stand in the way, resist, block,

    τοῖς ποιουμένοις Th.8.69

    ;

    τῇ φυγῇ Plu.Luc.13

    ;

    τῇ αὐξήσει Id.Rom.25

    ;

    πρὸς πᾶσάν τινι πολιτείαν Id.Arist.3

    , cf.Marc.22: abs., stand in the way, Th.3.23; in argument,

    ἐνέστηκεν ὃ νυνδὴ Κέβης ἔλεγε Pl.Phd. 77b

    ; ὁ ἐνεστηκώς the opponent in a lawsuit, SIG45.28 (Halic., v B.C.).
    2 in Logic, object,

    τῷ καθόλου Arist.Top. 157b3

    ;

    πρὸς τὸν ἔξω λόγον Id.APo. 76b26

    : abs., Id.Rh. 1402b24,al.;

    ἐ. ὅτι.. Id.APr. 69b6

    ;

    ὡς.. Id.EN 1172b35

    , A.D. Synt.176.23.
    3 of the Roman tribunes, exercise the right of intercessio, veto, Plb.6.16.4, Plu.TG10,al.
    V of fluids, congeal, freeze,

    ὕδωρ ἐνεστηκός Thphr.CP5.13.1

    ; become impacted in, ἐνιστάμενον ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενά (sc. γάλα) Dsc.Alex.26.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνίστημι

  • 2 λόγος

    λόγος, , verbal noun of λέγω (B), with senses corresponding to λέγω (B) II and III (on the various senses of the word v. Theo Sm.pp.72,73 H., An.Ox.4.327): common in all periods in Prose and Verse, exc. Epic, in which it is found in signf. derived from λέγω (B) 111, cf.infr. VI. 1 a:
    I computation, reckoning (cf. λέγω (B) II).
    1 account of money handled,

    σανίδες εἰς ἃς τὸν λ. ἀναγράφομεν IG12.374.191

    ; ἐδίδοσαν τὸν λ. ib.232.2;

    λ. δώσεις τῶν μετεχείρισας χρημάτων Hdt.3.142

    , cf. 143;

    οὔτε χρήματα διαχειρίσας τῆς πόλεως δίδωμι λ. αὐτῶν οὔτε ἀρχὴν ἄρξας οὐδεμίαν εὐθύνας ὑπέχω νῦν αὐτῆς Lys.24.26

    ;

    λ. ἀπενεγκεῖν Arist.Ath.54.1

    ;

    ἐν ταῖς εὐθύναις τοῦ τοιούτου λ. ὑπεχέτω Pl.Lg. 774b

    ;

    τὸν τῶν χρημάτων λ. παρὰ τούτων λαμβάνειν D.8.47

    ;

    ἀδικήματα εἰς ἀργυρίου λ. ἀνήκοντα Din.1.60

    ; συνᾶραι λόγον μετά τινος settle accounts with, Ev.Matt.18.23, etc.; δεύτεροι λ. a second audit, Cod.Just.1.4.26.1; ὁ τραπεζιτικὸς λ. banking account, Theo Sm.p.73 H.: metaph.,

    οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λ. βροτόν S.Aj. 477

    .
    b public accounts, i. e. branch of treasury, ἴδιος λ., in Egypt, OGI188.2, 189.3, 669.38; also as title of treasurer, ib.408.4, Str.17.1.12;

    ὁ ἐπὶ τῶν λ. IPE2.29

    A ([place name] Panticapaeum); δημόσιος λ., = Lat. fiscus, OGI669.21 (Egypt, i A.D.), etc. (but later, = aerarium, Cod.Just.1.5.15); also

    Καίσαρος λ. OGI669.30

    ; κυριακὸς λ. ib.18.
    2 generally, account, reckoning, μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λ. excels the whole account, i.e. is best of all, S.OC 1225 (lyr.); δόντας λ. τῶν ἐποίησαν accounting for, i.e. paying the penalty for their doings, Hdt.8.100;

    λ. αἰτεῖν Pl.Plt. 285e

    ;

    λ. δοῦναι καὶ δέξασθαι Id.Prt. 336c

    , al.;

    λαμβάνειν λ. καὶ ἐλέγχειν Id.Men. 75d

    ;

    παρασχεῖν τῶν εἰρημένων λ. Id.R. 344d

    ;

    λ. ἀπαιτεῖν D.30.15

    , cf. Arist. EN 1104a3; λ. ὑπέχειν, δοῦναι, D.19.95;

    λ. ἐγγράψαι Id.24.199

    , al.;

    λ. ἀποφέρειν τῇ πόλει Aeschin.3.22

    , cf. Eu. Luc.16.2, Ep.Hebr.13.17;

    τὸ παράδοξον τῶν συμβεβηκότων ὑπὸ λόγον ἄγειν Plb.15.34.2

    ; λ. ἡ ἐπιστήμη, πολλὰ δὲ ὁ λ. the account is manifold, Plot.6.9.4; ἔχων λόγον τοῦ διὰ τί an account of the cause, Arist.APo. 74b27; ἐς λ. τινός on account of,

    ἐς χρημάτων λ. Th.3.46

    , cf. Plb.5.89.6, LXX 2 Ma1.14, JRS 18.152 ([place name] Jerash); λόγῳ c. gen., by way of, Cod.Just.3.2.5. al.; κατὰ λόγον τοῦ μεγέθους if we take into account his size, Arist.HA 517b27;

    πρὸς ὃν ἡμῖν ὁ λ. Ep.Hebr.4.13

    , cf. D.Chr.31.123.
    3 measure, tale (cf. infr. 11.1),

    θάλασσα.. μετρέεται ἐς τὸν αὐτὸν λ. ὁκοῖος πρόσθεν Heraclit.31

    ;

    ψυχῆς ἐστι λ. ἑαυτὸν αὔξων Id.115

    ; ἐς τούτου (sc. γήραος) λ. οὐ πολλοί τινες ἀπικνέονται to the point of old age, Hdt.3.99, cf.7.9.β; ὁ ξύμπας λ. the full tale, Th.7.56, cf. Ep.Phil.4.15; κοινῷ λ. νομίσαντα common measure, Pl.Lg. 746e; sum, total of expenditure, IG42(1).103.151 (Epid., iv B.C.); ὁ τῆς οὐσίας λ., = Lat. patrimonii modus, Cod.Just.1.5.12.20.
    4 esteem, consideration, value put on a person or thing (cf. infr. VI. 2 d), οὗ πλείων λ. ἢ τῶν ἄλλων who is of more worth than all the rest, Heraclit.39; βροτῶν λ. οὐκ ἔσχεν οὐδέν' A.Pr. 233;

    οὐ σμικροῦ λ. S.OC 1163

    : freq. in Hdt.,

    Μαρδονίου λ. οὐδεὶς γίνεται 8.102

    ;

    τῶν ἦν ἐλάχιστος ἀπολλυμένων λ. 4.135

    , cf. E.Fr.94;

    περὶ ἐμοῦ οὐδεὶς λ. Ar.Ra.87

    ; λόγου οὐδενὸς γίνεσθαι πρός τινος to be of no account, repute with.., Hdt.1.120, cf.4.138; λόγου ποιήσασθαί τινα make one of account, Id.1.33; ἐλαχίστου, πλείστου λ. εἶναι, to be highly, lowly esteemed, Id.1.143, 3.146; but also λόγον τινὸς ποιεῖσθαι, like Lat. rationem habere alicujus, make account of, set a value on, Democr.187, etc.: usu. in neg. statements,

    οὐδένα λ. ποιήσασθαί τινος Hdt.1.4

    , cf. 13, Plb.21.14.9, etc.;

    λ. ἔχειν Hdt.1.62

    , 115;

    λ. ἴσχειν περί τινος Pl.Ti. 87c

    ;

    λ. ἔχειν περὶ τοὺς ποιητάς Lycurg.107

    ;

    λ. ἔχειν τινός D.18.199

    , Arist.EN 1102b32, Plu.Phil.18 (but also, have the reputation of.., v. infr. VI. 2 e);

    ἐν οὐδενὶ λ. ποιήσασθαί τι Hdt.3.50

    ; ἐν οὐδενὶ λ. ἀπώλοντο without regard, Id.9.70;

    ἐν σμικρῷ λ. εἶναι Pl.R. 550a

    ; ὑμεῖς οὔτ' ἐν λ. οὔτ' ἐν ἀριθμῷ Orac. ap. Sch.Theoc.14.48; ἐν ἀνδρῶν λ. [εἶναι] to be reckoned, count as a man, Hdt.3.120; ἐν ἰδιώτεω λόγῳ καὶ ἀτίμου reckoned as.., Eus.Mynd.Fr. 59;

    σεμνὸς εἰς ἀρετῆς λ. καὶ δόξης D.19.142

    .
    II relation, correspondence, proportion,
    1 generally, ὑπερτερίης λ. relation (of gold to lead), Thgn.418 = 1164;

    πρὸς λόγον τοῦ σήματος A.Th. 519

    ; κατὰ λόγον προβαίνοντες τιμῶσι in inverse ratio, Hdt.1.134, cf. 7.36;

    κατὰ λ. τῆς ἀποφορῆς Id.2.109

    ; τἄλλα κατὰ λ. in like fashion, Hp.VM16, Prog.17: c. gen., κατὰ λ. τῶν πρόσθεν ib. 24;

    κατὰ λ. τῶν ἡμερῶν Ar. Nu. 619

    ;

    κατὰ λ. τῆς δυνάμεως X. Cyr.8.6.11

    ;

    ἐλάττω ἢ κατὰ λ. Arist. HA 508a2

    , cf. PA 671a18;

    ἐκ ταύτης ἐγένετο ἐκείνη κατὰ λ. Id.Pol. 1257a31

    ; cf. εὔλογος: sts. with ὁ αὐτός added, κατὰ τὸν αὐτὸν λ. τῷ τείχεϊ in fashion like to.., Hdt.1.186; περὶ τῶν νόσων ὁ αὐτὸς λ. analogously, Pl.Tht. 158d, cf. Prm. 136b, al.; εἰς τὸν αὐτὸν λ. similarly, Id.R. 353d; κατὰ τὸν αὐτὸν λ. in the same ratio, IG12.76.8; by parity of reasoning, Pl.Cra. 393c, R. 610a, al.; ἀνὰ λόγον τινός, τινί, Id.Ti. 29c, Alc.2.145d; τοῦτον ἔχει τὸν λ. πρὸς.. ὃν ἡ παιδεία πρὸς τὴν ἀρετήν is related to.. as.., Procl.in Euc.p.20 F., al.
    2 Math., ratio, proportion (ὁ κατ' ἀνάλογον λ., λ. τῆς ἀναλογίας, Theo Sm.p.73 H.), Pythag. 2;

    ἰσότης λόγων Arist.EN 113a31

    ;

    λ. ἐστὶ δύο μεγεθῶν ἡ κατὰ πηλικότητα ποιὰ σχέσις Euc.5

    Def.3;

    τῶν ἁρμονιῶν τοὺς λ. Arist.Metaph. 985b32

    , cf. 1092b14; λόγοι ἀριθμῶν numerical ratios, Aristox.Harm.p.32 M.; τοὺς φθόγγους ἀναγκαῖον ἐν ἀριθμοῦ λ. λέγεσθαι πρὸς ἀλλήλους to be expressed in numerical ratios, Euc.Sect.Can. Proëm.: in Metre, ratio between arsis and thesis, by which the rhythm is defined, Aristox.Harm.p.34 M.;

    ἐὰν ᾖ ἰσχυροτέρα τοῦ αἰσθητηρίου ἡ κίνησις, λύεται ὁ λ. Arist.de An. 424a31

    ; ἀνὰ λόγον analogically, Archyt.2; ἀνὰ λ. μερισθεῖσα [ἡ ψυχή] proportionally, Pl. Ti. 37a; so

    κατὰ λ. Men.319.6

    ; πρὸς λόγον in proportion, Plb.6.30.3, 9.15.3 (but πρὸς λόγον ἐπὶ στενὸν συνάγεται narrows uniformly, Sor. 1.9, cf. Diocl.Fr.171);

    ἐπὶ λόγον IG5(1).1428

    ([place name] Messene).
    3 Gramm., analogy, rule, τῷ λ. τῶν μετοχικῶν, τῆς συγκοπῆς, by the rule of the participles, of syncope, Choerob. in Theod.1.75 Gaisf., 1.377 H.;

    εἰπέ μοι τὸν λ. τοῦ Αἴας Αἴαντος, τουτέστι τὸν κανόνα An.Ox. 4.328

    .
    1 plea, pretext, ground, ἐκ τίνος λ.; A.Ch. 515;

    ἐξ οὐδενὸς λ. S.Ph. 731

    ;

    ἀπὸ παντὸς λ. Id.OC 762

    ;

    χὠ λ. καλὸς προσῆν Id.Ph. 352

    ;

    σὺν ἀφανεῖ λ. Id.OT 657

    (lyr., v.l. λόγων)

    ; ἐν ἀφανεῖ λ. Antipho 5.59

    ;

    ἐπὶ τοιούτῳ λ. Hdt.6.124

    ; κατὰ τίνα λ.; on what ground? Pl.R. 366b; οὐδὲ πρὸς ἕνα λ. to no purpose, Id.Prt. 343d; ἐπὶ τίνι λ.; for what reason? X.HG2.2.19; τὸν λ. τοῦτον this ground of complaint, Aeschin.3.228; τίνι δικαίῳ λ.; what just cause is there? Pl.Grg. 512c; τίνι λ.; on what account? Act.Ap.10.29; κατὰ λόγον ἂν ἠνεσχόμην ὑμῶν reason would that.., ib.18.14; λ. ἔχειν, with personal subject, εἶχον ἄν τινα λ. I (i.e. my conduct) would have admitted of an explanation, Pl.Ap. 31b; τὸν ὀρθὸν λ. the true explanation, ib. 34b.
    b plea, case, in Law or argument (cf. VIII. I), τὸν ἥττω λ. κρείττω ποιεῖν to make the weaker case prevail, ib. 18b, al., Arist.Rh. 1402a24, cf. Ar.Nu. 1042 (pl.); personified, ib. 886, al.;

    ἀμύνεις τῷ τῆς ἡδονῆς λ. Pl.Phlb. 38a

    ;

    ἀνοίσεις τοὺς λ. αὐτῶν πρὸς τὸν θεόν LXXEx.18.19

    ; ἐχειν λ. πρός τινα to have a case, ground of action against.., Act.Ap.19.38.
    2 statement of a theory, argument, οὐκ ἐμεῦ ἀλλὰ τοῦ λ. ἀκούσαντας prob. in Heraclit.50; λόγον ἠδὲ νόημα ἀμφὶς ἀληθείης discourse and reflection on reality, Parm.8.50; δηλοῖ οὗτος ὁ λ. ὅτι .. Democr.7; οὐκ ἔχει λόγον it is not arguable, i.e. reasonable, S.El. 466, Pl.Phd. 62d, etc.;

    ἔχει λ. D.44.32

    ;

    οὐδεὶς αὐτὰ καταβαλεῖ λ. E.Ba. 202

    ;

    δίκασον.. τὸν λ. ἀκούσας Pl.Lg. 696b

    ; personified, φησὶ οὗτος ὁ λ. ib. 714d, cf. Sph. 238b, Phlb. 50a; ὡς ὁ λ. (sc. λέγει) Arist.EN 1115b12; ὡς ὁ λ. ὁ ὀρθὸς λέγει ib. 1138b20, cf. 29;

    ὁ λ. θέλει προσβιβάζειν Phld.Rh.1.41

    , cf.1.19 S.;

    οὐ γὰρ ἂν ἀκούσειε λόγου ἀποτρέποντος Arist.EN 1179b27

    ;

    λ. καθαίρων Aristo Stoic.1.88

    ; λόγου τυγχάνειν to be explained, Phld.Mus.p.77 K.; ὁ τὸν λ. μου ἀκούων my teaching, Ev.Jo.5.24; ὁ προφητικὸς λ., collect., of VT prophecy, 2 Ep.Pet.1.19: pl.,

    ὁκόσων λόγους ἤκουσα Heraclit.108

    ;

    οὐκ ἐπίθετο τοῖς ἐμοῖς λ. Ar.Nu.73

    ; of arguments leading to a conclusion ([etym.] ὁ λ.), Pl. Cri. 46b;

    τὰ Ἀναξαγόρου βιβλία γέμει τούτων τῶν λ. Id.Ap. 26d

    ; λ. ἀπὸ τῶν ἀρχῶν, ἐπὶ τὰς ἀρχάς, Arist.EN 1095a31; συλλογισμός ἐστι λ. ἐν ᾧ τεθέντων τινῶν κτλ. Id.APr. 24b18; λ. ἀντίτυπός τε καὶ ἄπορος, of a self-contradictory theory, Plot.6.8.7.
    b ὁ περὶ θεῶν λ., title of a discourse by Protagoras, D.L.9.54; ὁ Ἀχιλλεὺς λ., name of an argument, ib.23;

    ὁ αὐξόμενος λ. Plu.2.559b

    ; καταβάλλοντες (sc. λόγοι), title of work by Protagoras, S.E.M.7.60;

    λ. σοφιστικοί Arist.SE 165a34

    , al.;

    οἱ μαθηματικοὶ λ. Id.Rh. 1417a19

    , etc.; οἱ ἐξωτερικοὶ λ., current outside the Lyceum, Id.Ph. 217b31, al.; Δισσοὶ λ., title of a philosophical treatise (= Dialex.); Λ. καὶ Λογίνα, name of play of Epicharmus, quibble, argument, personified, Ath.8.338d.
    c in Logic, proposition, whether as premiss or conclusion,

    πρότασίς ἐστι λ. καταφατικὸς ἢ ἀποφατικός τινος κατά τινος Arist.APr. 24a16

    .
    d rule, principle, law, as embodying the result of λογισμός, Pi.O.2.22, P.1.35, N.4.31;

    πείθεσθαι τῷ λ. ὃς ἄν μοι λογιζομένῳ βέλτιστος φαίνηται Pl.Cri. 46b

    , cf. c; ἡδονὰς τοῖς ὀρθοῖς λ. ἑπομένας obeying right principles, Id.Lg. 696c; προαιρέσεως [ἀρχὴ] ὄρεξις καὶ λ. ὁ ἕνεκά τινος principle directed to an end, Arist.EN 1139a32; of the final cause,

    ἀρχὴ ὁ λ. ἔν τε τοῖς κατὰ τέχνην καὶ ἐν τοῖς φύσει συνεστηκόσιν Id.PA 639b15

    ; ἀποδιδόασι τοὺς λ. καὶ τὰς αἰτίας οὗ ποιοῦσι ἑκάστου ib.18; [

    τέχνη] ἕξις μετὰ λ. ἀληθοῦς ποιητική Id.EN 1140a10

    ; ὀρθὸς λ. true principle, right rule, ib. 1144b27, 1147b3, al.; κατὰ λόγον by rule, consistently,

    ὁ κατὰ λ. ζῶν Pl.Lg. 689d

    , cf. Ti. 89d; τὸ κατὰ λ. ζῆν, opp. κατὰ πάθος, Arist.EN 1169a5; κατὰ λ. προχωρεῖν according to plan, Plb.1.20.3.
    3 law, rule of conduct,

    ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ Heraclit.72

    ;

    πολλοὶ λόγον μὴ μαθόντες ζῶσι κατὰ λόγον Democr.53

    ; δεῖ ὑπάρχειν τὸν λ. τὸν καθόλου τοῖς ἄρχουσιν universal principle, Arist.Pol. 1286a17;

    ὁ νόμος.. λ. ὢν ἀπό τινος φρονήσεως καὶ νοῦ Id.EN 1180a21

    ; ὁ νόμος.. ἔμψυχος ὢν ἑαυτῷ λ. conscience, Plu. 2.780c; τὸν λ. πρόχειρον ἔχειν precept, Phld.Piet.30, cf. 102;

    ὁ προστακτικὸς τῶν ποιητέων ἢ μὴ λ. κοινός M.Ant.4.4

    .
    4 thesis, hypothesis, provisional ground, ὡς ἂν εἰ λέγοι λόγον maintain a thesis, Pl. Prt. 344b; ὑποθέμενος ἑκάστοτε λ. provisionally assuming a proposition, Id.Phd. 100a; τὸν τῆς ὁμοιότητος λ. hypothesis of equivalence, Arist.Cael. 296a20.
    5 reason, ground,

    πάντων γινομένων κατὰ τὸν λ. τόνδε Heraclit.1

    ;

    οὕτω βαθὺν λ. ἔχει Id.45

    ; ἐκ λόγου, opp. μάτην, Leucipp. 2;

    μέγιστον σημεῖον οὗτος ὁ λ. Meliss.8

    ; [ἐμπειρία] οὐκ ἔχει λ. οὐδένα ὧν προσφέρει has no grounds for.., Pl.Grg. 465a; μετὰ λόγου

    τε καὶ ἐπιστήμης θείας Id.Sph. 265c

    ; ἡ μετα λόγου ἀληθὴς δόξα ([etym.] ἐπιστήμη) Id.Tht. 201c; λόγον ζητοῦσιν ὧν οὐκ ἔστι λ. proof, Arist. Metaph. 1011a12;

    οἱ ἁπάντων ζητοῦντες λ. ἀναιροῦσι λ. Thphr.Metaph. 26

    .
    6 formula (wider than definition, but freq. equivalent thereto), term expressing reason,

    λ. τῆς πολιτείας Pl.R. 497c

    ; ψυχῆς οὐσία τε καὶ λ. essential definition, Id.Phdr. 245e;

    ὁ τοῦ δικαίου λ. Id.R. 343a

    ; τὸν λ. τῆς οὐσίας ib. 534b, cf. Phd. 78d;

    τὰς πολλὰς ἐπιστήμας ἑνὶ λ. προσειπεῖν Id.Tht. 148d

    ;

    ὁ τῆς οἰκοδομήσεως λ. ἔχει τὸν τῆς οἰκίας Arist. PA 646b3

    ;

    τεθείη ἂν ἴδιον ὄνομα καθ' ἕκαστον τῶν λ. Id.Metaph. 1006b5

    , cf. 1035b4;

    πᾶς ὁρισμὸς λ. τίς ἐστι Id.Top. 102a5

    ; ἐπὶ τῶν σχημάτων λ. κοινός generic definition, Id.de An. 414b23; ἀκριβέστατος λ. specific definition, Id.Pol. 1276b24;

    πηγῆς λ. ἔχον Ph.2.477

    ; τὸ ᾠὸν οὔτε ἀρχῆς ἔχει λ. fulfils the function of.., Plu.2.637d; λ. τῆς μίξεως formula, i. e. ratio (cf. supr. II) of combination, Arist.PA 642a22, cf. Metaph. 993a17.
    7 reason, law exhibited in the world-process, κατὰ λόγον by law,

    κόσμῳ πάντα καὶ κατὰ λ. ἔχοντα Pl.R. 500c

    ; κατ τὸν < αὐτὸν αὖ> λ. by the same law, Epich.170.18;

    ψυχῆς τὸ πᾶν τόδε διοικούσης κατὰ λ. Plot.2.3.13

    ; esp. in Stoic Philos., the divine order,

    τὸν τοῦ παντὸς λ. ὃν ἔνιοι εἱμαρμένην καλοῦσιν Zeno Stoic.1.24

    ; τὸ ποιοῦν τὸν ἐν [τῇ ὕλῃ] λ. τὸν θεόν ibid., cf. 42;

    ὁ τοῦ κόσμου λ. Chrysipp.Stoic.2.264

    ; λόγος, = φύσει νόμος, Stoic.2.169;

    κατὰ τὸν κοινὸν θεοῖς καὶ ἀνθρώποις λ. M.Ant.7.53

    ;

    ὁ ὀρθὸς λ. διὰ πάντων ἐρχόμενος Chrysipp.Stoic.3.4

    : so in Plot.,

    τὴν φύσιν εἶναι λόγον, ὃς ποιεῖ λ. ἄλλον γέννημα αὑτοῦ 3.8.2

    .
    b σπερματικὸς λ. generative principle in organisms,

    ὁ θεὸς σπ. λ. τοῦ κόσμου Zeno Stoic.1.28

    : usu. in pl., Stoic. 2.205,314,al.;

    γίνεται τὰ ἐν τῷ παντὶ οὐ κατὰ σπερματικούς, ἀλλὰ κατὰ λ. περιληπτικούς Plot.3.1.7

    , cf.4.4.39: so without

    σπερματικός, ὥσπερ τινὲς λ. τῶν μερῶν Cleanth.Stoic.1.111

    ;

    οἱ λ. τῶν ὅλων Ph.1.9

    .
    c in Neo-Platonic Philos., of regulative and formative forces, derived from the intelligible and operative in the sensible universe,

    ὄντων μειζόνων λ. καὶ θεωρούντων αὑτοὺς ἐγὼ γεγέννημαι Plot.3.8.4

    ;

    οἱ ἐν σπέρματι λ. πλάττουσι.. τὰ ζῷα οἷον μικρούς τινας κόσμους Id.4.3.10

    , cf.3.2.16,3.5.7; opp. ὅρος, Id.6.7.4;

    ἀφανεῖς λ. τῆς φύσεως Procl.

    in R.1.18 K.; τεχνικοὶ λ. ib.142 K., al.
    IV inward debate of the soul (cf.

    λ. ὃν αὐτὴ πρὸς αὑτὴν ἡ ψυχὴ διεξέρχεται Pl.Tht. 189e

    ( διάλογος in Sph. 263e); ὁ ἐν τῇ ψυχῇ, ὁ ἔσω λ. (opp. ὁ ἔξω λ.), Arist.APo. 76b25, 27; ὁ ἐνδιάθετος, opp. ὁ προφορικὸς λ., Stoic.2.43, Ph.2.154),
    1 thinking, reasoning, τοῦ λ. ἐόντος ξυνοῦ, opp. ἰδία φρόνησις, Heraclit. 2; κρῖναι δὲ λόγῳ.. ἔλεγχον test by reflection, Parm.1.36; reflection, deliberation (cf. VI.3),

    ἐδίδου λόγον ἑωυτῷ περὶ τῆς ὄψιος Hdt.1.209

    , cf. 34, S.OT 583, D.45.7; μὴ εἰδέναι.. μήτε λόγῳ μήτε ἔργῳ neither by reasoning nor by experience, Anaxag.7;

    ἃ δὴ λόγῳ μὲν καὶ διανοίᾳ ληπτά, ὄψει δ' οὔ Pl.R. 529d

    , cf. Prm. 135e;

    ὁ λ. ἢ ἡ αἴσθησις Arist.EN 1149a35

    ,al.; αὐτῷ μόνον τῷ λ. πιστεύειν (opp. αἰσθήσεις), of Parmenides and his school, Aristocl. ap. Eus.PE14.17: hence λόγῳ or τῷ λ. in idea, in thought,

    τῷ λ. τέμνειν Pl.R. 525e

    ; τῷ λ. δύο ἐστίν, ἀχώριστα πεφυκότα two in idea, though indistinguishable in fact, Arist. EN 1102a30, cf. GC 320b14, al.; λόγῳ θεωρητά mentally conceived, opp. sensibly perceived, Placit.1.3.5, cf. Demetr.Lac.Herc.1055.20;

    τοὺς λ. θεωρητοὺς χρόνους Epicur.Ep.1p.19U.

    ; διὰ λόγου θ. χ. ib.p.10 U.;

    λόγῳ καταληπτός Phld.Po.5.20

    , etc.; ὁ λ. οὕτω αἱρέει analogy proves, Hdt.2.33; ὁ λ. or λ. αἱρέει reasoning convinces, Id.3.45,6.124, cf. Pl.Cri. 48c (but, our argument shows, Lg. 663d): also c. acc. pers., χρᾶται ὅ τι μιν λ. αἱρέει as the whim took him, Hdt.1.132; ἢν μὴ ἡμέας λ. αἱρῇ unless we see fit, Id.4.127, cf. Pl.R. 607b; later ὁ αἱρῶν λ. ordaining reason, Zeno Stoic.1.50, M.Ant.2.5, cf. 4.24, Arr.Epict. 2.2.20, etc.: coupled or contrasted with other functions, καθ' ὕπνον ἐπειδὴ λόγου καὶ φρονήσεως οὐ μετεῖχε since reason and understanding are in abeyance, Pl.Ti. 71d; μετὰ λόγου τε καὶ ἐπιστήμης, opp. αἰτία αὐτομάτη, of Nature's processes of production, Id.Sph. 265c; τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν embraced by thought with reflection, opp. μετ' αἰσθήσεως ἀλόγου, Id.Ti. 28a; τὸ μὲν ἀεὶ μετ' ἀληθοῦς λ., opp. τὸ δὲ ἄλογον, ib. 51e, cf. 70d, al.;

    λ. ἔχων ἑπόμενον τῷ νοεῖν Id.Phlb. 62a

    ; ἐπιστήμη ἐνοῦσα καὶ ὀρθὸς λ. scientific knowledge and right process of thought, Id.Phd. 73a;

    πᾶς λ. καὶ πᾶσα ἐπιστήμη τῶν καθόλου Arist.Metaph. 1059b26

    ;

    τὸ λόγον ἔχον Id.EN 1102b15

    , 1138b9, al.: in sg. and pl., contrasted by Pl. and Arist. as theory, abstract reasoning with outward experience, sts. with depreciatory emphasis on the former,

    εἰς τοὺς λ. καταφυγόντα Pl.Phd. 99e

    ; τὸν ἐν λόγοις σκοπούμενον τὰ ὄντα, opp. τὸν ἐν ἔργοις (realities), ib. 100a;

    τῇ αἰσθήσει μᾶλλον τῶν λ. πιστευτέον Arist.GA 760b31

    ; γνωριμώτερα κατὰ τὸν λ., opp. κατὰ τὴν αἴσθησιν, Id.Ph. 189a4; ἐκ τῶν λ. δῆλον, opp. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς, Id.Mete. 378b20; ἡ τῶν λ. πίστις, opp. ἐκ τῶν ἔργων φανερόν, Id.Pol. 1326a29;

    ἡ πίστις οὐ μόνον ἐπὶ τῆς αἰσθήσεως ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ λ. Id.Ph. 262a19

    ;

    μαρτυρεῖ τὰ γιγνόμενα τοῖς λ. Id.Pol. 1334a6

    ; ὁ μὲν λ. τοῦ καθόλου, ἡ δὲ αἴσθησις τοῦ κατὰ μέρος explanation, opp. perception, Id.Ph. 189a7; ἔσονται τοῖς λ. αἱ πράξεις ἀκόλουθοι theory, opp. practice, Epicur.Sent.25; in Logic, of discursive reasoning, opp. intuition, Arist.EN 1142a26, 1143b1; reasoning in general, ib. 1149a26; πᾶς λ. καὶ πᾶσα ἀπόδειξις all reasoning and demonstration, Id.Metaph. 1063b10;

    λ. καὶ φρόνησιν Phld.Mus.p.105

    K.; ὁ λ. ἢ λογισμός ibid.; τὸ ἰδεῖν οὐκέτι λ., ἀλλὰ μεῖζον λόγου καὶ πρὸ λόγου, of mystical vision, opp. reasoning, Plot.6.9.10.—Phrases, κατὰ λ. τὸν εἰκότα by probable reasoning, Pl.Ti. 30b;

    οὔκουν τόν γ' εἰκότα λ. ἂν ἔχοι Id.Lg. 647d

    ; παρὰ λόγον, opp. κατὰ λ., Arist.Rh.Al. 1429a29, cf. EN 1167b19; cf. παράλογος (but παρὰ λ. unexpectedly, E.Ba. 940).
    2 reason as a faculty, ὁ λ. ἀνθρώπους κυβερνᾷ [Epich.] 256; [

    θυμοειδὲς] τοῦ λ. κατήκοον Pl.Ti. 70a

    ; [

    θυμὸς] ὑπὸ τοῦ λ. ἀνακληθείς Id.R. 440d

    ; σύμμαχον τῷ λ. τὸν θυμόν ib. b;

    πειθαρχεῖ τῷ λ. τὸ τοῦ ἐγκρατοῦς Arist. EN 1102b26

    ; ἄλλο τι παρὰ τὸν λ. πεφυκός, ὃ μάχεται τῷ λ. ib.17;

    ἐναντίωσις λόγου πρὸς ἐπιθυμίας Plot.4.7.13(8)

    ;

    οὐ θυμός, οὐκ ἐπιθυμία, οὐδὲ λ. οὐδέ τις νόησις Id.6.9.11

    : freq. in Stoic. Philos. of human Reason, opp. φαντασία, Zeno Stoic.1.39; opp. φύσις, Stoic.2.206; οὐ σοφία οὐδὲ λ. ἐστὶν ἐν [τοῖς ζῴοις] ibid.;

    τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ὡς λ. ἔχων λ. μὴ ἔχουσι χρῶ M.Ant.6.23

    ;

    ὁ λ. κοινὸν πρὸς τοὺς θεούς Arr.Epict. 1.3.3

    ;

    οἷον [εἰκὼν] λ. ὁ ἐν προφορᾷ λόγου τοῦ ἐν ψυχῇ, οὕτω καὶ αὐτὴ λ. νοῦ Plot.5.1.3

    ; τὸ τὸν λ. σχεῖν τὴν οἰκείαν ἀρετήν (sc. εὐδαιμονίαν) Procl.in Ti.3.334 D.; also of the reason which pervades the universe, θεῖος λ. [Epich.] 257;

    τὸν θεῖον λ. καθ' Ἡράκλειτον δι' ἀναπνοῆς σπάσαντες νοεροὶ γινόμεθα S.E.M.7.129

    (cf. infr. x).
    b creative reason,

    ἀδύνατον ἦν λόγον μὴ οὐκ ἐπὶ πάντα ἐλθεῖν Plot.3.2.14

    ;

    ἀρχὴ οὖν λ. καὶ πάντα λ. καὶ τὰ γινόμενα κατ' αὐτόν Id.3.2.15

    ;

    οἱ λ. πάντες ψυχαί Id.3.2.18

    .
    V continuous statement, narrative (whether fact or fiction), oration, etc. (cf. λέγω (B) 11.2),
    1 fable, Hdt.1.141;

    Αἰσώπου λόγοι Pl.Phd. 60d

    , cf. Arist.Rh. 1393b8;

    ὁ τοῦ κυνὸς λ. X.Mem. 2.7.13

    .
    2 legend,

    ἱρὸς λ. Hdt.2.62

    , cf. 47, Pi.P.3.80 (pl.);

    συνθέντες λ. E.Ba. 297

    ;

    λ. θεῖος Pl.Phd. 85d

    ; ἱεροὶ λ., of Orphic rhapsodies, Suid. S.V. Ὀρφεύς.
    3 tale, story,

    ἄλλον ἔπειμι λ. Xenoph. 7.1

    , cf. Th.1.97, etc.;

    συνθέτους λ. A.Pr. 686

    ; σπουδὴν λόγου urgent tidings, E.Ba. 663; ἄλλος λ. 'another story', Pl.Ap. 34e; ὁμολογούμενος ὁ λ. ἐστίν the story is consistent, Isoc.3.27: pl., histories,

    ἐν τοῖσι Ἀσσυρίοισι λ. Hdt.1.184

    , cf. 106, 2.99; so in sg., a historical work, Id.2.123, 6.19,7.152: also in sg., one section of such a work (like later βίβλος), Id.2.38,6.39, cf. VI.3d; so in pl.,

    ἐν τοῖσι Λιβυκοῖσι λ. Id.2.161

    , cf. 1.75,5.22,7.93, 213;

    ἐν τῷ πρώτῳ τῶν λ. Id.5.36

    ; ὁ πρῶτος λ., of St. Luke's gospel, Act.Ap.1.1: in Pl., opp. μῦθος, as history to legend, Ti. 26e;

    ποιεῖν μύθους ἀλλ' οὐ λόγους Phd. 61b

    , cf. Grg. 523a (but μῦθον λέγειν, opp. λόγῳ ( argument)

    διεξελθεῖν Prt. 320c

    , cf. 324d);

    περὶ λόγων καὶ μύθων Arist.Pol. 1336a30

    ;

    ὁ λ... μῦθός ἐστι Ael.NA4.34

    .
    4 speech, delivered in court, assembly, etc.,

    χρήσομαι τῇ τοῦ λ. τάξει ταύτῃ Aeschin.3.57

    , cf. Arist.Rh. 1358a38;

    δικανικοὶ λ. Id.EN 1181a4

    ;

    τρία γένη τῶν λ. τῶν ῥητορικῶν, συμβουλευτικόν, δικανικόν, ἐπιδεικτικόν Id.Rh. 1358b7

    ;

    τῷ γράψαντι τὸν λ. Thphr. Char.17.8

    , cf.

    λογογράφος 11

    ; ἐπιτάφιος λ. funeral oration, Pl.Mx. 236b; esp. of the body of a speech, opp. ἐπίλογος, Arist.Rh. 1420b3; opp. προοίμιον, ib. 1415a12; body of a law, opp. proem, Pl.Lg. 723b; spoken, opp. written word,

    τὸν τοῦ εἰδότος λ. ζῶντα καὶ ἔμψυχον οὗ ὁ γεγραμμένος εἴδωλόν τι Id.Phdr. 276a

    ; ὁ ἐκ τοῦ βιβλίου ῥηθεὶς [λ.] speech read from a roll, ib. 243c; published speech, D.C.40.54; rarely of the speeches in Tragedy ([etym.] ῥήσεις), Arist.Po. 1450b6,9.
    VI verbal expression or utterance (cf. λέγω (B) 111), rarely a single word, v. infr. b, never in Gramm. signf. of vocable ([etym.] ἔπος, λέξις, ὄνομα, ῥῆμα), usu. of a phrase, cf. IX. 3 (the only sense found in [dialect] Ep.).
    a pl., without Art., talk,

    τὸν ἔτερπε λόγοις Il.15.393

    ;

    αἱμύλιοι λ. Od.1.56

    , h.Merc. 317, Hes.Th. 890, Op.78, 789, Thgn.704, A.R.3.1141; ψευδεῖς Λ., personified, Hes.Th. 229;

    ἀφροδίσιοι λ. Semon.7.91

    ;

    ἀγανοῖσι λ. Pi.P. 4.101

    ; ὄψον δὲ λ. φθονεροῖσιν tales, Id.N.8.21; σμικροὶ λ. brief words, S.Aj. 1268 (s.v.l.), El. 415; δόκησις ἀγνὼς λόγων bred of talk, Id.OT 681 (lyr.): also in sg., λέγ' εἴ σοι τῷ λ. τις ἡδονή speak if thou delightest in talking, Id.El. 891.
    b sg., expression, phrase,

    πρὶν εἰπεῖν ἐσθλὸν ἢ κακὸν λ. Id.Ant. 1245

    , cf. E.Hipp. 514;

    μυρίας ὡς εἰπεῖν λόγῳ Hdt.2.37

    ; μακρὸς λ. rigmarole, Simon.189, Arist.Metaph. 1091a8; λ. ἠρέμα λεχθεὶς διέθηκε τὸ πόρρω a whispered message, Plot.4.9.3; ἑνὶ λόγῳ to sum up, in brief phrase, Pl.Phdr. 241e, Phd. 65d; concisely, Arist. EN 1103b21 (but also, = ἁπλῶς, περὶ πάντων ἑνὶ λ. Id.GC 325a1): pl., λ. θελκτήριοι magic words, E.Hipp. 478; rarely of single words,

    λ. εὐσύνθετος οἷον τὸ χρονοτριβεῖν Arist.Rh. 1406a36

    ; οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λ. answered her not a word, Ev.Matt.15.23.
    c coupled or contrasted with words expressed or understood signifying act, fact, truth, etc., mostly in a depreciatory sense,

    λ. ἔργου σκιή Democr. 145

    ;

    ὥσπερ μικρὸν παῖδα λόγοις μ' ἀπατᾷς Thgn.254

    ; λόγῳ, opp. ἔργῳ, Democr.82, etc.;

    νηπίοισι οὐ λ. ἀλλὰ ξυμφορὴ διδάσκαλος Id.76

    ;

    ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι A.Pr. 338

    , cf. S.El.59, OC 782;

    λόγῳ μὲν λέγουσι.. ἔργῳ δὲ οὐκ ἀποδεικνῦσι Hdt.4.8

    ;

    οὐ λόγων, φασίν, ἡ ἀγορὴ δεῖται, χαλκῶν δέ Herod.7.49

    ;

    οὔτε λ. οὔτε ἔργῳ Lys.9.14

    ; λόγοις, opp. ψήφῳ, Aeschin.2.33; opp. νόῳ, Hdt.2.100;

    οὐ λόγῳ μαθών E.Heracl.5

    ;

    ἐκ λόγων, κούφου πράγματος Pl.Lg. 935a

    ; λόγοισι εἰς τὸ πιθανὸν περιπεπεμμένα ib. 886e, cf. Luc.Anach.19;

    ἵνα μὴ λ. οἴησθε εἶναι, ἀλλ' εἰδῆτε τὴν ἀλήθειαν Lycurg.23

    , cf. D.30.34; opp. πρᾶγμα, Arist.Top. 146a4; opp. βία, Id.EN 1179b29, cf. 1180a5; opp. ὄντα, Pl.Phd. 100a; opp. γνῶσις, 2 Ep.Cor.11.6; λόγῳ in pretence, Hdt.1.205, Pl.R. 361b, 376d, Ti. 27a, al.; λόγου ἕνεκα merely as a matter of words,

    ἄλλως ἕνεκα λ. ἐλέγετο Id.Cri. 46d

    ; λόγου χάριν, opp. ὡς ἀληθῶς, Arist.Pol. 1280b8; but also, let us say, for instance, Id.EN 1144a33, Plb.10.46.4, Phld. Sign.29, M.Ant.4.32; λόγου ἕνεκα let us suppose, Pl.Tht. 191c; ἕως λόγου, μέχρι λ., = Lat. verbo tenus, Plb.10.24.7, Epict.Ench.16: sts. without depreciatory force, the antithesis or parallelism being verbal (cf. 'word and deed'),

    λόγῳ τε καὶ σθένει S.OC68

    ;

    ἔν τε ἔργῳ καὶ λ. Pl.R. 382e

    , cf. D.S.13.101, Ev.Luc.24.19, Act.Ap.7.22, Paus.2.16.2; ὅσα μὲν λόγῳ εἶπον, opp. τὰ ἔργα τῶν πραχθέντων, Th. 1.22.
    2 common talk, report, tradition,

    ὡς λ. ἐν θνητοῖσιν ἔην Batr. 8

    ;

    λ. ἐκ πατέρων Alc.71

    ;

    οὐκ ἔστ' ἔτυμος λ. οὗτος Stesich.32

    ;

    διξὸς λέγεται λ. Hdt.3.32

    ;

    λ. ὑπ' Αἰγυπτίων λεγόμενος Id.2.47

    ; νέον [λ.] tidings, S.Ant. 1289 (lyr.); τὰ μὲν αὐτοὶ ὡρῶμεν, τὰ δὲ λόγοισι ἐπυνθανόμεθα by hearsay, Hdt.2.148: also in pl., ἐν γράμμασιν λόγοι κείμενοι traditions, Pl.Lg. 886b.
    b rumour,

    ἐπὶ παντὶ λ. ἐπτοῆσθαι Heraclit. 87

    ; αὐδάεις λ. voice of rumour, B.14.44; περὶ θεῶν διῆλθεν ὁ λ. ὅτι .. Th.6.46; λ. παρεῖχεν ὡς .. Plb.3.89.3; ἐξῆλθεν ὁ λ. οὗτος εῖς τινας ὅτι .. Ev.Jo.21.23, cf. Act.Ap.11.22; fiction, Ev.Matt.28.15.
    c mention, notice, description, οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν worth mentioning, Hdt.4.28, cf. Plb.1.24.8, etc.; ἔργα λόγου μέζω beyond expression, Hdt.2.35; κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς νόσου beyond description, Th. 2.50;

    μείζω ἔργα ἢ ὡς τῷ λ. τις ἂν εἴποι D.6.11

    .
    d the talk one occasions, repute, mostly in good sense, good report, praise, honour (cf. supr. 1.4),

    πολλὰ φέρειν εἴωθε λ... πταίσματα Thgn.1221

    ;

    λ. ἐσλὸν ἀκοῦσαι Pi.I.5(4).13

    ;

    πλέονα.. λ. Ὀδυσσέος ἢ πάθαν Id.N.7.21

    ;

    ἵνα λ. σε ἔχῃ πρὸς ἀνθρώπων ἀγαθός Hdt.7.5

    , cf. 9.78; Τροίαν.. ἧς ἁπανταχοῦ λ. whose fame, story fills the world, E.IT 517;

    οὐκ ἂν ἦν λ. σέθεν Id.Med. 541

    : less freq. in bad sense, evil report, λ. κακόθρους, κακός, S. Aj. 138 (anap.), E.Heracl. 165: pl., λόγους ψιθύρους πλάσσων slanders, S.Aj. 148 (anap.).
    e λ. ἐστί, ἔχει, κατέχει, the story goes, c. acc. et inf.,

    ἔστ τις λ. τὰν Ἀρετὰν ναίειν Simon.58.1

    , cf. S.El. 417; λ. μὲν ἔστ' ἀρχαῖος ὡς .. Id.Tr.1; λ. alone, E.Heracl.35;

    ὡς λ. A.Supp. 230

    , Pl. Phlb. 65c, etc.;

    λ. ἐστί Hdt.7.129

    ,9.26, al.;

    λ. αἰὲν ἔχει S.OC 1573

    (lyr.); ὅσον ὁ λ. κατέχει tradition prevails, Th.1.10: also with a personal subject in the reverse construction. Κλεισθένης λ. ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι has the credit of.., Hdt.5.66, cf. Pl.Epin. 987b, 988b;

    λ. ἔχοντα σοφίας Ep.Col.2.23

    , v.supr.1.4.
    3 discussion, debate, deliberation,

    πολλὸς ἦν ἐν τοῖσι λ. Hdt.8.59

    ;

    συνελέχθησαν οἱ Μῆδοι ἐς τὠυτὸ καὶ ἐδίδοσαν σφίσι λόγον, λέγοντες περὶ τῶν κατηκόντων Id.1.97

    ;

    οἱ Πελασγοὶ ἑωυτοῖσι λόγους ἐδίδοσαν Id.6.138

    ;

    πολέμῳ μᾶλλον ἢ λόγοις τὰ ἐγκλήματα διαλύεσθαι Th.1.140

    ;

    οἱ περὶ τῆς εἰρήνης λ. Aeschin.2.74

    ; τοῖς ἔξωθεν λ. πεπλήρωκε τὸν λ. [Plato] has filled his dialogue with extraneous discussions, Arist.Pol. 1264b39;

    τὸ μῆκος τῶν λ. D.Chr.7.131

    ; μεταβαίνων ὁ λ. εἰς ταὐτὸν ἀφῖκται our debate, Arist.EN 1097a24; ὁ παρὼν λ. ib. 1104a11; θεῶν ὧν νῦν ὁ λ. ἐστί discussion, Pl.Ap. 26b, cf. Tht. 184a, M.Ant.8.32; τῷ λ. διελθεῖν, διϊέναι, Pl.Prt. 329c, Grg. 506a, etc.; τὸν λ. διεξελθεῖν conduct the debate, Id.Lg. 893a; ξυνελθεῖν ἐς λόγον confer, Ar.Eq. 1300: freq. in pl., ἐς λόγους συνελθόντες parley, Hdt. 1.82; ἐς λ. ἐλθεῖν τινι have speech with, ib.86;

    ἐς λ. ἀπικέσθαι τινί Id.2.32

    ;

    διὰ λόγων ἰέναι E.Tr. 916

    ;

    ἐμαυτῇ διὰ λ. ἀφικόμην Id.Med. 872

    ;

    ἐς λ. ἄγειν τινά X.HG4.1.2

    ;

    κοινωνεῖν λόγων καὶ διανοίας Arist.EN 1170b12

    .
    b right of discussion or speech, ἢ 'πὶ τῷ πλήθει λ.; S.OC 66; λ. αἰτήσασθαι ask leave to speak, Th.3.53;

    λ. διδόναι X.HG5.2.20

    ; οὐ προυτέθη σφίσιν λ. κατὰ τὸν νόμον ib.1.7.5;

    λόγου τυχεῖν D.18.13

    , cf. Arist.EN 1095b21, Plb.18.52.1;

    οἱ λόγου τοὺς δούλους ἀποστεροῦντες Arist.Pol. 1260b5

    ;

    δοῦλος πέφυκας, οὐ μέτεστί σοι λόγου Trag.Adesp.304

    ;

    διδόντας λ. καὶ δεχομένους ἐν τῷ μέρει Luc.Pisc.8

    : hence, time allowed for a speech,

    ἐν τῷ ἐμῷ λ. And.1.26

    ,al.;

    ἐν τῷ ἑαυτοῦ λ. Pl.Ap. 34a

    ;

    οὐκ ἐλάττω λ. ἀνήλωκε D.18.9

    .
    c dialogue, as a form of philosophical debate,

    ἵνα μὴ μαχώμεθα ἐν τοῖς λ. ἐγώ τε καὶ σύ Pl. Cra. 430d

    ;

    πρὸς ἀλλήλους τοὺς λ. ποιεῖσθαι Id.Prt. 348a

    : hence, dialogue as a form of literature,

    οἱ Σωκρατικοὶ λ. Arist.Po. 1447b11

    , Rh. 1417a20; cf. διάλογος.
    d section, division of a dialogue or treatise (cf. v. 3),

    ὁ πρῶτος λ. Pl.Prm. 127d

    ; ὁ πρόσθεν, ὁ παρελθὼν λ., Id.Phlb. 18e, 19b;

    ἐν τοῖς πρώτοις λ. Arist.PA 682a3

    ; ἐν τοῖς περὶ κινήσεως λ. in the discussion of motion (i. e. Ph.bk.8), Id.GC 318a4;

    ἐν τῷ περὶ ἐπαίνου λ. Phld.Rh.1.219

    ; branch, department, division of a system of philosophy,

    τὴν φρόνησιν ἐκ τριῶν συνεστηκέναι λ., τῶν φυσικῶν καὶ τῶν ἠθικῶν καὶ τῶν λογικῶν Chrysipp.Stoic.2.258

    .
    e in pl., literature, letters, Pl.Ax. 365b, Epin. 975d, D.H.Comp.1,21 (but, also in pl., treatises, Plu.2.16c);

    οἱ ἐπὶ λόγοις εὐδοκιμώτατοι Hdn.6.1.4

    ; Λόγοι, personified, AP9.171 (Pall.).
    VII a particular utterance, saying:
    1 divine utterance, oracle, Pi.P.4.59;

    λ. μαντικοί Pl. Phdr. 275b

    ;

    οὐ γὰρ ἐμὸν ἐρῶ τὸν λ. Pl.Ap. 20e

    ;

    ὁ λ. τοῦ θεοῦ Apoc.1.2

    ,9.
    2 proverb, maxim, saying, Pi.N.9.6, A.Th. 218; ὧδ' ἔχει λ. ib. 225; τόνδ' ἐκαίνισεν λ. ὡς .. Critias 21, cf. Pl.R. 330a, Ev.Jo.4.37;

    ὁ παλαιὸς λ. Pl.Phdr. 240c

    , cf. Smp. 195b, Grg. 499c, Lg. 757a, 1 Ep.Ti.1.15, Plu.2.1082e, Luc.Alex.9, etc.;

    τὸ τοῦ λόγου δὴ τοῦτο Herod.2.45

    , cf. D.Chr.66.24, Luc.JTr.3, Alciphr.3.56, etc.: pl., Arist.EN 1147a21.
    3 assertion, opp. oath, S.OC 651; ψιλῷ λ. bare word, opp. μαρτυρία, D.27.54.
    4 express resolution, κοινῷ λ. by common consent, Hdt.1.141,al.; ἐπὶ λ. τοιῷδε, ἐπ' ᾧ τε .. on the following terms, Id.7.158, cf. 9.26;

    ἐνδέξασθαι τὸν λ. Id.1.60

    , cf. 9.5; λ. ἔχοντες πλεονέκτην a greedy proposal, Id.7.158: freq. in pl., terms, conditions, Id.9.33, etc.
    5 word of command, behest, A.Pr.17,40 (both pl.), Pers. 363;

    ἀνθρώπους πιθανωτέρους ποιεῖν λόγῳ X.Oec.13.9

    ;

    ἐξέβαλε τὰ πνεύματα λόγῳ Ev.Matt.8.16

    ; οἱ δέκα λ. the ten Commandments, LXX Ex.34.28, Ph.1.496.
    VIII thing spoken of, subject-matter (cf. 111.1 b and 2),

    λ. τοῦτον ἐάσομεν Thgn.1055

    ; προπεπυσμένος πάντα λ. the whole matter, Hdt.1.21, cf. 111; τὸν ἐόντα λ. the truth of the matter, ib.95, 116; μετασχεῖν τοῦ λ. to be in the secret, ib. 127;

    μηδενὶ ἄλλῳ τὸν λ. τοῦτον εῐπῃς Id.8.65

    ; τίς ἦν λ.; S.OT 684 ( = πρᾶγμα, 699); περί τινος λ. διελεγόμεθα subject, question, Pl.Prt. 314c; [τὸ προοίμιον] δεῖγμα τοῦ λ. case, Arist.Rh. 1415a12, cf. 111.1b; τέλος δὲ παντὸς τοῦ λ. ψηφίζονται the end of the matter was that.., Aeschin.3.124;

    οὐκ ἔστεξε τὸν λ. Plb.8.12.5

    ;

    οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λ. τούτῳ Act.Ap.8.21

    ;

    ἱκανὸς αὐτῷ ὁ λ. Pl.Grg. 512c

    ; οὐχ ὑπολείπει [Γοργίαν] ὁ λ. matter for talk, Arist.Rh. 1418a35;

    μηδένα λ. ὑπολιπεῖν Isoc.4.146

    ; πρὸς λόγον to the point, apposite,

    οὐδὲν πρὸς λ. Pl.Phlb. 42e

    , cf. Prt. 344a;

    ἐὰν πρὸς λ. τι ᾖ Id.Phlb. 33c

    ; also

    πρὸς λόγου Id.Grg. 459c

    (s. v.l.).
    2 plot of a narrative or dramatic poem, = μῦθος, Arist.Po. 1455b17, al.
    b in Art, subject of a painting,

    ζωγραφίας λόγοι Philostr.VA 6.10

    ;

    λ. τῆς γραφῆς Id.Im.1.25

    .
    3 thing talked of, event,

    μετὰ τοὺς λ. τούτους LXX 1 Ma.7.33

    , cf. Act.Ap.15.6.
    IX expression, utterance, speech regarded formally, τὸ ἀπὸ [ψυχῆς] ῥεῦμα διὰ τοῦ στόματος ἰὸν μετὰ φθόγγου λ., opp. διάνοια, Pl.Sph. 263e; intelligent utterance, opp. φωνή, Arist.Pol. 1253a14;

    λ. ἐστὶ φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην Id.Int. 16b26

    , cf. Diog.Bab.Stoic.3.213; ὅθεν (from the heart)

    ὁ λ. ἀναπέμπεται Stoic.2.228

    , cf. 244; Protagoras was nicknamed λόγος, Hsch. ap. Sch.Pl.R. 600c, Suid.;

    λόγου πειθοῖ Democr.181

    : in pl., eloquence, Isoc.3.3,9.11;

    τὴν ἐν λόγοις εὐρυθμίαν Epicur.Sent.Pal.5p.69

    v. d. M.; λ. ἀκριβής precise language, Ar.Nu. 130 (pl.), cf. Arist.Rh. 1418b1;

    τοῦ μὴ ᾀδομένου λ. Pl.R. 398d

    ; ἡδυσμένος λ., of rhythmical language set to music, Arist.Po. 1449b25; ἐν παντὶ λ. in all manner of utterance, 1 Ep.Cor.1.5; ἐν λόγοις in orations, Arist.Po. 1459a13; λ. γελοῖοι, ἀσχήμονες, ludicrous, improper speech, Id.SE 182b15, Pol. 1336b14.
    2 of various modes of expression, esp. artistic and literary,

    ἔν τε ᾠδαῖς καὶ μύθοις καὶ λόγοις Pl.Lg. 664a

    ;

    ἐν λόγῳ καὶ ἐν ᾠδαῖς X.Cyr.1.4.25

    , cf. Pl.Lg. 835b; prose, opp. ποίησις, Id.R. 390a; opp. ψιλομετρία, Arist.Po. 1448a11; opp. ἔμμετρα, ib. 1450b15 (pl.); τῷ λ. τοῦτο τῶν μέτρων (sc. τὸ ἰαμβεῖον)

    ὁμοιότατον εἶναι Id.Rh. 1404a31

    ; in full, ψιλοὶ λ. prose, ib. b33 (but ψιλοὶ λ., = arguments without diagrams, Pl.Tht. 165a); λ. πεζοί, opp. ποιητική, D.H.Comp.6; opp. ποιήματα, ib.15;

    κοινὰ καὶ ποιημάτων καὶ λόγων Phld.Po.5.7

    ; πεζὸς λ. ib.27, al.
    b of the constituents of lyric or dramatic poetry, words,

    τὸ μέλος ἐκ τριῶν.. λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ Pl.R. 398d

    ; opp. πρᾶξις, Arist.Po. 1454a18; dramatic dialogue, opp. τὰ τοῦ χοροῦ, ib. 1449a17.
    3 Gramm., phrase, complex term, opp. ὄνομα, Id.SE 165a13; λ. ὀνοματώδης noun- phrase, Id.APo. 93b30, cf. Rh. 1407b27; expression, D.H.Th.2, Demetr.Eloc.92.
    b sentence, complete statement, "

    ἄνθρωπος μανθάνει λόγον εἶναί φῃς.. ἐλάχιστόν τε καὶ πρῶτον Pl.Sph. 262c

    ;

    λ. αὐτοτελής A.D.Synt.3.6

    , D.T.634.1; ῥηθῆναι λόγῳ to be expressed in a sentence, Pl.Tht. 202b; λ. ἔχειν to be capable of being so expressed, ib. 201e, cf. Arist.Rh. 1404b26.
    c language, τὰ τοῦ λ. μέρη parts of speech, Chrysipp.Stoic.2.31, S.E.M.9.350, etc.;

    τὰ μόρια τοῦ λ. D.H.Comp.6

    ;

    μέρος λ. D.T.633.26

    , A.D.Pron.4.6, al. (but ἓν μέρος <τοῦ cod.> λόγου one word, Id.Synt.340.10, cf. 334.22); περὶ τῶν στοιχείων τοῦ λ., title of work by Chrysippus.
    X the Word or Wisdom of God, personified as his agent in creation and world-government,

    ὁ παντοδύναμός σου λ. LXX Wi.18.15

    ;

    ὁ ἐκ νοὸς φωτεινὸς λ. υἱὸς θεοῦ Corp.Herm.1.6

    , cf. Plu.2.376c; λ. θεοῦ δι' οὗ κατεσκευάσθη [ὁ κόσμος] Ph.1.162; τῆς τοῦ θεοῦ σοφίας· ἡ δέ ἐστιν ὁ θεοῦ λ. ib.56; λ. θεῖος.. εἰκὼν θεοῦ ib. 561, cf. 501; τὸν τομέα τῶν συμπάντων [θεοῦ] λ. ib. 492; τὸν ἄγγελον ὅς ἐστι λ. ib. 122: in NT identified with the person of Christ,

    ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λ. Ev.Jo.1.1

    , cf. 14, 1 Ep.Jo.2.7, Apoc.19.13;

    ὁ λ. τῆς ζωῆς 1 Ep.Jo.1.1

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λόγος

  • 3 ἔχω

    ἔχω (A), [ per.] 2sg. ἔχεισθα cj. in Thgn. 1316 ( ἔχοισθα cod.), ἔχῃσθα cj. in Sapph.21 ( ἔχεισθα cod.); [ per.] 2sg. subj.
    A

    ἔχῃσθα Il.19.180

    : [tense] impf. εἶχον, [dialect] Ep.

    ἔχον Od.2.22

    , al., [dialect] Ion. and poet.

    ἔχεσκον Il.13.257

    , Hdt.6.12, Epigr.Gr.988.6 ([place name] Balbilla): [tense] fut. ἕξω, [dialect] Ep. inf.

    ἑξέμεναι Call.Aet.3.1.27

    (of duration) or σχήσω (of momentary action, esp. in sense check, v. infr. A. 11.9, not found in [dialect] Att. Inscrr. or NT); [ per.] 2sg.

    σχήσησθα h.Cer. 366

    codd.: [tense] aor. 1 ἔσχης α f.l.in Nonn.D.17.177, also

    ἔσχα IG3.1363.6

    , 14.1728, [ per.] 3pl. μετ-έσχαν ib.12(7).271.12 (Amorgos, iii A.D.): [tense] aor. 2 ἔσχον, imper.

    σχές S.El. 1013

    , E.Hipp. 1353 (anap.) ( σχέ only in Orac. ap. Sch.E.Ph. 638 (dub.l.), sts. in compds. in codd., as

    πάρασχε E.Hec. 842

    ,

    κάτασχε Id.HF 1210

    ); subj.

    σχῶ Il.21.309

    , etc.; opt.

    σχοίην Isoc. 1.45

    , in compds. σχοῖμι (as

    μετάσχοιμι S.OC 1484

    (lyr.),

    κατάσχοιμεν Th.6.11

    ); [ per.] 3pl.

    σχοίησαν Hyp.Eux.32

    ,

    σχοῖεν Th.6.33

    ; inf.

    σχεῖν Il. 16.520

    , etc., [dialect] Ep.

    σχέμεν 8.254

    (in Alexandr. Gr. [ per.] 3pl. [tense] impf. and [tense] aor. 2

    εἴχοσαν AP5.208

    (Posidipp. or Asclep.), v.l. in Ev.Jo.15.22,

    ἔσχοσαν Scymn.695

    ): for the poet. form ἔσχεθον, v. Σχέθω: [tense] pf.

    ἔσχηκα Pl.Lg. 765a

    , εἴσχηκα in Inscrr. of iii/i B.C., SIG679.54, etc.; [dialect] Ep. ὄχωκα is dub., v. συνόχωκα:—[voice] Med., [tense] impf.

    εἰχόμην Pi.P.4.244

    , etc.: [tense] fut.

    ἕξομαι Il.9.102

    , etc.; σχήσομαι ib. 235, Ar.Av. 1335, more freq. in compds. ( ἀνα-) A.Th. 252, ( παρα-) Lys.9.8, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. παρ-έσχημαι in med. sense, X.An.7.6.11, etc.: [tense] aor. 2

    ἐσχόμην Hom.

    , Hdt.6.85, rare in [dialect] Att. exc. in compds.; imper.

    σχέο Il.21.379

    ,

    σχέσθε 22.416

    , later σχοῦ in compds. ( ἀνά- ) E. lon947, etc.; inf.

    σχέσθαι Od.4.422

    , Hes.Fr.79:—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. ἐν-έξομαι in pass. sense, E.Or. 516, D.51.11, later

    σχεθήσομαι Gal.UP15.3

    , freq. in compds. (συ- ) Phld.Ir.p.83 W., (ἐν- ) Plu.2.98 of, ( ἐπι-) S.E.P.1.186: [tense] aor. 1

    ἐσχέθην Arr.An.5.7.4

    , 6.11.2, Aret.SA2.5, (κατ-, συν-) Plu.Sol. 21, Hp.Int. 45 vulg.: [tense] fut. [voice] Med. σχήσομαι in pass. sense, Il.9.235 (dub.), 655, 13.630: [tense] aor. 2 [voice] Med. in pass. sense,

    ἐσχόμην Il.17.696

    , al., Hdt. 1.31 (

    σχέτο Il.7.248

    , 21.345), part.

    σχόμενος Od.11.279

    , prob. in Isoc.19.11, ( κατα-) Pi.P.1.10, Pl.Phdr. 244e, Parth.33.2 (s.v.l.): [tense] pf.

    ἔσχημαι Paus.4.21.2

    ; also in compds., freq. written - ίσχημαι, -ήσχημαι in codd. of late authors. (I.-E. seĝh- (cf. Skt. sáhate 'overpower', Goth. sigis 'victory', Gr. ἔχ- dissim. fr. ἔχ-), reduced form sĝh-(σχ-), whence redupl. ἴσχω ( = si-sĝh-o) (q.v.): cf. ἕκ-τωρ, ἕξω, ἕξις; but hέχ- IG12.374.161, al., is a mere error (ἔχ- ib.12.116.4, 16).)
    A Trans., have, hold:
    I possess, of property, the most common usage, Od.2.336, 16.386, etc.; οἵ τι ἔχοντες the propertied class, Hdt.6.22; ὁ ἔχων a wealthy man, S.Aj. 157 (anap.);

    οἱ ἔχοντες E.Alc.57

    , Ar.Eq. 1295, Pl. 596; οἱ οὐκ ἔχοντες the poor, E.Supp. 240;

    κακὸν τὸ μὴ 'χειν Id.Ph. 405

    ; ἔχειν χρέα to have debts due to one, D. 36.41, cf. 37.12; to have received,

    θεῶν ἄπο κάλλος ἐ. h.Ven.77

    ;

    τι ἔκ τινος S.OC 1618

    ;

    παρά τινος Id.Aj. 663

    ;

    πρός τινος X.An.7.6.33

    , etc.;

    ὑπὸ.. θεοῖσι h.Ap. 191

    ; πλέον, ἔλασσον ἔ.. (v. h. vv.): in [tense] aor., acquire, get,

    ὄνομα E. Ion 997

    : also [tense] fut.

    σχήσω, δύναμιν Th.6.6

    ;

    λέχος E.Hel.30

    , cf. Pi.P.9.116:—[voice] Pass., to be possessed,

    ἔντεα.. μετὰ Τρώεσσιν ἔχονται Il.18.130

    , cf. 197.
    2 keep, have charge of,

    ἔχον πατρώϊα ἔργα Od. 2.22

    ;

    κῆπον 4.737

    ;

    Εἰλείθυιαι.. ὠδῖνας ἔχουσαι Il.11.271

    ;

    πύλαι.., ἃς ἔχον Ὧραι 5.749

    , 8.393;

    τὰς ἀγέλας X.Cyr.7.3.7

    ; διαιτητῶν ἐχόντων τὰς δίκας having control of, D.47.45; to be engaged in, φυλακὰς ἔχον kept watch, Il.9.1, 471;

    σκοπιὴν ἔχεν Od.8.302

    ;

    ἀλαοσκοπιὴν εἶχε Il. 10.515

    , 13.10; σκοπιὴν ἔ. τινός for a thing, Hdt.5.13;

    δυσμενῶν θήραν ἔχων S.Aj. 564

    , etc.; ἐν χερσὶν ἔ. τι (v. χείρ).
    b metaph., of a patient, οὐκ ἔχει ἑωυτόν is not himself, Hp.Int.49.
    3 c. acc. loci, inhabit,

    οὐρανόν Il.21.267

    ;

    Ὄλυμπον 5.890

    ; haunt, [

    Νύμφαι] ἔχουσ' ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα Od.6.123

    ;

    Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον A.Eu.24

    ; esp. of tutelary gods and heroes, Th.2.74, X.Cyr.8.3.24; of men,

    πόλιν καὶ γαῖαν Od.6.177

    , 195, etc.; Θήβας ἔσχον ( ἔσχεν codd.) ruled it, E.HF 4; ἔχεις γὰρ χῶρον occupiest it, S.OC37, cf. Od.23.46; in military sense, ἔ. τὸ δεξιόν (with or without κέρας) Th.3.107, X.An.2.1.15; of beasts,

    τὰ ὄρη ἔ. Id.Cyn.5.12

    .
    4 have to wife or as husband (usu. without γυναῖκα, ἄνδρα)

    , οὕνεκ' ἔχεις Ἑλένην καί σφιν γαμβρὸς Διός ἐσσι Od. 4.569

    , cf.7.313, Il.3.53, etc.;

    ἔσχε ἄλλην ἀδελφεήν Hdt.3.31

    , cf. Th.2.29;

    νυμφίον Call.Aet.3.1.27

    ; also of a lover, Th.6.54, AP5.185 (Posidipp.), etc.;

    ἔχω Λαΐδα, ἀλλ' οὐκ ἔχομαι Aristipp.

    ap. D.L.2.75, cf. Ath. 12.544d:—in [voice] Pass.,

    τοῦ περ θυγάτηρ ἔχεθ' Ἕκτορι Il.6.398

    .
    5 have in one's house, entertain, Od.17.515, 20.377, h.Ven. 231, 273.
    6 [tense] pres. part. with Verbs, almost, = with,

    ἤϊε ἔχων ταῦτα Hdt.3.128

    , cf. 2.115;

    ὃς ἂν ἥκῃ ἔχων στρατόν Id.7.8

    .δ', cf. X.Cyr.1.6.10.—Prose use.
    7 of Place, ἐπ' ἀριστερὰ ἔ. τι keep it on one's left, i.e. to keep to the right of it, Od.3.171;

    ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔ. 5.277

    ; ἐν δεξιᾷ, ἐν ἀριστερᾷ ἔ., Th.3.106; τοὺς οἰκέτας ὑστάτους ἔ. X.Cyr.4.2.2: but in [tense] aor., get,

    περιπλώοντες τὴν Λιβύην τὸν ἥλιον ἔσχον ἐς τὰ δεξιά Hdt.4.42

    .
    8 of Habits, States, or Conditions, bodily or mental,

    γῆρας λυγρὸν ἔ Od.24.250

    ;

    ἀνεκτὸν ἔχει κακόν 20.83

    ;

    ἕλκος Il.16.517

    ;

    λύσσαν 9.305

    ;

    μάχην ἔ. 14.57

    ;

    ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔ. Od.24.515

    ; ὕβριν ἔ. indulge in.., 1.368, etc.; [ Ἀφροδίτην] 22.445; [

    φρένας] ἔ. Il.13.394

    , etc.;

    βουλήν 2.344

    ;

    τλήμονα θυμόν 5.670

    ;

    τόνδε νόον καὶ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔχοντες 4.309

    , cf. Od.14.490 (for later senses of νοῦν ἔχειν, v. νοῦς)

    ; ἄλγεα Il.5.895

    , etc.;

    ἄχεα θυμῷ 3.412

    ;

    πένθος μετὰ φρεσίν 24.105

    ;

    πένθος φρεσίν Od.7.219

    ;

    πόνον.. καὶ ὀϊζύν Il.13.2

    , Od.8.529;

    οὐδὲν βίαιον Hdt.3.15

    ;

    πρήγματα ἔ. Id.7.147

    , cf. Pl.Tht. 174b, etc.: in periphrastic phrases, ποθὴν ἔ. τινός, = ποθεῖν, Il.6.362; ἐπιδευὲς ἔ. τινός, = ἐπιδεύεσθαι, 19.180; ἔ. τέλος, = τελεῖσθαι, 18.378; κότον ἔ. τινί, = κοτεῖσθαι, 13.517;

    ἐπιθυμίαν τινός E.Andr. 1281

    ;

    φροντίδα τινός Id.Med. 1301

    ; ἡσυχίην ἔ. keep quiet, Hdt.2.45, etc. ([tense] fut.

    ἡσυχίαν ἕξειν D.47.29

    , but οὐκ ἔσθ' ὅπως.. ἡ. σχήσει will not keep still for a moment, Id.1.14); αἰτίαν ἔ. to be accused, X.An.7.1.8;

    ὑπό τινος A.Eu.99

    (but μομφὴν ἔ., = μέμφεσθαι, E.Or. 1069, A.Pr. 445): in [tense] aor., of entering upon a state, ἔσχεν χόλον conceived anger, B. 5.104; ἔχειν τι κατά τινος have something against somebody, Ev.Matt.5.23, Ev.Marc.11.25, Apoc.2.4;

    ἔχω τι πρός τινα Act.Ap.24.19

    ;

    ἔχειν πρός τινα 2 Ep.Cor.5.12

    ;

    ἕξει πρὸς τὸν Θεόν JRS14.85

    ([place name] Laodicea): —these phrases are freq. inverted,

    οὓς ἔχε γῆρας Il.18.515

    ;

    οὐδὲ Ποσειδάωνα γέλως ἔχε Od.8.344

    ;

    ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν 9.295

    ;

    θάμβος δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il.4.79

    ;

    σ' αὔτως κλέος ἐσθλὸν ἔχει 17.143

    ;

    Διὸς αἴσῃ, ἥ μ' ἕξει παρὰ νηυσί 9.609

    (unless the antecedent is τιμῆς in 1.608);

    ὥς σφεας ἡσυχίη τῆς πολιορκίης ἔσχε Hdt.6.135

    ;

    ὄφρα με βίος ἔχῃ S.El. 225

    (lyr.): c. dupl. acc.,

    φόβος μ' ἔχει φρένας A.Supp. 379

    ; also of external objects,

    αἴθρη ἔχει κορυφήν Od.12.76

    ;

    μιν ἔχεν μένος ἠελίοιο 10.160

    ;

    σε οἶνος ἔχει φρένας 18.331

    ; ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, of a woman in travail, Il.11.269; λόγος ἔχει τινά c. inf., the story goes, that.., S.OC 1573 (lyr.); and so in later Gr., Plu.Dem.28, Ph. 1.331, Ael.VH3.14, NA5.42, Ath.13.592e;

    ὡς ἡ φάτις μιν ἔχει Hdt. 7.3

    , cf. 5,26, 9.78 (but also

    ἔχει φάτιν Διονυσοφάνης θάψαι Μαρδόνιον Id.9.84

    ; [

    Κλεισθένης] λόγον ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι Id.5.66

    ); ὡς ἂν λόγος ἔχῃ πρὸς ἀνθρώπους, ὅτι .. Plu.Alex.38:—[voice] Pass.,

    ἔχεσθαι κακότητι καὶ ἄλγεσι Od.8.182

    ;

    κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Il.22.409

    ;

    ὀργῇ Hdt.1.141

    ;

    νούσῳ Hp.Epid.5.6

    ;

    ἀγρυπνίῃσι Hdt.3.129

    ;

    ὑπὸ πυρετοῦ Hp.Aph.4.34

    ;

    ὑπὸ τοῦ ὕδρωπος Id.Prorrh.2.6

    ,

    ἐν ἀπόρῳ Th.1.25

    ;

    ἐν συμφοραῖς Pl.R. 395e

    .
    9 possess mentally, understand,

    ἵππων δμῆσιν Il.17.476

    ;

    τέχνην Hes.Th. 770

    ;

    πάντ' ἔχεις λόγον A. Ag. 582

    , cf. E.Alc.51;

    ἔχετε τὸ πρᾶγμα S.Ph. 789

    ; ἔχεις τι; do you understand? Ar.Nu. 733: imper. ἔχε attend! listen! Pl.Alc.1.109b; ἔ. οὖν ib. 129b: with imper.,

    ἔχ', ἀποκάθαιρε Ar. Pax 1193

    ;

    ἔ. νυν, ἄλειψον Id.Eq. 490

    ; ἔχεις τοῦτο ἰσχυρῶς; Pl.Tht. 154a; know of a thing,

    μαντικῆς ὁδόν S.OT 311

    ; τινὰ σωτηρίαν; E.Or. 778 (troch.).
    10 keep up, maintain, καναχὴν ἔχε made a rattling noise, Il.16.105, 794; βοὴν ἔχον, of flutes and lyres, 18.495.
    11 involve, admit of,

    τά γ' αἰσχρὰ κἀνθάδ' αἰσχύνην ἔχει E.Andr. 244

    , cf. Th.1.5;

    βάσανον Lys.12.31

    ;

    ταῦτ' ἀπιστίαν, ταῦτ' ὀργὴν ἔχει D.10.44

    ; ἀγανάκτησιν, κατάμεμψιν, Th.2.41;

    τὰ ἀόρατα νοσήματα δυσχερεστέραν ἔχει τὴν θεραπείαν Onos. 1.15

    .
    12 of Measure or Value,

    τὸ Δαμαρέτειον.. εἶχε Ἀττικὰς δραχμὰς δέκα D.S.11.26

    ;

    ἔχει τὸ Εὐβοϊκὸν τάλαντον Ἀλεξανδρείους δραχμὰς ἑπτακισχιλίας App.Sic.2.2

    ;

    χοῖρος ἔχων τὸ ὕψος δύο καὶ ἡμίσους πήχεων Ptol.Euerg.9

    .
    13 c. dupl.acc.,

    Ὀρφέα ἄνακτ' ἔχειν E.Hipp. 953

    ;

    Ζῆν' ἔχειν ἐπώμοτον S.Tr. 1188

    ;

    παιδιὰν ἔ. τὸν ἐκείνου θάνατον Seleuc.

    Alex. ap. Ath.4.155e.
    II hold:
    1 hold, ἔ. χερσίν, ἐν χερσίν, μετὰ χερσίν, etc., v. χείρ; μετὰ γαμφηλῇσιν ἔ. Il.13.200; πρόσθεν ἔ. ἀσπίδα ib. 157; ὑψοῦ, πασάων ὑπέρ, ὄπιθεν κάρη ἔ., 6.509, Od.6.107, Il. 23.136; ἔ. τινί τι to hold it for him, as his helper, 9.209, 13.600; uphold,

    οὐρανὸν.. κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσι Hes.Th. 517

    , 746; ἔχει δέ τε κίονας of Atlas, Od.1.53;

    ἐπ' ὤμων πατέρα S.Fr.

    373.
    2 hold fast, χειρὸς ἔχων Μενέλαον holding him by the hand, Il.4.154, cf. 16.763, 11.488 (v. infr. C.I); ἔ. τινὰ μέσον grip one by the middle, of wrestlers, Ar.Nu. 1047;

    ἔχομαι μέσος Id.Ach. 571

    , cf. Eq. 388, Ra. 469: metaph., ἔ. φρεσί keep in one's mind, Il.2.33;

    νῷ ἔ. τινά Pl.Euthphr.2b

    , cf. R. 490a.
    3 of arms and clothes, bear, wear,

    εἷμα δ' ἔχ' ἀμφ' ὤμοισι Il.18.538

    , cf. 595;

    παρδαλέην ὤμοισιν ἔ. 3.17

    ;

    σάκος ὤμῳ 14.376

    ;

    κυνέην κεφαλῇ Od.24.231

    ;

    τάδε εἵματ' ἔχω 17.24

    , cf. 573, etc.;

    στολὴν ἀμφὶ σῶμα E.Hel. 554

    , cf. X.Cyr.1.4.26, etc.; πολιὰς ἔχω I am grey-haired, Aeschin.1.49: abs., as a category, Arist.Cat. 2a3.
    4 of a woman, to be pregnant, Hdt.5.41, Hp.Epid.4.21, Arist.Pol. 1335b18; in full

    ἐν γαστρὶ ἔ. Hdt.3.32

    ; also

    πρὸς ἑωυτῇ ἔχειν Hp.Epid.1.26

    .ιγ.
    b παῖδα ἔσχεν she had, i.e. bore, a child, Nic.Dam.11 J.
    5 support, sustain, esp. an attack, c. acc. pers., Il.13.51, 20.27; cf. B.I.1, C. 111.
    6 hold fast, keep close, ὀχῆες εἶχον [πύλας] 12.456;

    θύρην ἔχε μοῦνος ἐπιβλής 24.453

    .
    7 enclose,

    φρένες ἧπαρ ἔχουσι Od.9.301

    ;

    σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔ. 11.219

    ;

    τοὺς δ' ἄκραντος ἔχει νύξ A.Ch.65

    (lyr.); of places, contain,

    θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος S.Ph. 1147

    (lyr.), cf. X.Cyn.5.4; [

    τεῖχος] νῆας ἐντὸς ἔχον Il.12.8

    ;

    ὅσσους Κρήτη ἐντὸς ἔχει h.Ap.30

    .
    8 hold or keep in a certain direction, ὀϊστὸν ἔχε aimed it, Il.23.871; more fully

    χεῖράς τε καὶ ἔγχεα.. ἀντίον ἀλλήλων 5.569

    ; of horses or ships, guide, drive, steer,

    πεδίονδ' ἔχον ὠκέας ἵππους 3.263

    , cf. 11.760;

    φόβονδε 8.139

    ;

    τῇ ῥα.. ἔχον ἵππους 5.752

    , etc.;

    παρὲξ ἔχε δίφρον Hes.Sc. 352

    ;

    ὅπῃ ἔσχες.. εὐεργέα νῆα Od.9.279

    ;

    παρὰ τὴν ἤπειρον ἔ. νέας Hdt.6.95

    , etc.: abs., τῇ ῥ' ἔχε that way he held his course, Il.16.378, cf. 23.422; Πύλονδ' ἔχον I held on to Pylos, Od.3.182, cf. S.El. 720: metaph.,

    ἐπὶ ῥητορείαν ἔσχε Hsch.Mil.

    (?)ap.Sch.Pl.R. 600c; also (esp. in [tense] fut. σχήσω, [tense] aor. 2 ἔσχον), put in, land,

    νέες ἔσχον ἐς τὴν Ἀργολίδα χώρην Hdt. 6.92

    ;

    σχεῖν πρὸς τὴν Σαλαμῖνα Id.8.40

    ; ἐς Φειάν, τῷ Δήλῳ, κατὰ τὸ Ποσειδώνιον, Th.2.25,3.29, 4.129;

    τάχ' οὖν τις ἄκων ἔσχε S.Ph. 305

    ; ποῖ σχήσειν δοκεῖς; Ar.Ra. 188; ἔχε.. ἀρὰν ἐπ' ἄλλοις point it against others, S.Ph. 1119 (lyr.); ὄμμ' ἔ. to turn or keep one's eye fixed, Id.Aj. 191 (lyr.);

    ἐπὶ ἔργῳ θυμὸν ἔ. Hes.Op. 445

    ;

    ἄλλοσ' ὄμμα θητέρᾳ δὲ νοῦν ἔ. S.Tr. 272

    ;

    τὸν δὲ νοῦν ἐκεῖσ' ἔχει E.Ph. 360

    ; δεῦρο νοῦν ἔχε attend to this, Id.Or. 1181; πρός τινα or πρός τι τὸν νοῦν ἔ., Th.3.22, 7.19; so

    πρός τινα τὴν γνώμην ἔ. Id.3.25

    .
    9 hold in, stay, keep back,

    ἵππους Il.4.302

    , 16.712; check, stop, [ τινα] 23.720, etc. ( σχήσω is usu. [tense] fut. in this sense,

    τὸ πεπρωμένον οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος Pi.Fr. 232

    , cf. Il.11.820, Ar.Lys. 284, D.19.272, but

    ἕξω Il.13.51

    ); χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος holding his hands, 18.33; but οὐ σχήσει χεῖρας will not stay his hands, Od.22.70; ἔ. [δάκρυον] 16.191; ἔ. ὀδύνας allay, assuage them, Il.11.848;

    ἔσχε κῦμα Od.5.451

    ;

    σιγῇ μῦθον 19.502

    (so

    εἶχε σιγῇ καὶ ἔφραζε οὐδενί Hdt.9.93

    );

    ἐν φρεσὶ μῦθον Od.15.445

    ; στόμα σῖγα, ἐν ἡσυχίᾳ, E.Hipp. 660, Fr.773.61 (lyr.);

    πόδα Id.IT 1159

    ; πόδα ἔξω or ἐκτός τινος ἔχειν, v. πούς:—[voice] Pass.,

    οὖρα σχεθέντα Aret.SA 2.5

    .
    10 keep away from, c. gen.rei, τινὰ ἀγοράων, νεῶν, Il.2.275, 13.687;

    γόων S.El. 375

    ;

    φόνου E.HF 1005

    : c.inf.,

    ἦ τινα.. σχήσω ἀμυνέμεναι Il.17.182

    ; stop, hinder from doing,

    τοῦ μὴ καταδῦναι X. An.3.5.11

    , cf. HG4.8.5;

    ἔσχον μὴ κτανεῖν E.Andr. 686

    , cf. Hdt.1.158, etc.;

    μὴ οὐ τάδ' ἐξειπεῖν E.Hipp. 658

    ; ὥστε μή .. X.An.3.5.11;

    τὸ μὴ ἀδικεῖν A.Eu. 691

    , cf. Hdt.5.101: also c. part.,

    ἔ. τινὰ βουθυτοῦντα S.OC 888

    (troch.);

    μαργῶντα E.Ph. 1156

    .
    11 keep back, withhold a thing,

    ὅς οἱ χρήματα εἶχε βίῃ Od.15.231

    , cf. D.30.14;

    Ἕκτορ' ἔχει.. οὐδ' ἀπέλυσεν Il.24.115

    , cf. 136; αὐτὸς ἔχε pray keep it, a civil form of declining, E.Cyc. 270.
    12 hold in guard, keep safe, Il.24.730; of armour, protect, 22.322.
    13 with predicate, keep in a condition or place,

    εἶχον ἀτρέμας σφέας αὐτούς Hdt.9.54

    , cf. 53, Ar.Th. 230;

    ἔ. ἑωυτοὺς κατ' οἴκους Hdt.3.79

    ;

    σαυτὸν ἐκποδών A.Pr. 346

    , cf. X.Cyr.6.1.37;

    σῖγα νάπη φύλλ' εἶχε E.Ba. 1085

    ;

    τοὺς στρατιώτας πολὺν χρόνον πειθομένους ἔ. X.Cyr.7.2.11

    .
    14 hold, consider,

    τινὰ θέᾳ ἰκέλαν Sapph. Supp.25.3

    (dub.), cf. E.Supp. 164;

    τινὰ ὡς προφήτην Ev.Matt.14.5

    ;

    τινὰ ὅτι προφήτης ἦν Ev.Marc.11.32

    ;

    ἔχε με παρῃτημένον Ev.Luc.14.18

    , cf.POxy.292.6 (i A.D.).
    III c.inf., have means or power to do, to be able, c. [tense] aor. inf., Il.7.217, 16.110, etc.: c. [tense] pres. inf., Od.18.364, etc.;

    πόλλ' ἂν λέγειν ἔχοιμι S.Ph. 1047

    : sts. with inf. omitted or supplied from context, ἀλλ' οὔ πως ἔτι εἶχε he could not, Il.17.354; οἷά κ' ἔχωμεν so far as we be able, Od.15.281;

    ἐξ οἵων ἔχω S.El. 1379

    ;

    ὅσον εἶχες E.IA 1452

    ;

    ὡς ἔχω Id.Hec. 614

    .
    b have to face, be obliged,

    παθεῖν Porph. Chr.63

    ;

    εἰ ἕξω βλαβῆναι Astramps.Orac.p.5

    H.;

    βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι Ev.Luc.12.50

    .
    2 after Hom., οὐκ ἔχω, folld. by a dependent clause, I know not..,

    οὐκ εἶχον τίς ἂν γενοίμαν A.Pr. 905

    , cf. Isoc.12.130;

    οὐδ' ἔχω πῶς με χρὴ.. ἀφανίσαι S.OC 1710

    ;

    οὐκ ἔχων ὅ τι χρὴ λέγειν X.Cyr.1.4.24

    ;

    οὐκ ἔχω ποῖ πέσω S.Tr. 705

    ;

    ὅπως μολούμεθ' οὐκ ἔχω Id.OC 1743

    ; the two constructions combined,

    οὐ γὰρ εἴχομεν οὔτ' ἀντιφωνεῖν οὔθ' ὅπως.. πράξαιμεν Id.Ant. 270

    .
    IV impers. c. acc., there is.. (as in Mod. Gr.),

    ἔχει δὲ φυλακτήριον πρὸς τὸ μή σε καταπεσεῖν PMag.Par.1.2505

    , cf. 1262, 1840.
    B intrans., hold oneself, i.e. keep, so and so, ἔχον [οὕτως], ὥς τε τάλαντα γυνή (sc. ἔχει) kept balanced, like the scales which.., Il.12.433; ἕξω δ' ὡς ὅτε τις στερεὴ λίθος I will keep unmoved, as a stone.., Od.19.494, cf. Il.13.679, 24.27;

    νωλεμέως ἐχέμεν 5.492

    ; ἔγχος ἔχ' ἀτρέμας it kept still, 13.557; σχὲς οὗπερ εἶ keep where thou art, S.OC 1169;

    ἕξειν κατὰ χώραν Ar.Ra. 793

    , cf. Hdt.6.42, X.Oec.10.10; διὰ φυλακῆς ἔχοντες to keep on their guard, Th.2.81; ἔχε ἠρέμα keep still, Pl.Cra. 399e, etc.; ἔχε δή stay now, Id.Prt. 349e, Grg. 460a, etc.;

    ἔχ' αὐτοῦ D.45.26

    .
    6
    3 c. gen., keep from,

    πολέμου Th.1.112

    (cf. c. IV).
    4 with Preps., to be engaged or busy,

    ἀμφί τι A.Th. 102

    (lyr.), X.An.5.2.26, etc.;

    περί τινας Id.HG7.4.28

    .
    II simply, be,

    ἑκὰς εἶχον Od.12.435

    ;

    ἔ. κατ' οἴκους Hdt.6.39

    ;

    περὶ πολλῶν ἔ. πρηγμάτων Id.3.128

    ; ἀγῶνα διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχοντα consisting in.., Id.2.91;

    ἔ. ἐν ἀνάγκαισι E.Ba. 88

    (lyr.);

    ὅπου συμφορᾶς ἔχεις Id.El. 238

    ;

    ἐκποδὼν ἔχειν Id.IT 1226

    , etc.
    2 freq. with Advbs. of manner,

    εὖ ἔχει Od.24.245

    , etc.; καλῶς ἔχει, κακῶς ἔχει, it is, is going on well or ill, v. καλός, κακός (but [tense] fut. σχήσειν καλῶς will turn out well, D.1.9, cf. 18.45;

    εὖ σχήσει S.Aj. 684

    ); οὕτως.. σχεῖν to turn out, happen thus, Pl.Ap. 39b; οὕτως ἔχει so the case stands, Ar.Pl. 110; οὕτως ἐχόντων, Lat. cum res ita se habeant, X.An.3.2.10;

    ὡς ὧδ' ἐχόντων S.Aj. 981

    ;

    οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν Id.Ant. 639

    ;

    οὕτως ἔ. περί τινος X.Mem.4.8.7

    , cf. Hdt.6.16;

    πρός τι D. 9.45

    ;

    τῇδ' ἔ. S.Ph. 1336

    ;

    κοσμίως ἔ. Ar.Th. 854

    ;

    ἥδιον ἔ. πρός τινας D.9.63

    ; ὡς εἶχε just as he was, Hdt.1.114;

    ὥσπερ εἶχε Th.1.134

    , X. HG4.1.30; ὡς ἔχω how I am, Ar.Lys. 610;

    ὥσπερ ἔχομεν Th.3.30

    ;

    τἀναντία εἶχεν D.9.41

    ; ἀσφαλέως, ἀναγκαίως ἔχει, = ἀσφαλές, ἀναγκαῖόν ἐστι, Hdt.1.86,9.27; καλῶς ἔχει no, I thank you, v. καλός.
    b c. gen. modi, εὖ ἔ. τινός to be well off for a thing, abound in it; καλῶς ἔ. μέθης to be well off for drink, i.e. to be pretty well drunk, Hdt. 5.20; σπόρου ἀνακῶς ἐ. to be busy with sowing, Id.8.109; εὖ ἐ. φρενῶν, σώματος, E.Hipp. 462, Pl.R. 404d;

    εὖ ὥρας ἔχον χωρίον Poll.5.108

    ; cf. ἥκω; so ὡς ποδῶν εἶχον as fast as they could go, Hdt.6.116, 9.59;

    ὡς τάχεος εἶχε ἕκαστος Id.8.107

    ;

    ὡς.. τις εὐνοίας ἢ μνήμης ἔχοι Th.1.22

    ;

    ὡς ὀργῆς ἔχω S.OT 345

    , cf. E.Hel. 313, 857, etc.; πῶς ἔχεις δόξης; Pl.R. 456d;

    οὕτω τρόπου ἔχεις X.Cyr.7.5.56

    ;

    μετρίως ἔ. βίου Hdt.1.32

    ;

    ὑγιεινῶς ἔ. αὐτὸς αὑτοῦ καὶ σωφρόνως Pl.R. 571d

    ;

    οὐκ εὖ σεαυτοῦ τυγχάνεις ἔχων Philem.4.11

    : also c. acc.,

    εὖ ἔ. τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν Pl.Grg. 464a

    , cf. X.Oec.21.7: c. dat.,

    οὕτως ἐχόντων τούτων τῇ φύσει D.18.315

    ;

    πῶς ἔχετε ταῖς διανοίαις Lycurg.75

    ;

    τῇ λέξει κακῶς ἔ. Isoc.9.10

    .
    III of direction, hold or turn towards, v. supr. A.11.8.
    3 lead towards,

    ὁδοὶ ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἔ. Hdt.1.180

    , cf. 191, 2.17; ἔ. εἴς τι to be directed, point towards,

    ἔχθρης ἐχούσης ἐς Ἀθηναίους Id.5.81

    ; τὸ ἐς τοὺς Ἀργείους ἔχον what concerns them, Id.6.19; ταῦτα ἐς τὴν ἀπόστασιν ἔχοντα ib.2, etc.; of Place, extend, reach to,

    ἐπ' ὅσον ἔποψις τοῦ ἱροῦ εἶχε Id.1.64

    .
    4 ἐπί τινι ἔ. have hostile feelings to wards.., Id.6.49, S.Ant. 987 (lyr.).
    IV after Hom., ἔχω as auxiliary, c. [tense] aor. part. giving a perfect sense,

    κρύψαντες ἔχουσι Hes.Op.42

    ;

    ἀποκληΐσας ἔχεις Hdt.1.37

    ;

    ἐγκλῄσασ' ἔχει Ar.Ec. 355

    , cf. Th. 706; freq. in S.,

    θαυμάσας ἔχω OC 1140

    , cf. Ant.22, al.: also in late Prose,

    ἀναλώσας ἔχεις Aristid. Or.18(20).1

    ;

    ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει E.Med.33

    : less freq. c. [tense] pf. part., S.OT 701, Ph. 600, X.An.1.3.14,4.7.1: rarely c. [tense] pres. part.,

    πατρίδα καταστένουσ' ἔχεις E.Tr. 318

    (lyr.), cf. X.Cyn.10.11.
    2 part. ἔχων, with [tense] pres., adds a notion of duration to that of present action, τί κυπτάζεις ἔ.; why do you keep poking about there? Ar.Nu. 509; τί δῆτα διατρίβεις ἔ.; why then keep wasting time? Id.Ec. 1151; τί γὰρ ἕστηκ' ἔ.; ib. 853, cf. Th. 473, 852: without interrog., φλυαρεῖς ἔ., ἔ. φλυαρεῖς, you keep chattering, Pl.Grg. 490e, Euthd. 295c;

    κακοῦν ἔχοντ' αὐτὸν ἀποκτιννύναι D.23.35

    (and so possibly

    ἐνεργεῖ ἔ. Arist.Metaph. 1072b23

    );

    παίσδεις ἔ. Theoc.14.8

    : so in later Prose,

    παίζεις ἔ. Luc. Icar.24

    ; but ῥιπτεῖς ἔ.; do you throw away the prize when it is in your grasp? Aristid.1.443 J.
    C [voice] Med., hold oneself fast, cling closely,

    τῷ προσφὺς ἐχόμην Od. 12.433

    , cf. Il.1.513, etc.;

    πρὸς ἀλλήλῃσιν Od.5.329

    : mostly c. gen., hold on by, cling to, [ πέτρης] ib. 429;

    χερσὶν ἀώτου 9.435

    ;

    βρετέων A. Th.98

    (lyr.);

    ἑξόμεσθάσου Ar.Pl. 101

    ; τῆς πληγῆς ἔχ εται claps his hand on the place struck, D.4.40.
    2 metaph., cleave, cling to,

    ἔργου Hdt. 8.11

    , X.HG7.2.19;

    γεωργίας BGU7.6

    (iii A.D.);

    τῶν πραγμάτων Jul. Or.1.19a

    ; βιοτᾶς, ἐλπίδος, E. Ion 491, Fr. 409;

    τῆς αὐτῆς γνώμης Th.1.140

    ; lay hold on, take advantage of,

    τῶν ἀγαθῶν ἔχεο Thgn.32

    ;

    προφάσιος ἔχεσθαι Hdt.6.94

    ; fasten upon, attack, D.18.79; lay claim to,

    ἀμφοτέρων τῶν ἐπωνυμιέων Hdt.2.17

    ; to be zealous for, [ μάχης] S.OC 424;

    ἀληθείας Pl.Lg. 709c

    ;

    κοινῇ τῆς σωτηρίας X.An.6.3.17

    , etc.
    3 come next to, follow closely, ib.1.8.4;

    ἕπεσθαι ἐχομένους ὅτι μάλιστα τῶν ἁρμάτων Id.Cyr.7.1.9

    ; of peoples or places, to be close, border on, c. gen., Hdt.4.169, Th.2.96, etc.; freq. in part., τὴν ἐχομένην [τῶν νεωρίων] στοάν Aen. Tact.11.3; οἱ ἐ. the neighbouring people, Hdt.1.134; ὁ ἐχόμενος the next man, Aen.Tact.22.27; of Time, τὸ ἐχόμενον ἔτος the next year, Th.6.3;

    ὁ ἐ. διαλογισμός PRev.Laws 16.15

    (iii B.C.); τὰ ἐχόμενα τούτοις what follows, Pl.Grg. 494e (without

    τούτοις Isoc.6.29

    ).
    4 depend,

    ἔκ τινος Od.6.197

    , 11.346: c. gen.,

    σέο δ' ἕξεται Il.9.102

    .
    5 pertain to,

    ὅσα ἔχεται τῶν αἰσθήσεων Pl.Lg. 661b

    ;

    ἃ διδασκάλων εἴχετο Id.Prt. 319e

    ;

    ὅσα τέχνης ἔχεται Id.Men. 94b

    , etc.: esp. in Hdt. in periphrases, τὰ τῶν ὀνειράτων, καρπῶν ἐχόμενα, 1.120, 193;

    ὀρνίθων ἢ ἰχθύων 2.77

    ; σιτίων, ἐσθῆτος, 3.25,66.
    III maintain oneself, hold one's ground, 12.126;

    ἔχεο κρατερῶς 16.501

    .
    2 c. acc., keep off from oneself, repel, 17.639 (unless σχήσεσθαι is [voice] Pass., cf. 9.235).
    IV keep oneself back, abstain or refrain from, ἀϋτῆς, μάχης, 2.98, 3.84;

    βίης Od.4.422

    ;

    ἐχώμεθα δηϊοτῆτος ἐκ βελέων Il.14.129

    ;

    τῆς ἀγωγῆς Hdt.6.85

    ;

    τῆς τιμωρίης Id.7.169

    ;

    τῶν ἀθίκτων S.OT 891

    (lyr., s.v.l.): c.inf., A.R.1.328;

    οὐκ ἂν ἐσχόμην τὸ μὴ ἀποκλῇσαι S.OT 1387

    ; κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι to keep one's hands from ill, Od.22.316;

    Μενέλεω σχέσθαι χέρα E.Rh. 174

    : abs., σχέο, σχέσθε, hold! cease! Il.21.379, 22.416.
    ------------------------------------
    ἔχω (B),
    A bear, carry, bring, imper.

    ϝεχέτω Schwyzer 686.24

    (Pamphyl., iv B. C.): [ per.] 3sg. [tense] aor. 1

    ἔϝεξε

    brought as an offering,

    Inscr.Cypr. 66

    H. (Cf. Skt. váhati, Lat. veho, Γαιάϝοχος.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔχω

  • 4

    ὁ, ὅ, ὅς, The uses are relative, demonstrative, articular: where is not followed by a particle, it is often impossible to decide whether the u<*>e is relative or demonstrative, cf. Des Places 35ff. A relative, cf. ὅς τε. (ὅ, ὅς, τοῦ, οὗ, τῷ, ᾧ, τόν, ὅν, τοί, οἵ, τῶν, ὧν, τοῖςι), οἷς, οἶσιν), τούς; ἅ, ἇς, τᾶς, ᾆ, τᾷ, ἅν, τάν, αἵ, ταί, τᾶν, αἷςι), ταῖσι; τοῦ, οὕνεκεν, ᾧ, τῷ, τό, τά, τῶν, ὧν, οἷσιν, τά.)
    1 c. ind.
    a preceded by an antecedent.

    Ἱέρωνος θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον O. 1.12

    Πέλοπος τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος O. 1.25

    ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον, τὸν αἰεὶ μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν εὐφροσύνας ἀλᾶται (Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann, v. d. Mühll) O. 1.57—8. νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον θέν νιν ( οἷς νιν coni. Bergk) O. 1.63 [ ἃ τέκε (codd.: ἔτεκε Boehmer: τέκε τε byz.) O. 1.89]

    πατέρων · καμόντες οἳ πολλὰ θυμῷ ἱερὸν ἔσχον οἴκημα O. 2.8

    κούραις, ἔπαθον αἳ μεγάλα O. 2.23

    ὕδωρ δ' ἄλλα (sc. ἄνθεμα)

    φέρβει, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74

    Ῥαδαμάνθυος ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    Ἀχιλλέα ὃς Ἕκτορα σφᾶλε O. 2.81

    κόσμον ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν O. 3.13

    Πίσα τᾶς ἄπο θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9

    ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίας ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29

    δένδρεα · τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἀλλὰ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ψαύμιος ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11

    Ψαύμιος · ὃς τὰν σὰν πόλιν αὔξων ἐγέραρεν O. 5.4

    ὀχετούς, Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατὸν O. 5.12

    αἶνος ὃν ἐν δίκᾳ φθέγξατ O. 6.12

    Πιτάναν ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται O. 6.29

    ἥρωι ὃς ἀνδρῶν Ἀρκάδων ἄνασσε O. 6.34

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει O. 6.79

    ἀκόνας, ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει (but more prob. articular: cf. C. 2. d infra) O. 6.83 Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν, τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι (bis) O. 6.85

    Ὀρτυγίας, τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων ἀμφέπει Δάματρα O. 6.93

    [ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ ἀγαθαί (v. l. κατέχωντ) O. 7.10]

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν O. 7.73

    Ζηνὶ ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν O. 8.16

    Αἰακοῦ· τὸν καλέσαντο σύνεργον O. 8.31

    Ἀλκιμέδων ὃς ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον O. 8.67

    Βλεψιάδαις ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται O. 8.76

    κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83

    ἀκρωτήριον Ἄλιδος τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.10

    υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν O. 9.15

    ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει O. 9.34

    Μενοίτιον· τοῦ παῖς ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ O. 9.70

    ἀγῶνα ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος ἐκτίσσατο O. 10.24

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    Ἀρχεστράτου τὸν εἶδον κρατέοντα O. 10.100

    ὥρᾳ τε κεκραμένον, ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε σὺν Κυπρογένει O. 10.104

    ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29

    πατρὸς ὃς ἔπαθεν O. 13.63

    φόρμιγξ τᾶς ἀκούει μὲν βάσις P. 1.2

    Τυφὼς · τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16

    Αἴτνα · τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.21

    Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, γαίας μέτωπον, τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν (bis) P. 1.30

    Ποίαντος υἱὸν ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54

    Αἴτνας βασιλεῖ·· τῷ πόλιν Ἱέρων ἔκτισσε P. 1.61

    Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς P. 1.66

    Συρακοσίων ἀρχῷ ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    μαχᾶν, ταῖσι Μήδειοι κάμον P. 1.78

    τετραορίας εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ

    κρατέων ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν P. 2.5

    ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80

    Ἀρτέμιδος, ἇς οὐκ ἄτερ ἐδάμασσε πώλους (Hermann: τᾶς codd.) P. 2.7

    Κινύραν τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16

    Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27

    γόνον τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (bis) P. 2.44

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    θεός, ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    ξένον, ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς P. 3.70

    στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74

    Ματρί, τᾶν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78

    ( Πηλεύς τε καὶ Κάδμος)

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    [ὅς (codd. contra metr.: σάος Schr.) P. 3.106]

    τὸ Μηδείας ἔπος Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10

    κεῖνος ὄρνις τόν ποτε δέξατP. 4.20Εὔφαμος, τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτεP. 4.46

    μελίσσας Δελφίδος ἅ σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα ἄμφανεν P. 4.61

    τοκέων, τοί μ' κρύβδα πέμπονP. 4.111 ἀγρούς τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαιP. 4.149θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνεP. 4.152 δέρμα τε κριοῦ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθηP. 4.161

    βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225

    δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει, τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (bis) P. 4.245

    Κάστορος· εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.10

    Κάρρωτον ὃς Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους P. 5.27

    ἀνδριάντι Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο P. 5.41

    Ἀπόλλων ὃ καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' νέμει P. 5.63

    μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήιον. τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους (ᾧ, τῷ χρησμῷ Σ.) P. 5.69

    πόλιν. ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες P. 5.82

    ἄνδρες τοὺς

    Ἀριστοτέλης ἄγαγε P. 5.87

    Ἀρκεσίλᾳ· τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.103

    ὕμνων θησαυρὸς. τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.10

    Ἀντίλοχος ὃς ὑπερέφθιτο πατρός P. 6.30

    Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων P. 6.50

    ἀστῶν οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν P. 7.10

    τὺ (= Ἡσυχία) —

    τὰν οὐδὲ Πορφυρίων μάθεν παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.12

    Ἀπόλλωνος· ὃς εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο υἱὸν P. 8.18

    σωμάτεσσι τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.83

    Κυράνας, τὰν Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5

    Ὑψέος ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14

    ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15

    σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν P. 9.42

    ὦ ἄνα, κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθαP. 9.44 παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς οἴσειP. 9.59

    Κυράναν, ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73

    Ἰόλαον. τόν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν P. 9.80

    κῶφος ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα, τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν (ter) P. 9.87—9.

    κούραν, τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον P. 9.107

    Ὑπερβορέων. παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.34

    θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας P. 11.5

    ἀγῶνι ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν P. 11.13

    Ὀρέστα· τὸν δὴ ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.17

    Πυθονίκῳ ἢ Θρασυδᾴῳ, τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6

    θρῆνον. τὸν ἄιε λειβόμενον P. 12.9

    υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17

    δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων P. 12.26

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὖτος, ὃ καὶ τὸ μὲν δώσει P. 12.31

    νάσω, τὰν Ζεὺς ἔδωκεν

    Φερσεφόνᾳ N. 1.13

    ἀοιδὰν. τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9

    Μυρμιδόνες ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.14

    κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22

    Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἶλε N. 3.34

    Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον N. 3.55

    σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὄπι νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65

    Ἀριστοκλείδᾳ ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68

    αἰετὸς ὃς ἔλαβεν αἶψα N. 3.81

    Ἡρακλέος. σὺν ᾧ ποτε Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25

    ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.) N. 4.67 ( κεῖνος) τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Σ assume Kallikles to be antecedent, others refer to ἀγῶνι or Ὀρσοτριαίνα, cf. N. 2.24) N. 4.89

    ἄρουραν· τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9

    Ποσειδάωνα ὃς Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37

    μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων N. 5.44

    παῖς ἐναγώνιος, ὃς ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος N. 6.13

    Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο N. 3.21

    ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59

    Αἴας, ὃν πόρευσαν N. 7.27

    [ βοαθοῶν τοι. v.

    τοι N. 7.33

    ]

    πόλιν. τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.35

    γλῶσσαν, ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.72

    τίν Γίγαντας ὃς ἐδάμασας N. 7.90

    [ γέρας τό περ νῦν. v. , C. N. 7.101]

    ἡρώων ἄωτοι οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11

    πάρφασις ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    ῥεέθροις, ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς· ὅς τότε ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.9

    —11.

    αἰδὼς ἃ φέρει δόξαν N. 9.34

    φιάλαι-

    σι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52

    Ἡρακλέος οὗ κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα ἔστι N. 10.17

    ἑταίρους οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον N. 11.5

    Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες (bis) I. 1.12—3.

    ἄρουραν, ἅ νιν ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.36

    φῶτες, οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον ( οἳ Σ: ὅσοι codd.) I. 2.1 τὠργείου χρήματα χρήματ' ἀνήρ ὃς φᾶ (others view ὅς as dem.) I. 2.11

    νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν I. 2.14

    χεῖρα τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ I. 2.22

    γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

    ἀρετὰς. αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ διέρχονται I. 4.4

    Ἄἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν μομφὰν ἔχει I. 4.35

    Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

    υἱὸς Ἀλκμήνας· ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55

    θανόντων· τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς· τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ παννυχίζει I. 4.64

    —5.

    Αἰακοῦ παίδων τε. τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35

    πατρός. τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε I. 6.27

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν ΝεμέᾳI. 6.48ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖςI. 6.52

    ὕδωρ, τὸ ἀνέτειλαν I. 6.74

    θάλος, χάλος, χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν I. 7.25

    Ζηνί ὃ τὰν μὲν ᾤκισσεν ἁγεμόνα I. 8.19

    Αἰακὸν. ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    Ἀχιλέος. ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε I. 8.49

    θεόν, ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερί I. 8.34

    ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε I. 8.52

    ἀριστέας οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς πρόφαινεν I. 8.55

    μιν ὃς ἔλαχεν σελίνων I. 8.63

    ( Ζεύς), ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. Εὐξαντίου [Κρητ]ῶν μαιομένων

    ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    Διὸς Ἐννοσίδαν τε. χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42

    ]ὃν ἔμβα[λ Pae. 6.78

    Νεοπτόλεμον. ὃς διέπερσεν Ἰλίου πόλιν Pae. 6.104

    χρηστήριον[ ]ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκ[εν Pae. 9.41

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (cod. unus Stobaei in marg., cett.: om. Clem. Alex.: ᾆ τ Boeckh) fr. 61. 1. θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν ( ὃν ὃν v. l.: τε om. codd. nonnulli: docti unum vel alterum τὸν del.) fr. 75. 10. Ἀλαλά, ᾆ θύεται ἄνδρες fr. 78. 2. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι Παρθ. 2. 3. νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θυγάτηρ, Ἀνδαισιστρότᾰ ἃν ἐπάσκησε Παρθ. 2.. Ὑμέναιον, ὃν λάβεν (ὃν supp. Hermann: om. cod.) Θρ. 3.. ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ αὔξοντ fr. 133. 3. ἑορτὰ ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα κυβερνᾷ fr. 214. 3.
    b where the antecedent follows the rel. cl. [ ταί τε ναίετε (Bergk: αἵ τε codd.) O. 14.2]

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος, Τυφώς P. 1.15

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ N. 3.41

    οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 1. ὁ χοροιτύπος, ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156.
    c with interior antecedent. “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦτάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν ( ἀρχὰν ἀγκομίζων Chaeris) P. 4.107

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φέρτατων μναμήἰ P. 5.46

    d
    I ἐξ οὗ, from then on

    ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71

    ἐξ οὗ Θέτιος γόνος οὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.76

    I being demonstrative in same case as rel. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον ( τοιούτων ὧν) O. 13.31 ὧν ἔραται, καιρὸν διδούς ( τούτων ὧν) P. 1.57 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός ( τούτων ὧν) P. 10.61 πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν, ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται ( τούτοις οἷς) N. 1.28 σύνες ὅ τοι λέγω ( τοῦτο ὅ) fr. 105. 1. ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται ( ἐκεῖνος ὅστις) fr. 105b. 2. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε fr. 124. 8.
    II being assimilated to the case of the rel. τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων (τούτοις, ὧν) N. 7.32 Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα ( ταῦτα ὧν) N. 10.29 ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει ( ἐκείνῳ ὃν) I. 1.48
    f where antecedent does not correspond to rel. in gender or number. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσι φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν (Er. Schmid: τὰν codd.) P. 6.21
    2 c. subj.
    a preceded by definite antecedent.
    I μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (v. l. ποτιστάξει, -άζει) O. 6.75 ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί ( κατέχοντ v. l.) O. 7.10

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    II add. κε/

    ἄν. ἀμφοτέροισι δ' ἀνήρ, ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100

    γένος, οἵ κεν τάνδε νᾶσον ἐλθόντες τέκωνται φῶταP. 4.51

    ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23

    , cf. P. 5.65 infra.
    I being demonstrative in same case as rel.

    δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65

    ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθείς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.50

    II where the rel. is assimilated to the case of the antecedent. ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται ( τούτων ἅ) N. 3.71 τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι ( ταῦτα ὧν: ἄν τις τύχῃ codd., corr. Mingarelli) N. 4.91
    c where the antecedent does not correspond with the rel. in gender or number, v. P. 4.51 supra
    a
    II
    3 c. opt.
    a with definite antecedent. ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι (v. Goodwin, M & T, § 700) O. 6.49
    b add. κε/ἄν, v. P. 9.119 infra c.
    c antecedent omitted, being demonstrative assimilated to the case of the rel. θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (byz.: οἷς codd.) O. 1.82 εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (The oratio recta would be ὃς ἂν ψαύσῃ,” Gildersleeve) P. 9.119
    4 f. s. dat. pro adv., =

    ὡς. ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾇ τάχος O. 6.23

    ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατο μιν (Kayser: δ' ἇ, δαί, δέ codd.) O. 13.79
    5 exx. where rel. conj. is postponed within rel cl. as second word, O. 1.12, O. 1.82, O. 2.8, O. 2.23, O. 2.74, O. 6.85, O. 8.76, P. 4.10, P. 4.246, P. 5.10, P. 5.41, P. 5.82, P. 6.50, P. 9.44, I. 1.13, I. 7.25, fr. 12, Πα.., Παρθ. 2. 71: as third word, O. 5.12, O. 9.34, P. 2.5, N. 3.22,

    Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    as fourth word, or more,

    ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον

    ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.28

    τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4.
    6 in crasis, v. οὕνεκεν.
    7 fragg. ]

    νοιον ἃ σοὶ σε[ Πα.. 1 ]οῦν οἳ Ζην[ Pae. 6.154

    ]υἱὸν ἔτι τέξει· τὸν απ[ Pae. 10.21

    ἐγχώριαι, [ἀγ]λαὸς ἃς ἐν' ἑρκε[ (ἆς = ἕως Wil.)

    Πα. 12. 2. τόν ποτε[ Pae. 22.9

    ]τοὶ πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ (καί]τοι Schr.) fr. 140a. 49 (23) ]αδις, οὕς οἱ[ (οἱ encl. post vocalem P. ponere solet, nott. Snell) fr. 169, 51. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον fr. 183. B demonstrative (ὁ, τοῦ, [τοῖο coni.], τῷ, τόν, τοί, οἱ, τῶν, τοῖς, τοῖσιν), τούς; ἁ, τᾶς coni., τᾷ, τάν, ταί, αἱ, ταῖς, τάς; τό, τοῦ, τό, τά, τῶν, τά: ὅς, I. 2.11, v. A. 1. a. supra.)
    a

    μέν... δέ. ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —9. [ τὸ μὲν τὸ δὲ, v. infra 5a, O. 7.23]

    ἐδόκησαν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ' ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    —9. [ τὰ μὲν τὰ δὲ. v. infra 5b, P. 2.65]

    Ἀσκλαπιόν. τὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσαι, κατέβα. ἁ δ' ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.8

    —12.

    τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.47

    —53.

    τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας P. 3.51

    —2.

    ἐν δ' αὖτε χρόνῳ τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος αἱ τρεῖς τοῦ δὲ παῖς P. 3.97

    —100. [διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον (v. C. 1. a infra) P. 4.179] [ τὸ μὲν τὸ δ. v. 5. a infra P. 11.63—4.]

    τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' οὔπω P. 12.32

    δράκοντας. τοὶ μὲν ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν. ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα N. 1.41

    —3. φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιο-

    τὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.55

    —6.

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμός N. 11.29

    —30. ]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ], ὦ Μοῖσαι· τοῦ δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; ( τοῦ coni. Hunt: τον Π.) Πα... ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δὲ Ὑμέναιον. ἁ δ' Ἰάλεμον Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. 7. 6.
    b with μέν only
    I in μέν... δέ construction.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων, ὕδωρ δ ἄλλα φέρβει O. 2.73

    τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει, ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.8

    τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγώ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισι ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ. ἀνὰ δ P. 4.93

    [ τὸ μὲν ὅτι μάκαρ δὲ καὶ νῦν ὅτι v. 5. a. infra. P. 5.15]

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.44

    [ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός v. 5. a infra N. 6.3]

    τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται ὅσσα δ ( τοί refers to Kleonymidai, v. 4) I. 4.7παῖδα τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθω” anacoluthon I. 6.47

    τὰν μὲν πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ I. 8.19

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε. βροτέων δὲ λεχέων τύχοισα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντI. 8.35

    καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Pae. 2.53

    b in μέν... τε construction. [ τὸ μὲν ὅτι ὅτι τε v. 5. a. infra P. 2.31] [dub. N. 11.46]

    ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ (τό = Medusa's head, Lobel: fort. adv.) *d. 4. 39.
    g in μέν... ἀτάρ construction.

    οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων P. 4.168

    c with δέ only
    I in μέν... δέ construction.

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δ ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.11

    πολλοῖσι μὲν γὰρ. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας, ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο P. 11.34

    πολλὰ μὲν γὰρ ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 31. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά fr. 221. 3.
    II

    ὁ δέ... ὁ δέ. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἄρκαδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.67

    —8.
    III

    ἄλλος δέ... ὁ δέ. ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ ἔπειτα χάρμαι, ταὶ δὲ καὶ Νεμέας Ἐφαρμόστῳ κατὰ κόλπον O. 9.87

    IV where a μέν antithesis is suppressed.

    διασωπάσομαι οἱ μόρον ἐγώ· τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92

    ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα κλυτάν ( ὁ μὲν Κάδμος suppressed) P. 3.92

    Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα. ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος P. 6.33

    νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.18

    Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν P. 9.65

    πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν. τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (Hermann: τοῦ δὲ codd.: τοῖο refers to μιν) N. 5.32

    αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων. τοὶ δ' ἐναντίον στάθεν N. 10.66

    ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

    ἐλάφῳ· τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα *fr. 107a. 6*. irregularly coordinated with rel., νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας α[ ]α χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2. 47. esp. after a speech, cf. Führer, Formproblem, 41—4,

    ὣς ἄρα μάνυε· τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι O. 6.52

    τὸν δὲ θαρσήσαις ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη ( ὣς μὲν ἔφα suppressed) P. 4.101

    τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31

    ὣς φάτο· τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.45

    d followed by progressive μέν, emphasising esp. subject of preceding sentence.

    τῷ μὲν ειλτ;γτ;πε O. 1.73

    τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασ O. 6.41

    τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.44

    τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πλόον εἶπε O. 7.32

    τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ἄγων P. 3.72

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι. τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (but perhaps τά refers to the general distribution of good and ill) P. 3.82φῶτα. τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσειP. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154 τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, ΠερικλύμενP. 4.174

    Κυράναν. ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (Tricl.: τεοῖσί τε codd.: τε del. Calliergus sec. Σ: refers to αὐτόν v. 8: perhaps ὁ μέν τὸ δέ is the correct antithesis) P. 10.11 τῷ μὲν Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα

    πορσύνοντες αὔξομεν I. 4.61

    τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    adv. τὰ μέν, v. P. 11.46, N. 3.43, 5. b infra.
    e followed by progressive δέ, emphasising some previous word(s) not normally subject of the preceding sentence.

    Εὐρυτρίαιναν· ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

    ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.8

    ( θεραπόντεσσιν.) “ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένεςP. 4.41 ( συγγενέσιν.)

    οἱ δ' ἐπέσποντ P. 4.133

    τῶν δ' ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν (where τῶν refers to the subject of the preceding sentence) P. 4.135 τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται (where τά refers to ἐσλά v. 73) P. 8.76

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ( ὥραισι καὶ Γαίᾳ.)

    ταὶ δ' νέκταρ ἐν χείλεσσιν καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι P. 9.62

    ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον (τὸ = τοῦτο, summing up the previous sentence) P. 11.25 ( Τειρεσίαν.)

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    ( Μοισᾶν.)

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν N. 5.25

    ( Νεοπτόλεμος.)

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε N. 7.36

    θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος. ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν ( is referred variously to Zeus and Amphitryon) N. 10.13 ἄνδωκε δ' αὐτῷ Τελαμών, ὀ δ ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε ( refers to αὐτῷ) I. 6.41 ( Θέμιν.) ἁ δὲ τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (but perhaps δὲ balances μέν v. 1) fr. 30. 6. ὁ δὲ κηλεῖται Δ. 2. 21. ἁ δ' ἔργμασι[ Παρθ. 2.. ὁ δ ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (i. e. ?Herakles, who is the subject of the verb in v. 21) fr. 169. 26. τοὶ δ' αὐτ[ ?fr. 338. 9.
    f exx. with μέν... δέ, where the connection is obscured by lacuna. τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους (? μέν suppressed) *fr. 104b. 3* δελφῖνος, τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος (?rel.) fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161.
    g combined with γάρ. ( παισὶ Λήδας.)

    τοῖς γὰρ ἐπέτραπεν Οὔλυμπόνδ' ἰὼν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ( Κόρινθον.)

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ( Κάστορος.)

    τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    αἰῶνος εἴδωλον (nom.). τὸ γάρ ἐστι ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    h combined with καί. εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον· ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ ( ποτὶ τὸν καὶ coni. Mommsen) P. 2.36 esp. with general reference to preceding, τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (i. e. τὸ ἐπὶ Ἀμφιαράου ῥηθέν Σ.) O. 6.17

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν. τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. O. 6.56
    i combined with

    καί... γάρ. καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    j followed by

    γε. περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε O. 10.45

    τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41

    [ τό γ' ἐπαρκέσαι (codd.: ὅ, τέ, σέ coni. edd.) N. 6.60]
    2 without particle.

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78

    τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20

    ἀέθλοις. τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς O. 7.80

    τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227

    Διὸς ἀγῶνι. τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24

    τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα ( τόν = Jason, subj. of preceding sentence) N. 3.50 ( ῥῆμα.) τό μοι θέμεν

    ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον. τῶν οὐκ ἄπεσσι ( τῶν is referred by Σ, edd. to ἀρετάς, but should be considered as neuter) N. 3.76 Τηλεβόας ἔναρεν· τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (Mingarelli: ἔναιρεν· τί οἱ codd.: τῷ = Amphitryon) N. 10.15

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ' ἐφ ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος. τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίταις ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν I. 1.28

    λέγε, τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον ; τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν I. 5.43

    ( νιν).

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69

    ( τοκεῦσιν.)

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν Pae. 2.59

    πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Ἀστερία· τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο. (ἇς = ἕως coni. G-H.) Πα. 7B. 50. ( Ἀφροδίτας.) ἀλλ' ἐγὼ τᾶς ἕκατι τάκομαι (Wil.: τᾶσδ Hermann: δεκατιτας codd.) fr. 123. 10. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου Θρ. 7. 1. with crasis, τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν therefore O. 1.65
    3 prospective, referring to a following rel. cl.

    μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε O. 6.75

    ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί O. 7.10

    τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον, λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.47

    cf. P. 7.18 λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο (cf. C. 6. infra) P. 8.39
    4 τὰ καὶ τά, simm. ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν (τά τε ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ.) O. 2.53 ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων ( τουτέστι τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ, but perhaps varied blessings is meant) P. 5.55 φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (ἀντὶ τοῦ ἀγαθὰ καὶ κακά Σ.) P. 7.22 σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες ( καὶ λόγων καὶ ἔργων Σ.) N. 1.30 ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ (ἄλλα γὰρ ἄλλοις ἡ τύχη δίδωσι Σ.) I. 4.33 Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) I. 5.52

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σόν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    5 adverbial usages.
    a τό. ἴων ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα· τὸ καὶ κατεφάμιξε καλεῖσθαί νιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον wherefore O. 6.56 τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται. τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας on the one side... on the other O. 7.23

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    τὸ μὲν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί. μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι in the first place P. 5.15 τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν ( wherefore: others interpret τό as rel.) P. 5.39 υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου at one time... at another P. 11.63—4.

    ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    [ τὸ μὲν. v. B. 1. b. β, Δ.. 3.] τὸ δὲ κοι[ Θρ. 3. 4.
    b τά. τὰ δὲ Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη then again O. 9.95 τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν then again O. 13.55 ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι sometimes... sometimes P. 2.65 τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει then again P. 8.28 τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι on the one hand i. e. as opp. to their exploits in athletics P. 11.46 Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις at first N. 3.43 ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους, τὰ δὲ κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων ( and further, μὲν being suppressed) I. 2.11
    c τῶ, v. τῶ.
    6 fragg.

    τοὶ τα[ Pae. 6.70

    ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε Pae. 20.10

    ὁ δ ἐπραυν[ε fr. 215b. 4. οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν ( ὁ δ' πέποιθεν v. l.) fr. 219. C articular. (ὁ, τοῦ, τόν, οἱ, τῶν; ἁ, τᾶς, τᾷ, τάν, αἱ, ταί, τᾶν, ταῖς, τάς; τό nom., acc.; τά, τῶν, τά: in crasis O. 1.45, O. 13.38, N. 7.104; O. 10.70, I. 2.10)
    1 c. subs. prop.
    a

    τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94

    ἅ τε Πίσα O. 3.9

    τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν O. 6.6

    ὁ Χρυσοκόμας O. 6.41

    , O. 7.32

    ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.4

    τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

    τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος O. 13.64

    ὁ καρτερὸς Βελλεροφόντας O. 13.84

    ἅ τ' Ἐλευσίς, ἅ τ Εὔβοια O. 13.110

    ἁ Μινύεια O. 14.19

    τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν P. 2.3

    ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10

    ὁ χρυσοχαῖτα Ἀπόλλων P. 2.16

    τὸ Καστόρειον P. 2.69

    ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς P. 2.73

    ἅ τε Πυθώ P. 4.66

    τὸν μὲν Ἐχίονα τὸν δ' Ἔρυτον (contra Des Places, 44) P. 4.179

    τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας P. 4.276

    αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι P. 7.1

    ὁ χαιτάεις Λατοίδας P. 9.5

    τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    τὸν Ἱπποκλέαν P. 10.57

    τὸν Ἰφικλείδαν Ἰόλαον P. 11.59

    ταῖς μεγάλαις Ἀθάναις N. 2.8

    ἁ Σαλαμίς γε N. 2.13

    τὸν μέγαν πολεμιστὰν Ἀλκυονῆ N. 4.27

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν N. 5.44

    διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ' Ὅμηρον N. 7.21

    ὁ καρτερὸς Αἴας N. 7.26

    τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.2

    ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

    ὁ Τυνδαρίδας N. 10.73

    τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον I. 1.7

    ἁ Μοῖσα γὰρ I. 2.6

    ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20

    τὰν πυροφόρον Λιβύαν I. 4.54

    τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3. ἁ Κοιογενὴς fr. 33d. 3.

    ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς Pae. 1.5

    ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος Pae. 6.28

    ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44

    ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινα Pae. 9.47

    ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι, Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ( τᾶς del. Schr.) fr. 106. 6. τῶ[ν..Λο]κρῶν τις (supp. Wil.) fr. 140b. 4.
    b c. subs., in apposition to subs. prop.

    Χρόνος, ὁ πάντων πατήρ O. 2.17

    Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250

    Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94

    Νηρεὺς δ' ὁ γέρων Pae. 15.4

    Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς fr. 169. 1.
    c c. gen., sc.

    υἱός. τὸν Αἰνησιδάμου O. 2.46

    Σᾶμος ὁ Ἁλιροθίου (Boeckh: om. codd.) O. 10.70

    βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ N. 5.13

    d c. gen., in apposition.

    πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    παῖς ὁ Λατοῦς O. 8.31

    παῖς ὁ Λικυμνίου Οἰωνός O. 10.65

    παῖς ὁ Θεαρίωνος Σωγένης N. 7.7

    2 c. subs.
    a

    ὁ δὲ χρυσὸς O. 1.1

    τὸ δὲ κλέος O. 1.93

    ὁ μὰν πλοῦτος O. 2.53

    τῶν δὲ μόχθων O. 8.7

    ὁ δὲ λόγος P. 1.35

    τὸν εὐεργέταν P. 2.24

    ἁ δ' ἀρετὰ P. 3.114

    ὁ γὰρ καιρὸς P. 4.286

    ὁ πλοῦτος P. 5.1

    τὸν εὐεργέταν P. 5.44

    ὁ χρυσὸς N. 4.82

    τᾶς θεοῦ N. 5.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν, ἐὰν codd., Σ.) N. 7.25

    ὁ μάρτυς N. 7.49

    ἁ κέλευθος I. 2.33

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19

    τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Pae. 8.67

    τὰν παῖδα δε[ Πα. 22.i. 2. ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. τὸ δ' ὄργανον (acc.) *fr. 107b. 2* Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242.
    b with intervening adj.

    ὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81

    τὸν ἀλαθῆ λόγον O. 1.28

    τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον O. 1.37

    τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν O. 1.99

    τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30

    τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    τὰν σὰν πόλιν O. 5.4

    τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας O. 7.13

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος O. 8.28

    ὁ μέλλων χρόνος O. 10.7

    τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77

    τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13

    τὰ πολλὰ βέλεα O. 13.95

    τὸν αἰχματὰν

    κεραυνὸν P. 1.5

    ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46

    τὸν προσέρποντα χρόνον P. 1.56

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τὰν εὔυδρον ἀκτὰν P. 1.79

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι P. 2.30

    τὸν δὲ τετράκναμον δεσμὸν P. 2.40

    τὰν πολύκοινον ἀγγελίαν P. 2.41

    τὰν ἀπείρονα δόξαν P. 2.64

    ὁ λάβρος στρατός P. 2.87

    τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν P. 3.62

    ὁ μέγας πότμος P. 3.86

    τὸ πάγχρυσον νάκος acc. P. 4.68

    τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν πόθον P. 4.184

    τὰν ἀκίνδυνον αἰῶνα P. 4.186

    τὸ κλεεννότατον μέγαρον (nom.) P. 4.280

    τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ P. 6.38

    τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19

    ὁ Παρνάσσιος μυχὸς P. 10.8

    ὁ χάλκεος οὐρανὸς P. 10.27

    τό τ' ἀναγκαῖον λέχος acc. P. 12.15 [ τὸν ἐχθρότατον μόρον codd. N. 1.65]

    τὸν ἅπαντα χρόνον N. 1.69

    ὁ θνατὸς αἰών ( om. codd.: supp. Tricl.) N. 3.75

    αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες N. 4.2

    τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων N. 4.83

    Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23

    τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12

    τὰ τέρπν' ἄνθἐ Ἀφροδίσια acc. N. 7.53

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων N. 8.5

    τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4

    τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25

    Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν N. 10.36

    τὸ θαητὸν δέμας acc. N. 11.12

    τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41

    τὸ πάντολμον σθένος acc. fr. 29. 4.

    τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.111

    τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 1. τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν ( τὸν om. unus cod., fort. recte) fr. 75. 9. τὸν ἱρόθυτον θάνατον (verba secl. Sternbach) fr. 78. 3. τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτου, τὸ σαυτα μέλος codd.) fr. 97. τὸ φαιδρὸν φάος acc. fr. 109. 2. τᾶς χλωρᾶς λιβάνου (Tittmann: τὰν, τὰς codd.) fr. 122. 3. τὸν λοιπὸν χρόνον fr. 133. 5. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις fr. 158. τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3.
    c with intervening phrase, e. g. gen.

    μετὰ τὸ ταχύποτμον ἀνέρων ἔθνος O. 1.66

    μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15

    παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ O. 7.30

    ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατὴρ O. 7.70

    ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν O. 7.83

    [ τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχαν (codd.: μάχας Schr.) O. 8.58]

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος O. 9.1

    τὸν Ὀλυμπιονίκαν Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1

    ὁ δ' ἄῤ ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.43

    τὸ δὲ κύκλῳ πέδον O. 10.46

    τὰν πολέμοιο δόσιν O. 10.56

    τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111

    ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι P. 1.18

    τὰν Φιλοκτήταο δίκαν P. 1.50

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν (Wil.: τὰν μάχαν codd.) P. 1.77

    τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95

    τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ δαίμον P. 3.108

    τὸ Μηδείας ἔπος P. 4.9

    τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτωνP. 4.92

    τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263

    οὐ τὰν Ἐπιμηθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27

    τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.106

    ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22

    τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ N. 4.59

    ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.67

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12

    ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον N. 10.25

    τὸ δὲ Πεισάνδρου πάλαι αἷμ acc. N. 9.33 τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα acc. I. 1.1

    τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9

    τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας. τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34

    τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56

    τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα acc. I. 1.57

    Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58

    οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες I. 2.1

    νῦν δ' ἐφίητι λτ;τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ (supp. Heyne: om. codd.) I. 2.9

    τὸ δ' ἐμὸν οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.19

    ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.16

    καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    τὸν Ἀργείων τρόπον I. 6.58

    τὰν Ψαλυχιδᾶν τε πάτραν I. 6.63

    τόν δὲ Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65

    τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων I. 7.1

    ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος I. 7.44

    τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον I. 8.9

    τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 2. τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν fr. 29. 5. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος acc. fr. 35b. τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.

    τὰν δὲ λαῶν γενεὰν Pae. 1.9

    [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος Pae. 2.54

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ nom. Πα.. 32. τὰ θεῶν βουλεύματ acc. fr. 61. 3. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας fr. 123. 2. τὰν ἐνθάδε νύκτα Θρ.. 2. τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον fr. 130 ad Θρ.. τὸν ὕπερθεν ἅλιον fr. 133. 2. τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον fr. 172. 6. ταὶ δὲ Χίρωνος ἐντολαί (Hermann: αἱ codd.) fr. 177c. ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181* ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190.
    d where a sentence or major part thereof intervenes between article and noun, so that the usage is almost demonstrative.

    τῶν γὰρ πεπραγμένων ἔργων τέλος O. 2.15

    ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει ματρομάτωρ ἐμὰ (but v. A. 1. a supra) O. 6.83

    τὸ γὰρ ἐμφυὲς ἦθος O. 11.19

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν ἐλπίδες O. 12.5

    ταὶ Διωνύσου χάριτες O. 13.18

    ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ ἀνὴρ ἔκπαγλος P. 4.78

    [ τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (Boeckh: ἂν codd.: ἔν Chaeris) P. 4.258]

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55

    τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (v. γαρύω) P. 5.72

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32

    φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμαP. 8.44 ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳἌδραστος ἥρωςP. 8.48

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος P. 12.13

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας γόον P. 12.20

    τὰν πολυξέναν νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2

    ὁ δ' εὖ φράσθη Ζεὺς N. 5.34

    ὁ δὲ χάλκεος οὐρανός N. 6.3

    ὁ δ' Ζεὺς N. 9.24

    ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    [cf.

    τὸν μὲν κτἑ I. 6.37

    ]

    ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12

    ἁ δὲ τὰς τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    τὸν ἀοιδότατον τρέφον κάλαμον fr. 70. 1. ὁ δὲ Καινεὺς Θρ. 6. 7. repeated, ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156. cf.

    πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    e in apposition, with phrase following.

    στέφανων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ O. 5.2

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.58

    ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72

    τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα πόρσυν P. 4.277

    φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42

    παίδων τε παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (fort. rel.?) N. 7.101

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41
    3 c. adj., part.
    a adj.

    ἅπαντα τὰ μείλιχα O. 1.30

    τὸ δ' ἔσχατον O. 1.113

    τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ O. 2.58

    ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85

    οἱ δύο O. 8.38

    τὰ τέρπν O. 9.28

    τὰ τοιαῦτ O. 9.40

    τὸ δὲ σαφανὲς O. 10.55

    τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα O. 14.5

    οἱ σοφοὶ P. 2.88

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 2.96

    τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    τὸν μονοκρήπιδα P. 4.75

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285

    ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων P. 5.60

    [ τὸ δ' ἐμὸν (v. γαρύω) P. 5.72] τὸ λοιπὸν (adv.) P. 5.118 τὸ μαλθακὸν acc. P. 8.6

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64

    τὸ τερπνὸν nom. P. 8.93

    τὸν ἐχθρὸν P. 9.95

    τὸ δὲ συγγενὲς nom. P. 10.12

    τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19

    τὰ μέγιστ acc. P. 10.24 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν nom. P. 11.41

    τὰ μέσα P. 11.52

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτὸν P. 12.30

    τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει N. 1.53

    τὸ καλλίνικον N. 3.18

    τὰ μακρὰ N. 4.33

    τὸ μόρσιμον N. 4.61

    , N. 7.44

    τὸ συγγενὲς N. 6.8

    τὸ τερπνὸν N. 7.74

    τὸ μὲν λαμπρὸν τῶν δ' ἀφάντων N. 8.34

    τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ I. 2.9

    τὸν ἐσλόν I. 2.7

    τῶν ἀπειράτων I. 4.30

    τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    τὸν φέρτατον θεῶν I. 7.5

    τὰ μακρὰ I. 7.43

    τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ I. 7.47

    τὸ μὲν ἐμόν I. 8.38

    ὁ κράτιστος Πα. 7B. 50.

    τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74

    τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον fr. 81 ad Δ. 2. τὸ κοινόν fr. 109. τὸ πάν fr. 140d. τὸ βιαιότατον fr. 169. 3.
    b in apposition.

    παῖς ὁ κισσοφόρος O. 2.27

    ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν O. 5.12

    θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας O. 7.34

    καλλίνικος ὁ τριπλόος κεχλαδὼς O. 9.2

    πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα O. 10.88

    Χίρωνα τὸν ἀποιχόμενον P. 3.3

    θύγατρες αἱ τρεῖς P. 3.97

    Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροιςP. 4.167 καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck: alii alia) N. 1.65

    ὁ Τελαμωνιάδας N. 4.47

    λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντα N. 4.72

    [ προπάτωρ ὁ σὸς (codd.: del. Boeckh) N. 4.89] ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N.7.24.

    ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37

    ζωᾶς ἄωτον τὸν ἄλπνιστον I. 5.12

    κόμπον τὸν ἐοικότ I. 5.24

    Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53

    λόγον τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.79

    Ἀπόλλων ὁ χρυσοκόμας Pae. 5.41

    Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις, ἀμφὶ δὲ (where the τε δέ connection is irregular) P. 4.80
    c c. part.

    ὁ νικῶν O. 1.97

    τὸ μέλλον O. 2.56

    σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86

    ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν O. 10.66

    τῶν δὲ μελλόντων O. 12.9

    τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103

    τῶν ἀπεόντων P. 3.20

    τὰ ἐοικότα P. 3.59

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών P. 8.88

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ P. 9.93

    ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων P. 11.30

    τὸ παρκείμενον N. 3.75

    λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ I. 1.40

    τὸ σεσωπαμένον I. 1.63

    τῶν τότ' ἐόντων I. 4.27

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1. τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. τῷ παρέοντι fr. 43. 4.

    τῶν γὰρ ἀντομένων Pae. 2.42

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.52

    ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

    τά τ ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων Παρθ. 1.. τὸ πεπρωμένον fr. 232.
    4 c. inf., pro subs.

    τὸ δὲ τυχεῖν O. 2.51

    τὸ λαλαγῆσαι O. 2.97

    τὸ διδάξασθαι O. 8.59

    τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60

    τό γε λοιδορῆσαι O. 9.37

    τὸ καυχᾶσθαι O. 9.38

    τὸ δὲ παθεῖν P. 1.99

    τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56

    καὶ τὸ σιγᾶν N. 5.18

    ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44

    τὸ δὲ φυγεῖν Δ... τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι (G-H, sed alia possis) Παρθ. 1. 20.
    5 c. adv.
    a pro subs.

    τῶν γε νῦν O. 1.105

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87

    τῶν πάροιθε P. 2.60

    τὰ πόρσω P. 3.22

    τῶν πάλαι P. 6.40

    τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται τῶν πάλαι προθανόντων ( τῶν προθανόντων?) P. 2.56
    b pro adv.

    τὸ πολλάκις O. 1.32

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

    τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξειP. 8.51 τὸ πρῶτονP. 9.41

    τὸ πρίν P. 11.39

    τό γέ νυν P. 11.44

    τὰ πόλλ N. 2.2

    τὸ πρῶτον N. 3.49

    τὸ λοιπὸν N. 7.45

    τὸ πάροιθε fr. 33d. 1. τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 42.
    6 c. subs. phrase.

    τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100

    Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ O. 13.101

    τὰ δ' ὑπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ O. 13.106

    ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    τὸ πὰρ ποδός P. 3.60

    τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν P. 10.63

    τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52

    τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ N. 2.23

    Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69

    τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.42

    μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ as for what comes from Zeus N. 11.43 but cf. 2d supra.
    7 ὁ αὐτός, the same

    τωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45

    μηνός τε τωὐτοῦ O. 13.38

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμφιπολεῖν ἀπορία τελέθει (Σ: ταῦτα codd.) N. 7.104
    8 fragg. ]

    ογοι τῶν γε δε[ Pae. 6.176

    ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3.

    τῷ δ[ Pae. 10.22

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ' τὰ δ α[ Παρθ. 2. 31. τὸ δ ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9.

    Lexicon to Pindar >

  • 5

    ὁ, ὅ, ὅς, The uses are relative, demonstrative, articular: where is not followed by a particle, it is often impossible to decide whether the u<*>e is relative or demonstrative, cf. Des Places 35ff. A relative, cf. ὅς τε. (ὅ, ὅς, τοῦ, οὗ, τῷ, ᾧ, τόν, ὅν, τοί, οἵ, τῶν, ὧν, τοῖςι), οἷς, οἶσιν), τούς; ἅ, ἇς, τᾶς, ᾆ, τᾷ, ἅν, τάν, αἵ, ταί, τᾶν, αἷςι), ταῖσι; τοῦ, οὕνεκεν, ᾧ, τῷ, τό, τά, τῶν, ὧν, οἷσιν, τά.)
    1 c. ind.
    a preceded by an antecedent.

    Ἱέρωνος θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον O. 1.12

    Πέλοπος τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος O. 1.25

    ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον, τὸν αἰεὶ μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν εὐφροσύνας ἀλᾶται (Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann, v. d. Mühll) O. 1.57—8. νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον θέν νιν ( οἷς νιν coni. Bergk) O. 1.63 [ ἃ τέκε (codd.: ἔτεκε Boehmer: τέκε τε byz.) O. 1.89]

    πατέρων · καμόντες οἳ πολλὰ θυμῷ ἱερὸν ἔσχον οἴκημα O. 2.8

    κούραις, ἔπαθον αἳ μεγάλα O. 2.23

    ὕδωρ δ' ἄλλα (sc. ἄνθεμα)

    φέρβει, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74

    Ῥαδαμάνθυος ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    Ἀχιλλέα ὃς Ἕκτορα σφᾶλε O. 2.81

    κόσμον ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν O. 3.13

    Πίσα τᾶς ἄπο θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9

    ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίας ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29

    δένδρεα · τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἀλλὰ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ψαύμιος ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11

    Ψαύμιος · ὃς τὰν σὰν πόλιν αὔξων ἐγέραρεν O. 5.4

    ὀχετούς, Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατὸν O. 5.12

    αἶνος ὃν ἐν δίκᾳ φθέγξατ O. 6.12

    Πιτάναν ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται O. 6.29

    ἥρωι ὃς ἀνδρῶν Ἀρκάδων ἄνασσε O. 6.34

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει O. 6.79

    ἀκόνας, ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει (but more prob. articular: cf. C. 2. d infra) O. 6.83 Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν, τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι (bis) O. 6.85

    Ὀρτυγίας, τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων ἀμφέπει Δάματρα O. 6.93

    [ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ ἀγαθαί (v. l. κατέχωντ) O. 7.10]

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν O. 7.73

    Ζηνὶ ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν O. 8.16

    Αἰακοῦ· τὸν καλέσαντο σύνεργον O. 8.31

    Ἀλκιμέδων ὃς ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον O. 8.67

    Βλεψιάδαις ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται O. 8.76

    κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83

    ἀκρωτήριον Ἄλιδος τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.10

    υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν O. 9.15

    ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει O. 9.34

    Μενοίτιον· τοῦ παῖς ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ O. 9.70

    ἀγῶνα ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος ἐκτίσσατο O. 10.24

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    Ἀρχεστράτου τὸν εἶδον κρατέοντα O. 10.100

    ὥρᾳ τε κεκραμένον, ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε σὺν Κυπρογένει O. 10.104

    ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29

    πατρὸς ὃς ἔπαθεν O. 13.63

    φόρμιγξ τᾶς ἀκούει μὲν βάσις P. 1.2

    Τυφὼς · τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16

    Αἴτνα · τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.21

    Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, γαίας μέτωπον, τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν (bis) P. 1.30

    Ποίαντος υἱὸν ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54

    Αἴτνας βασιλεῖ·· τῷ πόλιν Ἱέρων ἔκτισσε P. 1.61

    Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς P. 1.66

    Συρακοσίων ἀρχῷ ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    μαχᾶν, ταῖσι Μήδειοι κάμον P. 1.78

    τετραορίας εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ

    κρατέων ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν P. 2.5

    ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80

    Ἀρτέμιδος, ἇς οὐκ ἄτερ ἐδάμασσε πώλους (Hermann: τᾶς codd.) P. 2.7

    Κινύραν τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16

    Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27

    γόνον τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (bis) P. 2.44

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    θεός, ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    ξένον, ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς P. 3.70

    στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74

    Ματρί, τᾶν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78

    ( Πηλεύς τε καὶ Κάδμος)

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    [ὅς (codd. contra metr.: σάος Schr.) P. 3.106]

    τὸ Μηδείας ἔπος Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10

    κεῖνος ὄρνις τόν ποτε δέξατP. 4.20Εὔφαμος, τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτεP. 4.46

    μελίσσας Δελφίδος ἅ σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα ἄμφανεν P. 4.61

    τοκέων, τοί μ' κρύβδα πέμπονP. 4.111 ἀγρούς τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαιP. 4.149θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνεP. 4.152 δέρμα τε κριοῦ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθηP. 4.161

    βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225

    δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει, τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (bis) P. 4.245

    Κάστορος· εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.10

    Κάρρωτον ὃς Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους P. 5.27

    ἀνδριάντι Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο P. 5.41

    Ἀπόλλων ὃ καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' νέμει P. 5.63

    μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήιον. τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους (ᾧ, τῷ χρησμῷ Σ.) P. 5.69

    πόλιν. ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες P. 5.82

    ἄνδρες τοὺς

    Ἀριστοτέλης ἄγαγε P. 5.87

    Ἀρκεσίλᾳ· τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.103

    ὕμνων θησαυρὸς. τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.10

    Ἀντίλοχος ὃς ὑπερέφθιτο πατρός P. 6.30

    Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων P. 6.50

    ἀστῶν οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν P. 7.10

    τὺ (= Ἡσυχία) —

    τὰν οὐδὲ Πορφυρίων μάθεν παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.12

    Ἀπόλλωνος· ὃς εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο υἱὸν P. 8.18

    σωμάτεσσι τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.83

    Κυράνας, τὰν Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5

    Ὑψέος ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14

    ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15

    σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν P. 9.42

    ὦ ἄνα, κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθαP. 9.44 παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς οἴσειP. 9.59

    Κυράναν, ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73

    Ἰόλαον. τόν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν P. 9.80

    κῶφος ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα, τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν (ter) P. 9.87—9.

    κούραν, τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον P. 9.107

    Ὑπερβορέων. παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.34

    θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας P. 11.5

    ἀγῶνι ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν P. 11.13

    Ὀρέστα· τὸν δὴ ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.17

    Πυθονίκῳ ἢ Θρασυδᾴῳ, τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6

    θρῆνον. τὸν ἄιε λειβόμενον P. 12.9

    υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17

    δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων P. 12.26

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὖτος, ὃ καὶ τὸ μὲν δώσει P. 12.31

    νάσω, τὰν Ζεὺς ἔδωκεν

    Φερσεφόνᾳ N. 1.13

    ἀοιδὰν. τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9

    Μυρμιδόνες ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.14

    κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22

    Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἶλε N. 3.34

    Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον N. 3.55

    σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὄπι νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65

    Ἀριστοκλείδᾳ ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68

    αἰετὸς ὃς ἔλαβεν αἶψα N. 3.81

    Ἡρακλέος. σὺν ᾧ ποτε Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25

    ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.) N. 4.67 ( κεῖνος) τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Σ assume Kallikles to be antecedent, others refer to ἀγῶνι or Ὀρσοτριαίνα, cf. N. 2.24) N. 4.89

    ἄρουραν· τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9

    Ποσειδάωνα ὃς Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37

    μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων N. 5.44

    παῖς ἐναγώνιος, ὃς ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος N. 6.13

    Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο N. 3.21

    ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59

    Αἴας, ὃν πόρευσαν N. 7.27

    [ βοαθοῶν τοι. v.

    τοι N. 7.33

    ]

    πόλιν. τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.35

    γλῶσσαν, ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.72

    τίν Γίγαντας ὃς ἐδάμασας N. 7.90

    [ γέρας τό περ νῦν. v. , C. N. 7.101]

    ἡρώων ἄωτοι οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11

    πάρφασις ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    ῥεέθροις, ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς· ὅς τότε ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.9

    —11.

    αἰδὼς ἃ φέρει δόξαν N. 9.34

    φιάλαι-

    σι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52

    Ἡρακλέος οὗ κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα ἔστι N. 10.17

    ἑταίρους οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον N. 11.5

    Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες (bis) I. 1.12—3.

    ἄρουραν, ἅ νιν ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.36

    φῶτες, οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον ( οἳ Σ: ὅσοι codd.) I. 2.1 τὠργείου χρήματα χρήματ' ἀνήρ ὃς φᾶ (others view ὅς as dem.) I. 2.11

    νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν I. 2.14

    χεῖρα τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ I. 2.22

    γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

    ἀρετὰς. αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ διέρχονται I. 4.4

    Ἄἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν μομφὰν ἔχει I. 4.35

    Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

    υἱὸς Ἀλκμήνας· ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55

    θανόντων· τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς· τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ παννυχίζει I. 4.64

    —5.

    Αἰακοῦ παίδων τε. τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35

    πατρός. τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε I. 6.27

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν ΝεμέᾳI. 6.48ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖςI. 6.52

    ὕδωρ, τὸ ἀνέτειλαν I. 6.74

    θάλος, χάλος, χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν I. 7.25

    Ζηνί ὃ τὰν μὲν ᾤκισσεν ἁγεμόνα I. 8.19

    Αἰακὸν. ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    Ἀχιλέος. ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε I. 8.49

    θεόν, ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερί I. 8.34

    ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε I. 8.52

    ἀριστέας οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς πρόφαινεν I. 8.55

    μιν ὃς ἔλαχεν σελίνων I. 8.63

    ( Ζεύς), ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. Εὐξαντίου [Κρητ]ῶν μαιομένων

    ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    Διὸς Ἐννοσίδαν τε. χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42

    ]ὃν ἔμβα[λ Pae. 6.78

    Νεοπτόλεμον. ὃς διέπερσεν Ἰλίου πόλιν Pae. 6.104

    χρηστήριον[ ]ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκ[εν Pae. 9.41

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (cod. unus Stobaei in marg., cett.: om. Clem. Alex.: ᾆ τ Boeckh) fr. 61. 1. θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν ( ὃν ὃν v. l.: τε om. codd. nonnulli: docti unum vel alterum τὸν del.) fr. 75. 10. Ἀλαλά, ᾆ θύεται ἄνδρες fr. 78. 2. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι Παρθ. 2. 3. νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θυγάτηρ, Ἀνδαισιστρότᾰ ἃν ἐπάσκησε Παρθ. 2.. Ὑμέναιον, ὃν λάβεν (ὃν supp. Hermann: om. cod.) Θρ. 3.. ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ αὔξοντ fr. 133. 3. ἑορτὰ ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα κυβερνᾷ fr. 214. 3.
    b where the antecedent follows the rel. cl. [ ταί τε ναίετε (Bergk: αἵ τε codd.) O. 14.2]

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος, Τυφώς P. 1.15

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ N. 3.41

    οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 1. ὁ χοροιτύπος, ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156.
    c with interior antecedent. “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦτάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν ( ἀρχὰν ἀγκομίζων Chaeris) P. 4.107

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φέρτατων μναμήἰ P. 5.46

    d
    I ἐξ οὗ, from then on

    ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71

    ἐξ οὗ Θέτιος γόνος οὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.76

    I being demonstrative in same case as rel. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον ( τοιούτων ὧν) O. 13.31 ὧν ἔραται, καιρὸν διδούς ( τούτων ὧν) P. 1.57 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός ( τούτων ὧν) P. 10.61 πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν, ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται ( τούτοις οἷς) N. 1.28 σύνες ὅ τοι λέγω ( τοῦτο ὅ) fr. 105. 1. ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται ( ἐκεῖνος ὅστις) fr. 105b. 2. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε fr. 124. 8.
    II being assimilated to the case of the rel. τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων (τούτοις, ὧν) N. 7.32 Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα ( ταῦτα ὧν) N. 10.29 ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει ( ἐκείνῳ ὃν) I. 1.48
    f where antecedent does not correspond to rel. in gender or number. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσι φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν (Er. Schmid: τὰν codd.) P. 6.21
    2 c. subj.
    a preceded by definite antecedent.
    I μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (v. l. ποτιστάξει, -άζει) O. 6.75 ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί ( κατέχοντ v. l.) O. 7.10

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    II add. κε/

    ἄν. ἀμφοτέροισι δ' ἀνήρ, ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100

    γένος, οἵ κεν τάνδε νᾶσον ἐλθόντες τέκωνται φῶταP. 4.51

    ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23

    , cf. P. 5.65 infra.
    I being demonstrative in same case as rel.

    δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65

    ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθείς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.50

    II where the rel. is assimilated to the case of the antecedent. ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται ( τούτων ἅ) N. 3.71 τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι ( ταῦτα ὧν: ἄν τις τύχῃ codd., corr. Mingarelli) N. 4.91
    c where the antecedent does not correspond with the rel. in gender or number, v. P. 4.51 supra
    a
    II
    3 c. opt.
    a with definite antecedent. ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι (v. Goodwin, M & T, § 700) O. 6.49
    b add. κε/ἄν, v. P. 9.119 infra c.
    c antecedent omitted, being demonstrative assimilated to the case of the rel. θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (byz.: οἷς codd.) O. 1.82 εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (The oratio recta would be ὃς ἂν ψαύσῃ,” Gildersleeve) P. 9.119
    4 f. s. dat. pro adv., =

    ὡς. ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾇ τάχος O. 6.23

    ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατο μιν (Kayser: δ' ἇ, δαί, δέ codd.) O. 13.79
    5 exx. where rel. conj. is postponed within rel cl. as second word, O. 1.12, O. 1.82, O. 2.8, O. 2.23, O. 2.74, O. 6.85, O. 8.76, P. 4.10, P. 4.246, P. 5.10, P. 5.41, P. 5.82, P. 6.50, P. 9.44, I. 1.13, I. 7.25, fr. 12, Πα.., Παρθ. 2. 71: as third word, O. 5.12, O. 9.34, P. 2.5, N. 3.22,

    Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    as fourth word, or more,

    ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον

    ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.28

    τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4.
    6 in crasis, v. οὕνεκεν.
    7 fragg. ]

    νοιον ἃ σοὶ σε[ Πα.. 1 ]οῦν οἳ Ζην[ Pae. 6.154

    ]υἱὸν ἔτι τέξει· τὸν απ[ Pae. 10.21

    ἐγχώριαι, [ἀγ]λαὸς ἃς ἐν' ἑρκε[ (ἆς = ἕως Wil.)

    Πα. 12. 2. τόν ποτε[ Pae. 22.9

    ]τοὶ πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ (καί]τοι Schr.) fr. 140a. 49 (23) ]αδις, οὕς οἱ[ (οἱ encl. post vocalem P. ponere solet, nott. Snell) fr. 169, 51. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον fr. 183. B demonstrative (ὁ, τοῦ, [τοῖο coni.], τῷ, τόν, τοί, οἱ, τῶν, τοῖς, τοῖσιν), τούς; ἁ, τᾶς coni., τᾷ, τάν, ταί, αἱ, ταῖς, τάς; τό, τοῦ, τό, τά, τῶν, τά: ὅς, I. 2.11, v. A. 1. a. supra.)
    a

    μέν... δέ. ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —9. [ τὸ μὲν τὸ δὲ, v. infra 5a, O. 7.23]

    ἐδόκησαν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ' ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    —9. [ τὰ μὲν τὰ δὲ. v. infra 5b, P. 2.65]

    Ἀσκλαπιόν. τὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσαι, κατέβα. ἁ δ' ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.8

    —12.

    τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.47

    —53.

    τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας P. 3.51

    —2.

    ἐν δ' αὖτε χρόνῳ τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος αἱ τρεῖς τοῦ δὲ παῖς P. 3.97

    —100. [διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον (v. C. 1. a infra) P. 4.179] [ τὸ μὲν τὸ δ. v. 5. a infra P. 11.63—4.]

    τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' οὔπω P. 12.32

    δράκοντας. τοὶ μὲν ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν. ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα N. 1.41

    —3. φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιο-

    τὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.55

    —6.

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμός N. 11.29

    —30. ]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ], ὦ Μοῖσαι· τοῦ δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; ( τοῦ coni. Hunt: τον Π.) Πα... ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δὲ Ὑμέναιον. ἁ δ' Ἰάλεμον Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. 7. 6.
    b with μέν only
    I in μέν... δέ construction.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων, ὕδωρ δ ἄλλα φέρβει O. 2.73

    τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει, ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.8

    τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγώ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισι ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ. ἀνὰ δ P. 4.93

    [ τὸ μὲν ὅτι μάκαρ δὲ καὶ νῦν ὅτι v. 5. a. infra. P. 5.15]

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.44

    [ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός v. 5. a infra N. 6.3]

    τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται ὅσσα δ ( τοί refers to Kleonymidai, v. 4) I. 4.7παῖδα τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθω” anacoluthon I. 6.47

    τὰν μὲν πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ I. 8.19

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε. βροτέων δὲ λεχέων τύχοισα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντI. 8.35

    καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Pae. 2.53

    b in μέν... τε construction. [ τὸ μὲν ὅτι ὅτι τε v. 5. a. infra P. 2.31] [dub. N. 11.46]

    ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ (τό = Medusa's head, Lobel: fort. adv.) *d. 4. 39.
    g in μέν... ἀτάρ construction.

    οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων P. 4.168

    c with δέ only
    I in μέν... δέ construction.

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δ ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.11

    πολλοῖσι μὲν γὰρ. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας, ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο P. 11.34

    πολλὰ μὲν γὰρ ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 31. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά fr. 221. 3.
    II

    ὁ δέ... ὁ δέ. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἄρκαδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.67

    —8.
    III

    ἄλλος δέ... ὁ δέ. ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ ἔπειτα χάρμαι, ταὶ δὲ καὶ Νεμέας Ἐφαρμόστῳ κατὰ κόλπον O. 9.87

    IV where a μέν antithesis is suppressed.

    διασωπάσομαι οἱ μόρον ἐγώ· τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92

    ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα κλυτάν ( ὁ μὲν Κάδμος suppressed) P. 3.92

    Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα. ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος P. 6.33

    νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.18

    Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν P. 9.65

    πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν. τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (Hermann: τοῦ δὲ codd.: τοῖο refers to μιν) N. 5.32

    αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων. τοὶ δ' ἐναντίον στάθεν N. 10.66

    ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

    ἐλάφῳ· τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα *fr. 107a. 6*. irregularly coordinated with rel., νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας α[ ]α χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2. 47. esp. after a speech, cf. Führer, Formproblem, 41—4,

    ὣς ἄρα μάνυε· τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι O. 6.52

    τὸν δὲ θαρσήσαις ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη ( ὣς μὲν ἔφα suppressed) P. 4.101

    τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31

    ὣς φάτο· τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.45

    d followed by progressive μέν, emphasising esp. subject of preceding sentence.

    τῷ μὲν ειλτ;γτ;πε O. 1.73

    τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασ O. 6.41

    τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.44

    τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πλόον εἶπε O. 7.32

    τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ἄγων P. 3.72

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι. τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (but perhaps τά refers to the general distribution of good and ill) P. 3.82φῶτα. τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσειP. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154 τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, ΠερικλύμενP. 4.174

    Κυράναν. ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (Tricl.: τεοῖσί τε codd.: τε del. Calliergus sec. Σ: refers to αὐτόν v. 8: perhaps ὁ μέν τὸ δέ is the correct antithesis) P. 10.11 τῷ μὲν Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα

    πορσύνοντες αὔξομεν I. 4.61

    τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    adv. τὰ μέν, v. P. 11.46, N. 3.43, 5. b infra.
    e followed by progressive δέ, emphasising some previous word(s) not normally subject of the preceding sentence.

    Εὐρυτρίαιναν· ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

    ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.8

    ( θεραπόντεσσιν.) “ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένεςP. 4.41 ( συγγενέσιν.)

    οἱ δ' ἐπέσποντ P. 4.133

    τῶν δ' ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν (where τῶν refers to the subject of the preceding sentence) P. 4.135 τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται (where τά refers to ἐσλά v. 73) P. 8.76

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ( ὥραισι καὶ Γαίᾳ.)

    ταὶ δ' νέκταρ ἐν χείλεσσιν καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι P. 9.62

    ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον (τὸ = τοῦτο, summing up the previous sentence) P. 11.25 ( Τειρεσίαν.)

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    ( Μοισᾶν.)

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν N. 5.25

    ( Νεοπτόλεμος.)

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε N. 7.36

    θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος. ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν ( is referred variously to Zeus and Amphitryon) N. 10.13 ἄνδωκε δ' αὐτῷ Τελαμών, ὀ δ ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε ( refers to αὐτῷ) I. 6.41 ( Θέμιν.) ἁ δὲ τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (but perhaps δὲ balances μέν v. 1) fr. 30. 6. ὁ δὲ κηλεῖται Δ. 2. 21. ἁ δ' ἔργμασι[ Παρθ. 2.. ὁ δ ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (i. e. ?Herakles, who is the subject of the verb in v. 21) fr. 169. 26. τοὶ δ' αὐτ[ ?fr. 338. 9.
    f exx. with μέν... δέ, where the connection is obscured by lacuna. τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους (? μέν suppressed) *fr. 104b. 3* δελφῖνος, τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος (?rel.) fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161.
    g combined with γάρ. ( παισὶ Λήδας.)

    τοῖς γὰρ ἐπέτραπεν Οὔλυμπόνδ' ἰὼν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ( Κόρινθον.)

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ( Κάστορος.)

    τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    αἰῶνος εἴδωλον (nom.). τὸ γάρ ἐστι ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    h combined with καί. εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον· ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ ( ποτὶ τὸν καὶ coni. Mommsen) P. 2.36 esp. with general reference to preceding, τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (i. e. τὸ ἐπὶ Ἀμφιαράου ῥηθέν Σ.) O. 6.17

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν. τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. O. 6.56
    i combined with

    καί... γάρ. καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    j followed by

    γε. περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε O. 10.45

    τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41

    [ τό γ' ἐπαρκέσαι (codd.: ὅ, τέ, σέ coni. edd.) N. 6.60]
    2 without particle.

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78

    τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20

    ἀέθλοις. τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς O. 7.80

    τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227

    Διὸς ἀγῶνι. τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24

    τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα ( τόν = Jason, subj. of preceding sentence) N. 3.50 ( ῥῆμα.) τό μοι θέμεν

    ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον. τῶν οὐκ ἄπεσσι ( τῶν is referred by Σ, edd. to ἀρετάς, but should be considered as neuter) N. 3.76 Τηλεβόας ἔναρεν· τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (Mingarelli: ἔναιρεν· τί οἱ codd.: τῷ = Amphitryon) N. 10.15

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ' ἐφ ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος. τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίταις ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν I. 1.28

    λέγε, τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον ; τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν I. 5.43

    ( νιν).

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69

    ( τοκεῦσιν.)

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν Pae. 2.59

    πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Ἀστερία· τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο. (ἇς = ἕως coni. G-H.) Πα. 7B. 50. ( Ἀφροδίτας.) ἀλλ' ἐγὼ τᾶς ἕκατι τάκομαι (Wil.: τᾶσδ Hermann: δεκατιτας codd.) fr. 123. 10. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου Θρ. 7. 1. with crasis, τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν therefore O. 1.65
    3 prospective, referring to a following rel. cl.

    μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε O. 6.75

    ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί O. 7.10

    τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον, λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.47

    cf. P. 7.18 λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο (cf. C. 6. infra) P. 8.39
    4 τὰ καὶ τά, simm. ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν (τά τε ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ.) O. 2.53 ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων ( τουτέστι τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ, but perhaps varied blessings is meant) P. 5.55 φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (ἀντὶ τοῦ ἀγαθὰ καὶ κακά Σ.) P. 7.22 σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες ( καὶ λόγων καὶ ἔργων Σ.) N. 1.30 ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ (ἄλλα γὰρ ἄλλοις ἡ τύχη δίδωσι Σ.) I. 4.33 Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) I. 5.52

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σόν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    5 adverbial usages.
    a τό. ἴων ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα· τὸ καὶ κατεφάμιξε καλεῖσθαί νιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον wherefore O. 6.56 τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται. τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας on the one side... on the other O. 7.23

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    τὸ μὲν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί. μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι in the first place P. 5.15 τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν ( wherefore: others interpret τό as rel.) P. 5.39 υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου at one time... at another P. 11.63—4.

    ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    [ τὸ μὲν. v. B. 1. b. β, Δ.. 3.] τὸ δὲ κοι[ Θρ. 3. 4.
    b τά. τὰ δὲ Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη then again O. 9.95 τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν then again O. 13.55 ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι sometimes... sometimes P. 2.65 τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει then again P. 8.28 τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι on the one hand i. e. as opp. to their exploits in athletics P. 11.46 Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις at first N. 3.43 ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους, τὰ δὲ κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων ( and further, μὲν being suppressed) I. 2.11
    c τῶ, v. τῶ.
    6 fragg.

    τοὶ τα[ Pae. 6.70

    ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε Pae. 20.10

    ὁ δ ἐπραυν[ε fr. 215b. 4. οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν ( ὁ δ' πέποιθεν v. l.) fr. 219. C articular. (ὁ, τοῦ, τόν, οἱ, τῶν; ἁ, τᾶς, τᾷ, τάν, αἱ, ταί, τᾶν, ταῖς, τάς; τό nom., acc.; τά, τῶν, τά: in crasis O. 1.45, O. 13.38, N. 7.104; O. 10.70, I. 2.10)
    1 c. subs. prop.
    a

    τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94

    ἅ τε Πίσα O. 3.9

    τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν O. 6.6

    ὁ Χρυσοκόμας O. 6.41

    , O. 7.32

    ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.4

    τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

    τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος O. 13.64

    ὁ καρτερὸς Βελλεροφόντας O. 13.84

    ἅ τ' Ἐλευσίς, ἅ τ Εὔβοια O. 13.110

    ἁ Μινύεια O. 14.19

    τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν P. 2.3

    ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10

    ὁ χρυσοχαῖτα Ἀπόλλων P. 2.16

    τὸ Καστόρειον P. 2.69

    ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς P. 2.73

    ἅ τε Πυθώ P. 4.66

    τὸν μὲν Ἐχίονα τὸν δ' Ἔρυτον (contra Des Places, 44) P. 4.179

    τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας P. 4.276

    αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι P. 7.1

    ὁ χαιτάεις Λατοίδας P. 9.5

    τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    τὸν Ἱπποκλέαν P. 10.57

    τὸν Ἰφικλείδαν Ἰόλαον P. 11.59

    ταῖς μεγάλαις Ἀθάναις N. 2.8

    ἁ Σαλαμίς γε N. 2.13

    τὸν μέγαν πολεμιστὰν Ἀλκυονῆ N. 4.27

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν N. 5.44

    διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ' Ὅμηρον N. 7.21

    ὁ καρτερὸς Αἴας N. 7.26

    τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.2

    ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

    ὁ Τυνδαρίδας N. 10.73

    τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον I. 1.7

    ἁ Μοῖσα γὰρ I. 2.6

    ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20

    τὰν πυροφόρον Λιβύαν I. 4.54

    τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3. ἁ Κοιογενὴς fr. 33d. 3.

    ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς Pae. 1.5

    ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος Pae. 6.28

    ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44

    ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινα Pae. 9.47

    ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι, Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ( τᾶς del. Schr.) fr. 106. 6. τῶ[ν..Λο]κρῶν τις (supp. Wil.) fr. 140b. 4.
    b c. subs., in apposition to subs. prop.

    Χρόνος, ὁ πάντων πατήρ O. 2.17

    Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250

    Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94

    Νηρεὺς δ' ὁ γέρων Pae. 15.4

    Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς fr. 169. 1.
    c c. gen., sc.

    υἱός. τὸν Αἰνησιδάμου O. 2.46

    Σᾶμος ὁ Ἁλιροθίου (Boeckh: om. codd.) O. 10.70

    βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ N. 5.13

    d c. gen., in apposition.

    πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    παῖς ὁ Λατοῦς O. 8.31

    παῖς ὁ Λικυμνίου Οἰωνός O. 10.65

    παῖς ὁ Θεαρίωνος Σωγένης N. 7.7

    2 c. subs.
    a

    ὁ δὲ χρυσὸς O. 1.1

    τὸ δὲ κλέος O. 1.93

    ὁ μὰν πλοῦτος O. 2.53

    τῶν δὲ μόχθων O. 8.7

    ὁ δὲ λόγος P. 1.35

    τὸν εὐεργέταν P. 2.24

    ἁ δ' ἀρετὰ P. 3.114

    ὁ γὰρ καιρὸς P. 4.286

    ὁ πλοῦτος P. 5.1

    τὸν εὐεργέταν P. 5.44

    ὁ χρυσὸς N. 4.82

    τᾶς θεοῦ N. 5.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν, ἐὰν codd., Σ.) N. 7.25

    ὁ μάρτυς N. 7.49

    ἁ κέλευθος I. 2.33

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19

    τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Pae. 8.67

    τὰν παῖδα δε[ Πα. 22.i. 2. ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. τὸ δ' ὄργανον (acc.) *fr. 107b. 2* Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242.
    b with intervening adj.

    ὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81

    τὸν ἀλαθῆ λόγον O. 1.28

    τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον O. 1.37

    τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν O. 1.99

    τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30

    τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    τὰν σὰν πόλιν O. 5.4

    τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας O. 7.13

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος O. 8.28

    ὁ μέλλων χρόνος O. 10.7

    τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77

    τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13

    τὰ πολλὰ βέλεα O. 13.95

    τὸν αἰχματὰν

    κεραυνὸν P. 1.5

    ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46

    τὸν προσέρποντα χρόνον P. 1.56

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τὰν εὔυδρον ἀκτὰν P. 1.79

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι P. 2.30

    τὸν δὲ τετράκναμον δεσμὸν P. 2.40

    τὰν πολύκοινον ἀγγελίαν P. 2.41

    τὰν ἀπείρονα δόξαν P. 2.64

    ὁ λάβρος στρατός P. 2.87

    τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν P. 3.62

    ὁ μέγας πότμος P. 3.86

    τὸ πάγχρυσον νάκος acc. P. 4.68

    τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν πόθον P. 4.184

    τὰν ἀκίνδυνον αἰῶνα P. 4.186

    τὸ κλεεννότατον μέγαρον (nom.) P. 4.280

    τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ P. 6.38

    τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19

    ὁ Παρνάσσιος μυχὸς P. 10.8

    ὁ χάλκεος οὐρανὸς P. 10.27

    τό τ' ἀναγκαῖον λέχος acc. P. 12.15 [ τὸν ἐχθρότατον μόρον codd. N. 1.65]

    τὸν ἅπαντα χρόνον N. 1.69

    ὁ θνατὸς αἰών ( om. codd.: supp. Tricl.) N. 3.75

    αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες N. 4.2

    τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων N. 4.83

    Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23

    τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12

    τὰ τέρπν' ἄνθἐ Ἀφροδίσια acc. N. 7.53

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων N. 8.5

    τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4

    τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25

    Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν N. 10.36

    τὸ θαητὸν δέμας acc. N. 11.12

    τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41

    τὸ πάντολμον σθένος acc. fr. 29. 4.

    τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.111

    τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 1. τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν ( τὸν om. unus cod., fort. recte) fr. 75. 9. τὸν ἱρόθυτον θάνατον (verba secl. Sternbach) fr. 78. 3. τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτου, τὸ σαυτα μέλος codd.) fr. 97. τὸ φαιδρὸν φάος acc. fr. 109. 2. τᾶς χλωρᾶς λιβάνου (Tittmann: τὰν, τὰς codd.) fr. 122. 3. τὸν λοιπὸν χρόνον fr. 133. 5. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις fr. 158. τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3.
    c with intervening phrase, e. g. gen.

    μετὰ τὸ ταχύποτμον ἀνέρων ἔθνος O. 1.66

    μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15

    παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ O. 7.30

    ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατὴρ O. 7.70

    ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν O. 7.83

    [ τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχαν (codd.: μάχας Schr.) O. 8.58]

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος O. 9.1

    τὸν Ὀλυμπιονίκαν Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1

    ὁ δ' ἄῤ ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.43

    τὸ δὲ κύκλῳ πέδον O. 10.46

    τὰν πολέμοιο δόσιν O. 10.56

    τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111

    ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι P. 1.18

    τὰν Φιλοκτήταο δίκαν P. 1.50

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν (Wil.: τὰν μάχαν codd.) P. 1.77

    τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95

    τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ δαίμον P. 3.108

    τὸ Μηδείας ἔπος P. 4.9

    τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτωνP. 4.92

    τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263

    οὐ τὰν Ἐπιμηθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27

    τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.106

    ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22

    τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ N. 4.59

    ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.67

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12

    ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον N. 10.25

    τὸ δὲ Πεισάνδρου πάλαι αἷμ acc. N. 9.33 τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα acc. I. 1.1

    τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9

    τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας. τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34

    τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56

    τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα acc. I. 1.57

    Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58

    οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες I. 2.1

    νῦν δ' ἐφίητι λτ;τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ (supp. Heyne: om. codd.) I. 2.9

    τὸ δ' ἐμὸν οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.19

    ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.16

    καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    τὸν Ἀργείων τρόπον I. 6.58

    τὰν Ψαλυχιδᾶν τε πάτραν I. 6.63

    τόν δὲ Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65

    τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων I. 7.1

    ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος I. 7.44

    τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον I. 8.9

    τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 2. τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν fr. 29. 5. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος acc. fr. 35b. τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.

    τὰν δὲ λαῶν γενεὰν Pae. 1.9

    [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος Pae. 2.54

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ nom. Πα.. 32. τὰ θεῶν βουλεύματ acc. fr. 61. 3. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας fr. 123. 2. τὰν ἐνθάδε νύκτα Θρ.. 2. τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον fr. 130 ad Θρ.. τὸν ὕπερθεν ἅλιον fr. 133. 2. τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον fr. 172. 6. ταὶ δὲ Χίρωνος ἐντολαί (Hermann: αἱ codd.) fr. 177c. ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181* ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190.
    d where a sentence or major part thereof intervenes between article and noun, so that the usage is almost demonstrative.

    τῶν γὰρ πεπραγμένων ἔργων τέλος O. 2.15

    ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει ματρομάτωρ ἐμὰ (but v. A. 1. a supra) O. 6.83

    τὸ γὰρ ἐμφυὲς ἦθος O. 11.19

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν ἐλπίδες O. 12.5

    ταὶ Διωνύσου χάριτες O. 13.18

    ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ ἀνὴρ ἔκπαγλος P. 4.78

    [ τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (Boeckh: ἂν codd.: ἔν Chaeris) P. 4.258]

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55

    τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (v. γαρύω) P. 5.72

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32

    φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμαP. 8.44 ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳἌδραστος ἥρωςP. 8.48

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος P. 12.13

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας γόον P. 12.20

    τὰν πολυξέναν νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2

    ὁ δ' εὖ φράσθη Ζεὺς N. 5.34

    ὁ δὲ χάλκεος οὐρανός N. 6.3

    ὁ δ' Ζεὺς N. 9.24

    ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    [cf.

    τὸν μὲν κτἑ I. 6.37

    ]

    ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12

    ἁ δὲ τὰς τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    τὸν ἀοιδότατον τρέφον κάλαμον fr. 70. 1. ὁ δὲ Καινεὺς Θρ. 6. 7. repeated, ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156. cf.

    πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    e in apposition, with phrase following.

    στέφανων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ O. 5.2

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.58

    ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72

    τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα πόρσυν P. 4.277

    φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42

    παίδων τε παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (fort. rel.?) N. 7.101

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41
    3 c. adj., part.
    a adj.

    ἅπαντα τὰ μείλιχα O. 1.30

    τὸ δ' ἔσχατον O. 1.113

    τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ O. 2.58

    ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85

    οἱ δύο O. 8.38

    τὰ τέρπν O. 9.28

    τὰ τοιαῦτ O. 9.40

    τὸ δὲ σαφανὲς O. 10.55

    τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα O. 14.5

    οἱ σοφοὶ P. 2.88

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 2.96

    τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    τὸν μονοκρήπιδα P. 4.75

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285

    ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων P. 5.60

    [ τὸ δ' ἐμὸν (v. γαρύω) P. 5.72] τὸ λοιπὸν (adv.) P. 5.118 τὸ μαλθακὸν acc. P. 8.6

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64

    τὸ τερπνὸν nom. P. 8.93

    τὸν ἐχθρὸν P. 9.95

    τὸ δὲ συγγενὲς nom. P. 10.12

    τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19

    τὰ μέγιστ acc. P. 10.24 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν nom. P. 11.41

    τὰ μέσα P. 11.52

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτὸν P. 12.30

    τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει N. 1.53

    τὸ καλλίνικον N. 3.18

    τὰ μακρὰ N. 4.33

    τὸ μόρσιμον N. 4.61

    , N. 7.44

    τὸ συγγενὲς N. 6.8

    τὸ τερπνὸν N. 7.74

    τὸ μὲν λαμπρὸν τῶν δ' ἀφάντων N. 8.34

    τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ I. 2.9

    τὸν ἐσλόν I. 2.7

    τῶν ἀπειράτων I. 4.30

    τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    τὸν φέρτατον θεῶν I. 7.5

    τὰ μακρὰ I. 7.43

    τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ I. 7.47

    τὸ μὲν ἐμόν I. 8.38

    ὁ κράτιστος Πα. 7B. 50.

    τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74

    τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον fr. 81 ad Δ. 2. τὸ κοινόν fr. 109. τὸ πάν fr. 140d. τὸ βιαιότατον fr. 169. 3.
    b in apposition.

    παῖς ὁ κισσοφόρος O. 2.27

    ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν O. 5.12

    θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας O. 7.34

    καλλίνικος ὁ τριπλόος κεχλαδὼς O. 9.2

    πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα O. 10.88

    Χίρωνα τὸν ἀποιχόμενον P. 3.3

    θύγατρες αἱ τρεῖς P. 3.97

    Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροιςP. 4.167 καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck: alii alia) N. 1.65

    ὁ Τελαμωνιάδας N. 4.47

    λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντα N. 4.72

    [ προπάτωρ ὁ σὸς (codd.: del. Boeckh) N. 4.89] ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N.7.24.

    ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37

    ζωᾶς ἄωτον τὸν ἄλπνιστον I. 5.12

    κόμπον τὸν ἐοικότ I. 5.24

    Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53

    λόγον τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.79

    Ἀπόλλων ὁ χρυσοκόμας Pae. 5.41

    Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις, ἀμφὶ δὲ (where the τε δέ connection is irregular) P. 4.80
    c c. part.

    ὁ νικῶν O. 1.97

    τὸ μέλλον O. 2.56

    σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86

    ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν O. 10.66

    τῶν δὲ μελλόντων O. 12.9

    τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103

    τῶν ἀπεόντων P. 3.20

    τὰ ἐοικότα P. 3.59

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών P. 8.88

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ P. 9.93

    ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων P. 11.30

    τὸ παρκείμενον N. 3.75

    λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ I. 1.40

    τὸ σεσωπαμένον I. 1.63

    τῶν τότ' ἐόντων I. 4.27

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1. τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. τῷ παρέοντι fr. 43. 4.

    τῶν γὰρ ἀντομένων Pae. 2.42

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.52

    ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

    τά τ ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων Παρθ. 1.. τὸ πεπρωμένον fr. 232.
    4 c. inf., pro subs.

    τὸ δὲ τυχεῖν O. 2.51

    τὸ λαλαγῆσαι O. 2.97

    τὸ διδάξασθαι O. 8.59

    τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60

    τό γε λοιδορῆσαι O. 9.37

    τὸ καυχᾶσθαι O. 9.38

    τὸ δὲ παθεῖν P. 1.99

    τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56

    καὶ τὸ σιγᾶν N. 5.18

    ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44

    τὸ δὲ φυγεῖν Δ... τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι (G-H, sed alia possis) Παρθ. 1. 20.
    5 c. adv.
    a pro subs.

    τῶν γε νῦν O. 1.105

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87

    τῶν πάροιθε P. 2.60

    τὰ πόρσω P. 3.22

    τῶν πάλαι P. 6.40

    τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται τῶν πάλαι προθανόντων ( τῶν προθανόντων?) P. 2.56
    b pro adv.

    τὸ πολλάκις O. 1.32

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

    τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξειP. 8.51 τὸ πρῶτονP. 9.41

    τὸ πρίν P. 11.39

    τό γέ νυν P. 11.44

    τὰ πόλλ N. 2.2

    τὸ πρῶτον N. 3.49

    τὸ λοιπὸν N. 7.45

    τὸ πάροιθε fr. 33d. 1. τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 42.
    6 c. subs. phrase.

    τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100

    Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ O. 13.101

    τὰ δ' ὑπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ O. 13.106

    ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    τὸ πὰρ ποδός P. 3.60

    τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν P. 10.63

    τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52

    τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ N. 2.23

    Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69

    τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.42

    μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ as for what comes from Zeus N. 11.43 but cf. 2d supra.
    7 ὁ αὐτός, the same

    τωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45

    μηνός τε τωὐτοῦ O. 13.38

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμφιπολεῖν ἀπορία τελέθει (Σ: ταῦτα codd.) N. 7.104
    8 fragg. ]

    ογοι τῶν γε δε[ Pae. 6.176

    ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3.

    τῷ δ[ Pae. 10.22

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ' τὰ δ α[ Παρθ. 2. 31. τὸ δ ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9.

    Lexicon to Pindar >

  • 6 ἐκφέρω

    ἐκφέρω, [tense] fut.
    A

    ἐξοίσω Hdt.3.71

    : [dialect] Ion. [tense] aor. ἐξήνεικα:—[voice] Pass.,

    ἐξοισθήσομαι E.Supp. 561

    : [tense] fut. [voice] Med. ἐξοίσομαι in pass. sense, Hdt.8.49,76:— carry out of,

    τινὰ πολέμοιο Il.5.664

    , etc.;

    ὅπλα ἐκ μεγάρου ἐξενηνειγμένα Hdt.8.37

    , cf. E.Ph. 779;

    ἐ. πεύκας Ar.Fr. 599

    ;

    γραμματεῖον Id.Nu. 19

    ;

    ἐξένεγκέ μοι τὴν κοπίδ' ἔξω Men.Pk. 332

    .
    2 carry out a corpse for burial,

    ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες Il.24.786

    , cf. Hdt.7.117, Antipho 6.21 ([voice] Pass.), etc.; also, cause death, εἰ ὑπερβάλλουσιν

    ἀλγηδόνες, ἐξοίσουσι Plot.1.4.8

    .
    3 carry away,

    τρί' ἄλεισα Od.15.470

    , cf. Test.Epict. 2.22, etc.; carry off as prize or reward,

    ἄεθλον Il.23.785

    :—more freq. in [voice] Med., τὠυτὸ (of a victory)

    ἐξενείκασθαι Hdt.6.103

    ; κλέος, δόξαν, S.El.60, D.14.1, etc.; accomplish, Aeschin.2.66.
    4 carry ashore,

    ἐπὶ Ταίναρον Hdt.1.24

    , etc.; cast ashore,

    πόντου νιν ἐξήνεγκε.. κλύδων E.Hec. 701

    :—[voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med., come to land, be cast ashore, ἐς τοὺς ἑωυτῶν ἐξοίσονται Hdt.S.49, cf. 76, 2.90.
    II bring forth, in various senses:
    1 of women, = φέρειν μέχρι τέλους, bring to the birth, Hp.Nat.Mul.19;

    εἰς φῶς κύημα Pl.R. 461c

    , cf. Arist. HA 577b23, al.; of plants, bear seed, Id.GA 731a22; of the ground, bear fruit, Δήμητρος καρπὸν ἐ. Hdt.1.193, 4.198.
    2 bring about, accomplish,

    μισθοῖο τέλος Il.21.451

    ;

    τὸ μόρσιμον Pi.N.4.61

    ;

    κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετὰς αἱ μεγάλαι φύσεις ἐ. Plu.Demetr.1

    :—[voice] Pass.,

    διὰ ἀνοήτων οὐδὲν ἂν καλῶς ἐξενεχθείη D.61.7

    .
    3 publish, deliver,

    χρηστήριον Hdt.5.79

    ;

    ἐ. λόγον S.Tr. 741

    , Pl.Mx. 236c, cf. Plu.Them.23;

    εἰς τοὺς Ἕλληνας τὰ τῆς πόλεως ἁμαρτήματα Isoc.8.14

    ; of public measures, refer,

    ἐξενεῖκαι ἐς τὸν δῆμον Hdt.9.5

    ;

    ἐς πολύφημον ἐξενείκαντας Id.5.79

    ; ἐ. προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον bring a project of law before the people, D.59.4 (so in [voice] Med.,

    ἐκφέρεσθαι προβούλευμα εἰς τὴν ἐκκλησίαν Aeschin. 3.125

    ): abs., freq. in [dialect] Att. Inscrr.,

    ἡ δὲ βουλὴ ἐς τὸν δῆμον ἐξενεγκέτω ἐπάναγκες IG12.76.61

    , cf. 22.360.47; of authors, publish a work, Isoc. 9.74, Arist.Po. 1447b17, D.H.Comp.1, Plu.2.10c, etc.:—[voice] Med., ἐκφέρεσθαι γνώμην declare one's opinion, Isoc.5.36:—[voice] Pass.,

    εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται E.Supp. 561

    .
    4 produce, exhibit, Lys.19.30; display,

    δείγματα εἰς φῶς Pl.Lg. 788c

    , cf. D.19.12;

    φανερῶς τὸ μῖσος εἴς τινας Plb.15.27.3

    ;

    ἐ. τὴν ἰατρικὴν ἐπιστήμην D.S.5.74

    .
    7 ἐ. πόλεμον begin war, D.1.21;

    ἐπί τινα Hdt.6.56

    ;

    πρός τινα X.HG3.5.1

    ;

    τινί Plb.2.36.4

    , etc.
    8 show the marks of, betray, reproduce,

    ἐκφέρουσι γὰρ μητρῷ' ὀνείδη E.Andr. 621

    .
    9 ὅρον ἐ. produce a definition, Arist.Metaph. 1040b2; express,

    διάνοιαν Phld.Po.5.26

    , al.; ' word' a sentence, D.H.Comp.3 ([voice] Pass.), 7; utter, Demetr.Eloc.94; cite, adduce, ib. 142; πρὸς ἑαυτὸν ἐ. soliloquize, Sch.Pi.O.1.5.
    b pronounce, Ath.3.94f;

    ὅταν μακρῶς ἐκφέρηται D.H.Comp.15

    , cf. Archyt.1, Str.9.5.17.
    b [voice] Pass., of words, to be formed,

    κατὰ μίμησιν Demetr.Eloc. 220

    ;

    ἐπιρρηματικῶς A.D.Adv.175.28

    ; διὰ τοῦ ε ¯ ἐ. ib.193.5.
    11 exact,

    ἀργύριον LXX 4 Ki.15.20

    .
    III [voice] Pass., to be carried beyond bounds,

    ἔξω ὅρων ἐξενεχθὲν ἀκόντιον Antipho 3.2.4

    : mostly metaph., to be carried away by passion,

    ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Th.3.84

    , cf. Chrysipp.Stoic.3.127; πρὸς ὀργὴν ἐκφέρει givest way to passion, S.El. 628; ἐ. πρὸς αἰδῶ is inclined to feel respect, E.Alc. 601 (lyr.);

    λέγων ἐξηνέχθην Pl.Cra. 425a

    ;

    ἐξενεχθεὶς ὥστε κωμῳδοποιὸς γενέσθαι Id.R. 606c

    ;

    πρὸς τὸ ἄγριοι πολῖται γενέσθαι X.Cyr.1.6.34

    ; πάθος defined as

    ὁρμὴ ἐκφερομένη καὶ ἀπειθὴς λόγῳ Stoic.3.92

    :—later in [voice] Act., [

    θυμὸς] ἐ. τινὰ τοῦ λογισμοῦ Philostr. Im.2.21

    .
    IV bring to one's end, bring on to the trail,

    εὖ δέ σ' ἐκφέρει.. βάσις S.Aj.7

    ; κινδυνεύει ὥσπερ ἀτραπός [τις] ἐκφέρειν ἡμᾶς [ἐν τῇ σκέψει] Pl.Phd. 66b, cf.IG12.94.37:—[voice] Pass., ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει Pl.Cra. 386a.
    V intr. (sc. ἑαυτόν) shoot forth (before the rest),

    ὦκα δ' ἔπειτα αἱ Φηρητιάδαο.. ἔκφερον ἵπποι· τὰς δὲ μέτ' ἐξέφερον Διομήδεος.. ἵπποι Il.23.376

    , cf. 759; also, to run away, X.Eq.3.4.
    2 come to fulfilment,

    ὁρᾷς τὰ τοῦδε.. ὡς ἐς ὀρθὸν ἐκφέρει μαντεύμᾰτα S.OC 1424

    ; come to an end, Id.Tr. 824 (lyr.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκφέρω

  • 7 ἔχω

    ἔχω (Hom.+) impf. εἶχον, 1 pl. εἴχαμεν and 3 pl. εἶχαν (both as vv.ll.; Mlt-H. 194; B-D-F §82) Mk 8:7; Rv 9:8 or εἴχοσαν (B-D-F §84, 2; Mlt-H. 194; Kühner-Bl. II p. 55) J 15:22, 24; 2 aor. ἔσχον; mixed aor. forms include ἔσχαν Hv 3, 5, 1, ἔσχοσαν 1 Esdr 6:5; 1 Macc 10:15 (ἔσχον, εἴχον vv.ll.); pf. ἔσχηκα; plpf. ἐσχήκειν.—In the following divisions: act. trans. 1–9; act. intr. 10; mid. 11.
    to possess or contain, have, own (Hom.+)
    to possess someth. that is under one’s control
    α. own, possess (s. esp. TestJob 9f) κτήματα πολλά own much property Mt 19:22; Mk 10:22. πρόβατα Lk 15:4; J 10:16. θησαυρόν Mt 19:21; Mk 10:21b. βίον living Lk 21:4; 1J 3:17. δραχμὰς δέκα Lk 15:8. πλοῖα Rv 18:19. κληρονομίαν Eph 5:5. θυσιαστήριον Hb 13:10a; μέρος ἔ. ἔν τινι have a share in someth. Rv 20:6. Gener. μηδὲν ἔ. own nothing (SibOr 3, 244) 2 Cor 6:10. ὅσα ἔχεις Mk 10:21; cp. 12:44; Mt 13:44, 46; 18:25. τί ἔχεις ὸ̔ οὐκ ἔλαβες; what do you have that you have not been given? 1 Cor 4:7. The obj. acc. is often used w. an adj. or ptc.: ἔ. ἅπαντα κοινά have everything in common Ac 2:44 (cp. Jos., Ant. 15, 18). ἔ. πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα have many good things stored up Lk 12:19.—Hb 12:1. Abs. ἔ. have (anything) (Soph.et al.; Sir 13:5; 14:11) Mt 13:12a; Mk 4:25a; Lk 8:18a. ἐκ τοῦ ἔχειν in accordance w. what you have 2 Cor 8:11. ἔ. εἰς ἀπαρτισμόν have (enough) to complete Lk 14:28. W. neg. ἔ. have nothing Mt 13:12b; Mk 4:25b; Lk 8:18b.—ὁ ἔχων the one who has, who is well off (Soph., Aj. 157; Eur., Alc. 57; X., An. 7, 3, 28; Ar. 15:7). πᾶς ὁ ἔχων everyone who has (anything) Mt 25:29a; Lk 19:26a. ὁ μὴ ἔχων the one who has nothing (X., An. 7, 3, 28; 1 Esdr 9:51, 54; 2 Esdr 18:10) Mt 25:29b; Lk 19:26b; 1 Cor 11:22.
    β. have = hold in one’s charge or keeping ἔ. τὰς κλεῖς hold the keys Rv 1:18; cp. 3:7. τὸ γλωσσόκομον the money-box J 12:6; 13:29.
    to contain someth. have, possess, of the whole in relation to its parts
    α. of living beings, of parts of the body in men and animals μέλη Ro 12:4a; cp. 1 Cor 12:12. σάρκα καὶ ὀστέα Lk 24:39 (Just., A I, 66, 2 καὶ σάρκα καὶ αἷμα) ἀκροβυστίαν Ac 11:3. οὖς Rv 2:7, 11. ὦτα Mt 11:15; Mk 7:16; Lk 8:8. χεῖρας, πόδας, ὀφθαλμούς Mt 18:8f; Mk 9:43, 45, 47. Of animals and animal-like beings ἔ. πρόσωπον Rv 4:7. πτέρυγας vs. 8. κέρατα 5:6. ψυχάς 8:9. τρίχας 9:8. κεφαλάς 12:3 (TestAbr B 14 p. 118, 19 [Stone p. 84]) al. ἔχοντες ὑγιῆ τὴν σάρκα AcPlCor 2:32 (Just., D. 48, 3 σάρκα ἔχων). Of plants (TestAbr B 3 p. 107, 6 [Stone p. 62] εὗρον δένδρον … ἔχον κλάδους) ῥίζαν ἔ. Mt 13:6; Mk 4:6.
    β. of inanimate things: of cities τ. θεμελίους ἔ. Hb 11:10; cp. Rv 21:14. Of a head-covering χαρακτῆρα ἔχει βασιλικόν has a royal emblem GJs 2:2.
    to have at hand, have at one’s disposal have ἄρτους Mt 14:17; cp. 15:34; J 21:5, where the sense is prob. ‘Did you catch any fish for breakfast?’. οὐκ ἔχω ὸ̔ παραθήσω αὐτῷ I have nothing to set before him Lk 11:6. μὴ ἐχόντων τί φάγωσι since they had nothing to eat Mk 8:1; cp. Mt 15:32 (Soph., Oed. Col. 316 οὐκ ἔχω τί φῶ). οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω I have no place to store Lk 12:17. ἄντλημα a bucket J 4:11a. οἰκίας ἔ. have houses (at one’s disposal) 1 Cor 11:22. Of pers.: have (at one’s disposal) (PAmh 92, 18 οὐχ ἕξω κοινωνόν and oft. in pap) Moses and the prophets Lk 16:29. παράκλητον an advocate, a helper 1J 2:1. οὐδένα ἔ. ἰσόψυχον Phil 2:20. ἄνθρωπον οὐκ ἔ. J 5:7.
    to have within oneself have σύλλημα ἔχει ἐκ πνεύματος ἁγίου she has something conceived through the Holy Spirit GJs 18:1. Var. constr. w. ἐν: of women ἐν γαστρὶ ἔ. be pregnant (γαστήρ 2) Mt 1:18, 23 (Is 7:14); 24:19; Mk 13:17; Lk 21:23; 1 Th 5:3; Rv 12:2. ἔ. τινὰ ἐν τῇ καρδίᾳ have someone in one’s heart Phil 1:7 (Ovid, Metam. 2, 641 aliquem clausum pectore habere). ἔ. τι ἐν ἑαυτῷ (Jos., Ant. 8, 171; cp. TestAbr A 3 p. 80, 14 [Stone p. 8] ἔκρυψεν τὸ μυστήριον, μόνος ἔχων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ): ζωήν J 5:26. τὴν μαρτυρίαν 1J 5:10; τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου have a sentence of death within oneself 2 Cor 1:9.
    to have with oneself or in one’s company have μεθʼ ἑαυτοῦ (X., Cyr. 1, 4, 17) τινά someone Mt 15:30; 26:11; Mk 2:19; 14:7; J 12:8; AcPl Ha 8, 35; σὺν αὐτῷ 4:18.—The ptc. w. acc. = with (Diod S 12, 78, 1 ἔχων δύναμιν with a [military] force; 18, 61, 1 ὁ θρόνος ἔχων τὸ διάδημα the throne with the diadem; JosAs 27:8 ἔχοντες ἐσπασμένας τὰς ῥομφαίας ‘with their swords drawn’) ἀνέβησαν ἔχοντες αὐτόν they went up with him Lk 2:42 D.
    to stand in a close relationship to someone, have, have as
    of relatives πατέρα ἔ. J 8:41. ἀδελφούς Lk 16:28. ἄνδρα (Aristot., Cat. 15b, 27f λεγόμεθα δὲ καὶ γυναῖκα ἔχειν καὶ ἡ γυνὴ ἄνδρα; Tob 3:8 BA) be married (of the woman) J 4:17f; 1 Cor 7:2b, 13; Gal 4:27 (Is 54:1). γυναῖκα of the man (cp. Lucian, Tox. 45; SIG 1160 γυναικὸς Αἴ., τῆς νῦν ἔχει; PGM 13, 320; 1 Esdr 9:12, 18; Just., D. 141, 4 πολλὰς ἔσχον γυναίκας. As early as Od. 11, 603 Heracles ἔχει Ἥβην) 1 Cor 7:2a, 12, 29 (for the wordplay cp. Heliod. 1, 18, 4 in connection w. the handing over of a virgin: σὺ ἔχων οὐκ ἕξεις; Crates, 7th Ep. [p. 58, 8 Malherbe] πάντʼ ἔχοντες οὐδὲν ἔχετε). τέκνα Mt 21:28; 22:24; 1 Ti 3:4; 5:4; Tit 1:6. υἱούς (Artem. 5, 42 τὶς τρεῖς ἔχων υἱούς; cp. θυγατέρα TestAbr B 10 p. 114, 17 [Stone p.76]) Lk 15:11; Gal 4:22. σπέρμα have children Mt 22:25. W. acc. as obj. and in predicate (Ar. 8, 4 τούτους συνηγόρους ἔχοντες τῆς κακίας; 11, 3 ἔσχε μοιχὸν τὸν Ἄρην; Ath. 7, 2 ἔχομεν προφήτας μάρτυρας) ἔ. τινὰ πατέρα have someone as father Mt 3:9. ἔ. τινὰ γυναῖκα (w. γυναῖκα to be understood fr. the context) 14:4; cp. Mk 6:18; ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς ἔ. that someone has taken his father’s wife (as his own wife: the simple ἔχειν in this sense as Plut., Cato Min. 21, 3; Appian, Bell. Civ. 3, 10 §34; Jos., C. Ap. 1, 147. Perh. an illicit relationship is meant, as Longus 4, 17; Hesychius Miles. [VI A.D.], Viri Ill. 4 JFlach [1880] ἔχω Λαί̈δα) 1 Cor 5:1 (Diod S 20, 33, 5 of a man who had illicit relations with his stepmother: ἔχειν λάθρᾳ τοῦ πατρὸς τὴν Ἀλκίαν).
    more gener. φίλον have a friend Lk 11:5. ἀσθενοῦντας have sick people Lk 4:40 and χήρας widows 1 Ti 5:16 to care for; παιδαγωγοὺς ἔ. 1 Cor 4:15. δοῦλον Lk 17:7. οἰκονόμον 16:1; κύριον ἔ. have a master, i.e. be under a master’s control Col 4:1; δεσπότην ἔ. 1 Ti 6:2; βασιλέα J 19:15. ἀρχιερέα Hb 4:14; 8:1. ποιμένα Mt 9:36. ἔχων ὑπʼ ἐμαυτὸν στρατιώτας I have soldiers under me Lk 7:8. W. direct obj. and predicate acc. ἔ. τινὰ ὑπηρέτην have someone as an assistant Ac 13:5 (Just., A I, 14, 1) ἔ. τινὰ τύπον have someone as an example Phil 3:17.—Of the relation of Christians to God and to Jesus ἔ. θεόν, τὸν πατέρα, τὸν υἱόν have God, the Father, the Son, i.e. be in communion w. them 1J 2:23; 2J 9; AcPl Ha 4, 7.—HHanse, at end of this entry.
    to take a hold on someth., have, hold (to), grip
    of holding someth. in one’s hand ἔ. τι ἐν τῇ χειρί have someth. in one’s hand (since Il. 18, 505) Rv 1:16; 6:5; 10:2; 17:4. Of holding in the hand without ἐν τῇ χειρί (Josh 6:8; JosAs 5:7) ἔ. κιθάραν 5:8. λιβανωτὸν χρυσοῦν 8:3, cp. vs. 6; 14:17 and s. ἀλάβαστρον Mt 26:7 and Mk 14:3.
    of keeping someth. safe, a mina (a laborer’s wages for about three months) in a handkerchief keep safe Lk 19:20.
    of holding fast to matters of transcendent importance, fig. τὴν μαρτυρίαν Rv 6:9; 12:17; 19:10; the secret of Christian piety 1 Ti 3:9; an example of sound teaching 2 Ti 1:13; keep (Diod S 17, 93, 1 τὴν βασιλείαν ἔχειν=keep control) Mk 6:18.
    of states of being hold, hold in its grip, seize (Hom. et al.; PGiss 65a, 4 παρακαλῶ σε κύριέ μου, εἰδότα τὴν ἔχουσάν με συμφορὰν ἀπολῦσαί μοι; Job 21:6; Is 13:8; Jos., Ant. 3, 95 δέος εἶχε τοὺς Ἑβρ.; 5, 63; Just., D. 19, 3) εἶχεν αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις trembling and amazement had seized them Mk 16:8.
    to carry/bear as accessory or part of a whole, have on, wear, of clothing, weapons, etc. (Hom. et al.; LXX; TestAbr B p. 114, 22 [Stone p. 76]) τὸ ἔνδυμα Mt 3:4; 22:12 (cp. ἔνδυσιν TestJob 25:7). κατὰ κεφαλῆς ἔχων w. τὶ to be supplied while he wears (a covering) on his head 1 Cor 11:4. ἔ. θώρακας Rv 9:9, 17. ἔ. μάχαιραν wear a sword (Jos., Ant. 6, 190) J 18:10. Sim. of trees ἔ. φύλλα have leaves Mk 11:13 (ApcSed. 8:8).
    be in a position to do someth., can, be able, ἔ. w. inf. foll. (Hom. et al.; cp. Eur., Hec. 761; Hdt. 1, 49; Pla., Phd. p. 76d; Demosth., Ep. 2, 22; Theocr. 10, 37 τὸν τρόπον οὐκ ἔχω εἰπεῖν=I cannot specify the manner; Lucian, Dial. Mort. 21, 2, Hermot. 55; Epict. 1, 9, 32; 2, 2, 24 al.; Ael. Aristid. 51, 50 K.=27 p. 546 D.: οὐκ ἔχω λέγειν; PPetr II, 12, 1, 16; PAmh 131, 15; Pr 3:27; ApcEsdr 2:24; 3:7; 6:5; TestAbr A 8, p. 86, 13 [Stone p. 20]; Jos., Ant. 1, 338; 2, 58; Just., A I, 19, 5, D. 4, 6 οὐκ ἔχω εἰπεῖν) ἔ. ἀποδοῦναι be able to pay Mt 18:25a; Lk 7:42; 14:14. μὴ ἔ. περισσότερον τι ποιῆσαι be in a position to do nothing more 12:4. οὐδὲν ἔ. ἀντειπεῖν be able to make a reply Ac 4:14; cp. Tit 2:8. ἔ. κατηγορεῖν αὐτοῦ J 8:6 (cp. 9a below, end). ἀσφαλές τι γράψαι οὐκ ἔχω I have nothing definite to write Ac 25:26a; cp. 26b. ἔ. μεταδιδόναι Eph 4:28a. ἔ. τὴν τούτων μνήμην ποιεῖσθαι be able to recall these things to mind 2 Pt 1:15. κατʼ οὐδενὸς εἶχεν μείζονος ὀμόσαι he could swear by no one greater Hb 6:13. In the same sense without the actual addition of the inf., which is automatically supplied fr. context (X., An. 2, 1, 9) ὸ̔ ἔσχεν (i.e. ποιῆσαι) ἐποίησεν she has done what she could Mk 14:8.
    to have an opinion about someth., consider, look upon, view w. acc. as obj. and predicate acc. (POxy 292, 6 [c. 25 A.D.] ἔχειν αὐτὸν συνεσταμένον=look upon him as recommended; 787 [16 A.D.]; PGiss 71, 4; Job 30:9; Ps.-Clem., Hom. 16, 19; Ath. 32, 3 τοὺς μὲν υἱοὺς … νοοῦμεν, τοὺς δὲ ἀδελφούς ἔχομεν) ἔχε με παρῃτημένον consider me excused (= don’t expect me to come) Lk 14:18b, 19 (cp. Martial 2, 79 excusatum habeas me). τινὰ ἔντιμον ἔ. hold someone in honor Phil 2:29. ἔ. τινὰ ὡς προφήτην consider someone a prophet Mt 14:5; 21:26, 46 v.l. (cp. GNicod 5 [=Acta Pilati B 5 p. 297 Tdf.] ἔχειν [Jannes and Jambres] ὡς θεούς; Just., D. 47, 5 τὸν μετανοοῦντα … ὡς δίκαιον καὶ ἀναμάρτητον ἔχει). ἔ. τινὰ εἰς προφήτην consider someone a prophet Mt 21:46 (cp. Duris [III B.C.]: 76 Fgm. 21 Jac. ὸ̔ν εἰς θεοὺς ἔχουσιν). εἶχον τ. Ἰωάννην ὄντως ὅτι προφήτης ἦν they thought that John was really a prophet Mk 11:32.
    to experience someth., have (freq. in auxiliary capacity CTurner, JTS 28, 1927, 357–60)
    of all conditions of body and soul (Hom. et al.; LXX)
    α. of illness, et al. (ApcMos 6 νόσον καὶ πόνον ἔχω; Jos., C. Ap. 1, 305) ἀσθενείας have sicknesses/diseases Ac 28:9. μάστιγας physical troubles Mk 3:10. πληγὴν τῆς μαχαίρης Rv 13:14. θλῖψιν J 16:33b; 1 Cor 7:28; Rv 2:10. Esp. of possession by hostile spirits: δαιμόνιον ἔ. be possessed by an evil spirit Mt 11:18; Lk 7:33; 8:27; J 7:20; 8:48f, 52; 10:20. Βεελζεβούλ Mk 3:22. πνεῦμα ἀκάθαρτον vs. 30; 7:25; Ac 8:7. πνεῦμα δαιμονίου ἀκαθάρτου Lk 4:33. πνεῦμα πονηρόν Ac 19:13. πνεῦμα ἄλαλον Mk 9:17. πνεῦμα ἀσθενείας spirit of sickness Lk 13:11. τὸν λεγιῶνα (the evil spirit called) Legion Mk 5:15.
    β. gener. of conditions, characteristics, capabilities, emotions, inner possession: ἀγάπην ἔ. have love (cp. Diod S 3, 58, 3 φιλίαν ἔχειν; Just., D. 93, 4 φιλίαν ἢ ἀγάπην ἔχοντε) J 5:42; 13:35; 15:13; 1J 4:16; 1 Cor 13:1ff; 2 Cor 2:4; Phil 2:2; 1 Pt 4:8. ἀγνωσίαν θεοῦ fail to know God 1 Cor 15:34. ἁμαρτίαν J 9:41; 15:22a. ἀσθένειαν Hb 7:28. γνῶσιν 1 Cor 8:1, 10 (Just., A II, 13, 1; D. 28, 4). ἐλπίδα Ac 24:15; Ro 15:4; 2 Cor 3:12; 10:15; Eph 2:12; 1J 3:3 (Ath. 33, 1). ἐπιθυμίαν Phil 1:23. ἐπιποθίαν Ro 15:23b; ζῆλον ἔ. have zeal Ro 10:2. Have jealousy Js 3:14. θυμόν Rv 12:12. λύπην (ApcMos 3 p. 2, 16 Tdf.) J 16:21f; 2 Cor 2:3; Phil 2:27; μνείαν τινὸς ἔ. remember someone 1 Th 3:6. παρρησίαν Phlm 8; Hb 10:19; 1J 2:28; 3:21; 4:17; 5:14. πεποίθησιν 2 Cor 3:4; Phil 3:4. πίστιν Mt 17:20; 21:21; Mk 4:40; Ac 14:9; Ro 14:22; 1 Cor 13:2; 1 Ti 1:19 al. (Just., A I, 52, 1). προφητείαν have the gift of prophecy 1 Cor 13:2. σοφίαν (X., Mem. 2, 3, 10) Rv 17:9. συνείδησιν ἁμαρτιῶν Hb 10:2. καλὴν συνείδησιν 13:18; ἀγαθὴν ς. 1 Ti 1:19; 1 Pt 3:16; ἀπρόσκοπον ς. Ac 24:16; ὑπομονήν Rv 2:3. φόβον 1 Ti 5:20. χαράν Phlm 7. χάριν ἔ. τινί be grateful to someone Lk 17:9; 1 Ti 1:12; 2 Ti 1:3; σιγὴν ἔ. be silent Hs 9, 11, 5. ἀνάγκην ἔσχον I felt it necessary Jd 3 (HKoskenniemi, Studien zur Idee und Phraseologie des Griechischen Briefes bis 400 n. Chr. ’56, 78–87).
    γ. of advantages, benefits, or comforts that one enjoys: ἔ. τὰ αἰτήματα to have been granted the requests 1J 5:15; ἀνάπαυσιν ἔ. have rest Rv 4:8; 14:11; ἀπόλαυσιν τινος ἔ. enjoy someth. Hb 11:25. βάθος γῆς Mt 13:5b; Mk 4:5b; γῆν πολλήν Mt 13:5a; Mk 4:5a. τὴν προσέλευσιν τὴν πρὸς τὸν κύριον AcPl Ha 8, 22f; εἰρήνην Ro 5:1. ἐλευθερίαν Gal 2:4. S. ἐξουσία, ἐπαγγελία, ἔπαινος, ζωή, ἰκμάς, καιρός, καρπός, καύχημα, καύχησις, λόγος, μισθός, νοῦς, πνεῦμα, προσαγωγή, πρόφασις, τιμή, χάρις (=favor), χάρισμα.
    δ. of a sense of obligation in regard to someth.—W. dir. object have = have someth. over one, be under someth.: ἀνάγκην ἔχειν be under necessity 1 Cor 7:37a; w. inf. foll. have a need (ἀνάγκη 1) Lk 14:18; 23:16 v.l.; Hb 7:27; χρείαν ἔ. be in need abs. Eph 4:28b; τινός need someth. (Aeschyl. et al.; SIG 333, 20; 421, 35 al.; PPetr III, 42 G 9, 7 [III B.C.] ἐάν τινος χρείαν ἔχῃς; Ath. 13, 2 ποίας ἔτι χρείαν ἑκατόμβης ἔχει;) Mt 6:8; 9:12a; Mk 11:3; Lk 19:31, 34; J 13:29; 1 Cor 12:21; Hb 10:36 al.; w. inf. foll. (TestSol 13:2) Mt 3:14; 14:16; J 13:10; 1 Th 1:8; 4:9; 5:1. νόμον J 19:7. ἐπιταγήν 1 Cor 7:25. ἐντολήν (SIG 559, 9 ἔ. τὰς ἰντολάς; 1 Esdr 4:52; 2 Macc 3:13; Jos., Bell. 1, 261) Hb 7:5; 1J 2:7; 4:21; 2J 5; cp. J 14:21. διακονίαν 2 Cor 4:1. ἀγῶνα Phil 1:30; Col 2:1. πρᾶξιν Ro 12:4b. ἔγκλημα Ac 23:29. κόλασιν ApcPt Bodl. (ApcEsdr 1:22 p. 25, 17 Tdf.).
    ε. of a sense of inevitability in respect to some action.—W. inf. foll. one must (Ps.-Callisth. 2, 1, 3 καθαιρεθῆναι ἔχεις=you must be deposed; Porphyr., Against the Christians 63 Harnack [ABA 1916] παθεῖν; Gen 18:31; Jos., Ant. 19, 348 τοῦ τεθνάναι; TestSol 5:12 σίδηρα ἔχεις φορέσαι; TestAbr A 18 p. 100, 22 [Stone p. 48] τοῦ βίου τοῦτου ἀπαλλάξαι εἶχες; Just., D. 51, 2 ἔργῳ πεισθήναι ὑμῶν ἐχόντων) βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι I must undergo a baptism Lk 12:50. ἔχω σοί τι εἰπεῖν I have someth. to say to you (Lucian, Philops. 1 ἔχεις μοι εἰπεῖν. Without dat. Aelian, VH 2, 23; Jos., Ant. 16, 312) 7:40. καινόν σοι θέαμα ἔχω ἐξηγήσασθαι I have a wonderful new thing to tell you=‘I must tell you about something wonderful that I’ve just seen’ GJs 19:3. ἀπαγγεῖλαι Ac 23:17, 19; cp. vs. 18. πολλὰ γράφειν 2J 12; 3J 13.
    of temporal circumstances w. indications of time and age: πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις you are not yet fifty years old J 8:57 (cp. Jos., Ant. 1, 198). τριάκοντα κ. ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ who had been sick for 38 years 5:5 (Cyranides p. 63, 25 πολὺν χρόνον ἔχων ἐν τῇ ἀρρωστίᾳ. W. cardinal numeral TestJob 26:1 δέκα ἑπτὰ ἔτη ἔχω ἐν ταῖς πληγαῖς; POxy 1862, 17 τέσσαρες μῆνας ἔχει. Mirac. S. Georgii 44, 7 [JAufhauser 1913] ἔσχεν … ἔτη ἑπτά); cp. Mt 9:20 v.l. τέσσαρας ἡμέρας ἔ. ἐν τῷ μνημείῳ have lain in the grave for four days J 11:17 (Jos., Ant. 7, 1 αὐτοῦ δύο ἡμέρας ἔχοντος ἐν τῇ Σεκέλλᾳ). πολὺν χρόνον ἔ. be (somewhere or in a certain condition) for a long time 5:6. ἡλικίαν ἔχειν be of age (Pla., Euthyd. 32, 306d; Plut., Mor. 547a; BGU 168 τοῖς ἀτελέσι ἔχουσι τὴν ἡλικίαν) 9:21, 23. τέλος ἔχειν have an end, be at an end (Lucian, Charon 17; UPZ 81 III, 20 [II A.D.] τέλος ἔχει πάντα; Ar. 4:2 ἀρχὴν καὶ τέλος) Mk 3:26; Lk 22:37 (on the latter pass. s. τέλος 2); cp. Hb 7:3.
    as connective marker, to have or include in itself, bring about, cause w. acc. (Hom. et al.; Wsd 8:16) of ὑπομονή: ἔργον τέλειον Js 1:4. Of πίστις: ἔργα 2:17. Of φόβος: κόλασιν 1J 4:18. Of παρρησία: μεγάλην μισθαποδοσίαν Hb 10:35. Of πολυτέλεια: λύπην, χαράν Hs 1, 10. ἐσχάτην εὐλογίαν, ἥτις διαδοχὴν οὐκ ἔχει ultimate blessing, which has no successor GJs 6:2.
    special combinations
    w. prep. ἐν: τὸν θεὸν ἔ. ἐν ἐπιγνώσει acknowledge God Ro 1:28 (cp. ἐν ὀργῇ ἔ. τινά=‘be angry at someone’, Thu. 2, 18, 5; 2, 21, 3; ἐν ὀρρωδίᾳ ἔ. τ. 2, 89, 1; ἐν ἡδονῇ ἔ. τ.=‘be glad to see someone’ 3, 9, 1; ἐν εὐνοίᾳ ἔ. Demosth. 18, 167). ἐν ἑτοίμῳ ἔ. 2 Cor 10:6 (ἕτοιμος b). ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν he has no hold on me J 14:30 (Appian, Bell. Civ. 3, 32 §125 ἔχειν τι ἔν τινι=have someth. [hope of safety] in someone). κατά τινος: on 1 Cor 11:4 s. above 4. ἔ. τι κατά τινος have someth. against someone Mt 5:23; Mk 11:25; w. ὅτι foll. Rv 2:14. ἔ. κατά τινος w. sim. mng. Hm 2:2; Hs 9, 23, 2; w. ὅτι foll. Rv 2:4, 20. ἔ. τινὰ κατὰ πρόσωπον meet someone face to face Ac 25:16. μετά: ἔ. τι μετά τινος have someth. w. someone κρίματα lawsuits 1 Cor 6:7. περί: ἔ. περί τινος have (a word, a reference, an explanation) about someth. B 12:1; with adv. τελείως 10:10. πρός τινα have someth. against someone (Ps.-Callisth. 2, 21, 21 ὅσον τις ὑμῶν ἔχει πρὸς ἕτερον) Ac 24:19. ζητήματα ἔ. πρός τινα have differences w. someone (on points in question) 25:19. λόγον ἔ. πρός τινα 19:38. πρᾶγμα (=Lat. causa, ‘lawsuit’: BGU 19 I, 5; 361 II, 4) ἔ. πρός τινα (POxy 743, 19 [2 B.C.] εἰ πρὸς ἄλλους εἶχον πρᾶγμα; BGU 22:8) 1 Cor 6:1. ἵνα ἔχωσιν κατηγορίαν αὐτοῦ J 8:4 D (cp. 5 above). πρός τινα ἔ. μομφήν have a complaint against someone Col 3:13.
    τοῦτο ἔχεις ὅτι you have this (in your favor), that Rv 2:6. ἔ. ὁδόν be situated (a certain distance) away (cp. Peripl. Eryth. 37: Ὡραία ἔχουσα ὁδὸν ἡμερῶν ἑπτὰ ἀπὸ θαλάσσης) of the Mt. of Olives ὅ ἐστιν ἐγγὺς Ἰερουσαλὴμ σαββάτου ἔχον ὁδόν Ac 1:12.—ἴδε ἔχεις τὸ σόν here you have what is yours Mt 25:25. ἔχετε κουστωδίαν there you have a guard (=you can have a guard) 27:65 (cp. POxy 33 III, 4).
    to be in some state or condition, act. intr. (spatially: Ath. 25, 1 οἱ ἄγγελοι … περὶ τόν ἀέρα ἔχοντες καὶ τὴν γῆν) w. adv. (Hom. et al.; ins, pap, LXX).
    impers. it is, the situation is (Himerius, Or. 48 [=Or. 14], 10 πῶς ὑμῖν ἔχειν ταῦτα δοκεῖ; =how does this situation seem to you? Just., D. 3, 5 τὸ … ὡσαύτως ἀεὶ ἔχων) ἄλλως 1 Ti 5:25. οὕτως (Antig. Car. 20; Cebes 4, 1; POxy 294, 11 [22 A.D.] εἰ ταῦτα οὕτως ἔχει; TestSol 20:8; Jos., Ant. 15, 261; Just., D. 3:5 οὐχ οὕτως ἔχει) Ac 7:1; 12:15; 17:11; 24:9. τὸ καλῶς ἔχον what is right 1 Cl 14:2 (Michel 543, 12 [c. 200 B.C.] καλῶς ἔχον ἐστὶ τιμᾶσθαι τοὺς εὔνους ἄνδρας). τὸ νῦν ἔχον for the present Ac 24:25 (cp. Plut., Mor. 749a; Lucian, Anachars. 40, Catapl. 13 τὸ δὲ νῦν ἔχον μὴ διάτριβε; Tob 7:11).
    pers. be (in a certain way) πῶς ἔχουσιν how they are Ac 15:36 (cp. Gen 43:27; Jos., Ant. 4, 112). ἑτοίμως ἔ. be ready, hold oneself in readiness w. inf. foll. (BGU 80, 17 [II A.D.] ἡ Σωτηρία ἑτοίμως ἔχουσα καταγράψαι; Da 3:15 LXX; Jos., Ant. 13, 6; Just., D. 50, 1) 21:13; 2 Cor 12:14; 1 Pt 4:5. Also ἐν ἑτοίμῳ ἔ. 2 Cor 10:6 (s. ἕτοιμος b end). εὖ ἔ. be well-disposed πρός τινα toward someone Hs 9, 10, 7 (cp. Demosth. 9, 63 ἥδιον ἔχειν πρός τινα; SIG 1094, 4 φιλανθρώπως ἔχει πρὸς πάντας). κακῶς ἔ. be sick (Aristoph. et al.; POxy 935, 15; Ezk 34:4) Mt 4:24; 8:16; 9:12b; 17:15 v.l. (see πάσχω 2). καλῶς ἔ. be well, healthy (Epict. 1, 11, 4; PGen 54, 8; PFlor 230, 24) Mk 16:18; ἐσχάτως ἔ. (s. ἐσχάτως) 5:23; κομψότερον ἔ. feel better (κομψῶς ἔ.: Epict. 2, 18, 14; 3, 10, 13; PParis 18; PTebt 414, 10 ἐὰν κομψῶς σχῶ) J 4:52.
    to be closely associated, in a variety of renderings, hold fast, be next to, be next, mid. (Hom. et al.) in NT only ptc.
    of proper situation or placement, esp. of inner belonging hold fast, cling to. The ‘to’ of belonging and the ‘with’ of association are expressed by the gen. (Theognis 1, 32 ἀεὶ τῶν ἀγαθῶν ἔχεο=ever hold fast to the good people; X., Oec. 6, 1; Pla., Leg. 7, 811d; Lucian, Hermot. 69 ἐλπίδος οὐ μικρᾶς ἐχόμενα λέγεις; Sallust. 14 p. 26, 24 τ. θεῶν; Philo, Agr. 101 τὰ ἀρετῆς ἐχόμενα; Jos., Ant. 10, 204 οὐδὲν ἀνθρωπίνης σοφίας ἐχόμενον, C. Ap. 1, 83 παλαιᾶς ἱστορίας ἐχόμενον; Just., A I, 68, 1 λόγου καὶ ἀληθείας ἔχεσθαι; Tat. 33, 1 μανίας ἔχεται πολλῆς; Ath., R. 48, 3 λόγῳ … ἀληθείας ἐχομένῳ) τὰ ἐχόμενα σωτηρίας things that belong to salvation Hb 6:9.
    of proximity
    α. spatial, to be next to someth: ἐχόμενος neighboring (Isocr. 4, 96 νῆσος; Hdt. 1, 134 al. οἱ ἐχόμενοι=‘the neighbors’; Diod S 5, 15, 1; Appian, Bell. Civ. 2, 71 §294; Arrian, Peripl. 7, 2; PParis 51, 5 and oft. in pap; 1 Esdr 4:42; Jos., Ant. 6, 6 πρὸς τὰς ἐχομένας πόλεις; 11, 340) κωμοπόλεις Mk 1:38.
    β. temporal, to be next, immediately following (Thu. 6, 3, 2 τ. ἐχομένου ἔτους al.; SIG 800, 15; PRev 34, 20; PAmh 49, 4; PTebt 124, 43; LXX) τῇ ἐχομένῃ (sc. ἡμέρᾳ, as Polyb. 3, 112, 1; 5, 13, 9; 2 Macc 12:39; Jos., Ant. 6, 235; 7, 18 al.; cp. εἰς τὴν ἐχομένην [i.e. ἡμέραν] PMich 173, 16 [III B.C.]) on the next day Lk 13:33 (v.l. ἐρχομένῃ); Ac 20:15; w. ἡμέρᾳ added (PAmh 50, 17) 21:26. τῷ ἐχομένῳ σαββάτῳ 13:44 v.l. (for ἐρχομένῳ; cp. 1 Macc 4:28, where the witnesses are similarly divided).—On the whole word HHanse, ‘Gott Haben’ in d. Antike u. im frühen Christentum ’39.—B. 641; 740. EDNT. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἔχω

  • 8 τρέπω

    τρέπω, Il.8.399, etc.: [tense] fut.
    A

    τρέψω 15.261

    , etc.: [tense] aor. 1

    ἔτρεψα 18.469

    , etc., [dialect] Ep.

    τρέψα 16.645

    : besides [tense] aor. 1 Hom. has [tense] aor. 2 ἔτρᾰπον, Od.4.294, al., also Pi.O.10(11).15 (sts. also intr., v. περιτρέπω 11 and perh. Il.16.657, cf. 111 fin.): [dialect] Aeol. [tense] aor. ἔτροπον, v. ἀνατρέπω: [tense] pf.

    τέτροφα Ar.Nu. 858

    , Anaxandr.51, ([etym.] ἀνα-) S.Tr. 1009 (lyr.), And.1.131; later

    τέτρᾰφα Din.1.108

    , ([etym.] ἀνα-) ib.30, D.18.296 (cod. S), Aeschin.1.190, 3.158 (but cf. Wackernagel Studien zum griech. Perf.15);

    ἐπι-τέτραφα Plb.30.6.6

    :—[voice] Med., [tense] fut.

    τρέψομαι Hdt.1.97

    , Hp.Prog.20, E. Hipp. 1066, etc.: [tense] aor.

    ἐτρεψάμην Od.1.422

    , E.Heracl. 842: also [tense] aor. 2

    ἐτραπόμην Il.16.594

    , Hdt.2.3, al. (used also in pass. sense, ([etym.] ἀν-) Il.6.64, 14.447, and once in [dialect] Att., ([etym.] ἀν-) Pl.Cra. 395d); imper.

    τραποῦ Ar.Ra. 1248

    : [tense] pf. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.

    τρᾰπήσομαι Plu.Nic.21

    , etc.; also

    τετράψομαι Ph.1.220

    , ([etym.] ἐπι-) Pisistr. ap. D.L.1.54: [tense] aor.

    ἐτρέφθην Hom. Epigr.14.7

    , once in Trag., E.El. 1046 (v. ἐπιτρέπω); [dialect] Ion.

    τραφθῆναι Od.15.80

    , cf. Hdt.4.12: [tense] aor. 2 ἐτράπην [pron. full] [ᾰ] A.Pers. 1029 (lyr.), Ar.Ec. 416, etc.; ἐτρέπην ([etym.] ἐν-) UPZ5.24 (ii B. C.): [tense] pf.

    τέτραμμαι Pl.R. 519b

    ; [ per.] 3pl.

    τετράφαται Thgn.42

    , cf. Il.2.25 ([etym.] ἐπι-); [ per.] 3sg. imper.

    τετράφθω 12.273

    ; part.

    τετραμμένος 19.212

    , etc.: [tense] plpf., [dialect] Ep. [ per.] 3sg.

    τέτραπτο Od.4.260

    ; [ per.] 3pl.

    τετράφατο Il.10.189

    .—From the [tense] aor. 2 has been formed the [tense] pres. ἐπιτρᾰπέουσι, ib. 421; cf. τραπητέον.—The [dialect] Ion. forms used by Hdt. are [tense] pres. [voice] Pass.

    τράπονται 6.33

    , al.; [ per.] 3sg. [tense] impf.

    τρέπεσκε 4.128

    ; [tense] aor. [voice] Pass.

    τραφθείς 9.56

    ; but [tense] fut. ἐπιτράψομαι is f. l. in 3.155, and in the [tense] pres. [voice] Act. and [voice] Pass. codd. vary (both forms in codd. of 2.92 ([voice] Act.),

    τρέπεται 1.117

    ,

    τράπεται 4.60

    ):—[dialect] Dor. forms, [full] τράπω EM114.19; [tense] fut.

    ἐπι-τραψῶ Schwyzer198.21

    ([place name] Crete):— turn or direct towards a thing, Hom., etc.; mostly folld. by a Prep.,

    τ. [φύσας] ἐς πῦρ Il.18.469

    ;

    ἐς ποταμὸν φλόγα 21.349

    ; εἰς εὐνὴν τράπεθ' ἥμεας show us to bed, Od.4.294 (perh. with a punning reference to ταρπώμεθα in next line);

    λέκτρονδε τραπείομεν εὐνηθέντες 8.292

    (as though τραπείομεν in Il.3.441 belonged to τρέπω and not to τέρπω; unless there is a pause after λέκτρονδε)

    ; θυμὸν εἰς ἔργον τ. Hes.Op. 316

    ;

    εἰς ἐχθροὺς βέλος A.Th. 255

    ;

    πόλεις ἐς ὕβριν Th.3.39

    ;

    τὸν ἄνθρωπον.. εἰς ἀθυμίαν D.23.194

    ;

    πρὸς ἠέλιον κεφαλήν Od.13.29

    ;

    πρὸς ὄρος πίονα μῆλα 9.315

    ;

    πρὸς εὐφροσύναν ἦτορ Pi.I.3.10

    ;

    τὰς γνώμας πρὸς χρηματισμόν Pl.Ep. 355b

    ; also

    ἐπ' ἐμπορίην θυμόν Hes.Op. 646

    , cf. Pl. Phdr. 257b, R. 508c;

    δᾶμον ἐς ἡσυχίαν Pi.P.1.70

    ;

    ἐπ' ἐχθροῖς χεῖρα S.Aj. 772

    ;

    κατὰ πληθὺν τ. θυμόν Il.5.676

    ;

    ἀντίον Ζεφύρου πρόσωπον Hes.Op. 594

    : with Advbs.,

    πάντων ὁμόσε στόματ' ἔτραπε Il.12.24

    ;

    οὐκ οἶδ' ὅποι χρὴ.. τ. ἔπος S.Ph. 897

    ;

    ἐνταῦθα σὴν φρένα E.IT 1322

    ; τὴν

    διάνοιαν ἄλλοσε Pl.R. 393a

    ;

    ἐκεῖσε τ. τὰς ἡδονάς Id.Lg. 643c

    ;

    ἐπὶ τὴν θεραπείαν τὸν λόγον Sor.2.23

    : c. inf., σέ.. ἔτραπε.. ὀργὰ παρφάμεν led thee to speak crookedly, Pi.P.9.43:—also in [voice] Med.,

    τραπέσθαι τινὰ ἐπί τι Pl.Euthd. 303c

    , cf. Chrm. 156c:—[voice] Pass.,

    κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος Il.19.212

    .
    2 [voice] Pass. and [voice] Med., turn one's steps, turn in a certain direction,

    τραφθῆναι ἀν' Ἑλλάδα Od.15.80

    ;

    τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον Hdt. 9.56

    ;

    ἐς Θήβας ἐτραπόμην Id.2.3

    ; ἐπὶ Προκόννησον, ἐπ' Ἀθηνέων, Id 6.33, 5.57: with Advbs., ἀμηχανεῖν ὅποι τράποιντο which way to turn, A. Pers. 459;

    ἀμηχανῶ.. ὅπᾳ τράπωμαι Id.Ag. 1532

    (lyr.);

    πᾷ τις τράποιτ' ἄν; Id.Ch. 409

    (lyr.);

    ποῖ τρέψομαι; E.Hipp. 1066

    , cf. X.An.3.5.13;

    ποῖ χρὴ τραπέσθαι; Lys.29.2

    : c. acc. cogn., τραπέσθαι ὁδόν take a course, Hdt.1.11, cf. 9.69, Pl.Sph. 242b;

    πολλὰς ὁδοὺς τραπόμενοι κατὰ ὄρη Th.5.10

    ;

    ἐτρέφθην ἥνπερ ἦν πορεύσιμον E.El. 1046

    .
    3 in [voice] Pass. and [voice] Med. also, turn or betake oneself, εἰς ὀρχηστύν, εἰς ἀοιδήν, Od.1.422, 18.305;

    ἐπὶ ἔργα Il.3.422

    , etc.; ἐπ' ἀναιδείην Hom Epigr.14.7;

    ἐπὶ σωφροσύνην Thgn.379

    ;

    ἐπὶ ψευδέα ὁδόν Hdt.1.117

    ;

    ἐπὶ φροντίδας E.IA 646

    ;

    ἐφ' ἁρπαγήν Th.4.104

    ;

    ἐπ' εἰρήνην X.HG4.4.2

    ;

    ἐς τὸ μαίνεσθαι S.OC 1537

    ;

    ἐς ἀλκήν Th.2.84

    ;

    εἰς ἁρπαγὴν ἐπὶ τὰς οἰκίας X.HG6.5.30

    ;

    κατὰ θέαν τετραμμένοι Th.5.9

    ;

    πρὸς ἀλκήν Hdt.3.78

    ;

    πρὸς τὸ κέρδιον τραπείς S.Aj. 743

    ;

    πρὸς λῃστείαν Th.1.5

    ;

    πρὸς ἄριστον τετρ. Hdt.1.63

    ;

    πρὸς τὸν πότον Pl.Smp. 176a

    , etc.; also τ. πρός τινα betake oneself, have recourse to him, Cratin.152, X.An.4.5.30, Pl.Prt. 339e;

    ἐφ' ἱκετείαν τ. τῶν διωκόντων Id.Ap. 39a

    .
    4 [voice] Pass. and [voice] Med., of places, to be turned or look in a certain direction,

    πρὸς ζόφον Od. 12.81

    ; πρὸς ἄρκτον, πρὸς νότον, etc., Hdt. 1.148, Th.2.15, etc.; also

    πρὸς τοῦ Τμώλου Hdt.1.84

    ; ἄντ' ἠελίου τετρ. straight towards, Hes. Op. 727.
    II turn, i. e. turn round or about, πάλιν τρέπειν turn back,

    ἵππους Il.8.432

    ; τινα ib. 399; ὄσσε, δόρυ, 21.415, 20.439; τὰ καλὰ τ. ἔξω turn the best side outmost, show the best side (of a garment), Pi.P.3.83:—[voice] Pass.,

    πάλιν ἐτράπετ' Il.21.468

    ;

    μή τις ὀπίσσω τετράφθω 12.273

    ; c. gen., turn from..,

    υἷος 18.138

    ; ἐτράπετ' αἰχμή the point bent back, like ἀνεγνάμφθη, 11.237; of the sun having passed the meridian,

    πόστην ἥλιος τέτραπται; Ar.Fr. 163

    , cf. Antig. Mir.60; also of the solstice, ἐπειδὰν ἐν χειμῶνι τράπηται [ὁ ἥλιος] (v.

    τροπή 1

    ) X.Mem.4.3.8, cf. Pl.Lg. 915d;

    τραπείσης τῆς ὥρας Arist. HA 628b26

    :—intr. in [voice] Act., περὶ δ' ἔτραπον ὧραι, v. περιτρέπω 11.
    2 τ. τι εἴς τινα turn upon another's head, τ. τὴν αἰτίαν, τὴν ὀργὴν εἴς τινα, Is.8.41, D.8.57; freq. in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach. 833, cf. Hdt.2.39; εἰς σεαυτὸν τρεπέσθω on your head be it! IG4.444 ([place name] Phlius);

    ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τέλος; A.Eu. 434

    ;

    κατὰ σεαυτόν νυν τρέπου

    keep your ills to yourself,

    Ar.Ach. 1019

    , Nu. 1263;

    πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς τρέψεσθε Lys.8.19

    .
    3 alter, change,

    φρένας Il.6.61

    ;

    τὰς γνώμας X.An.3.1.41

    ; [τὸ χρῶμα] Sor.1.35; [ τὸ γάλα] ib.92;

    ἔτραπεν κεῖνον μισθῷ χρυσός Pi.P.3.55

    ; deceive, Archil.166;

    ἐς κακὸν τ. τινά Pi.P.3.35

    ;

    ἅττ' ἂν ὑμεῖς ἐξαμάρτητ' ἐπὶ τὸ βέλτιον τρέπειν Ar.Nu. 589

    (troch.);

    ἐς γέλων τὸ πρᾶγμ' ἔτρεψας Id.V. 1261

    , cf. Hdt.7.105, etc.: [voice] Med., πρὸς τὰς ξυμφορὰς τὰς γνώμας τρέπεσθαι shift their views, Th.1.140, cf. Plu. 2.71e, etc.:—[voice] Pass., to be changed,

    τρέπεται χρώς Il.13.279

    , cf. Od. 21.413, Hes.Op. 416; τὴν χρόαν τρέπεσθαι, of animals, Plu.2.51d; τῷ χρώματι τρεπομένας, of women, Sor.1.35 (so abs., of a man, Id.Vit.Hippocr.5);

    ὁ οὕτω τρεπόμενος σφυγμός Gal.18(2).40

    ;

    τρέπεται νόος Od.3.147

    ;

    νόος ἐτράπετ' 7.263

    ;

    Διὸς ἐτράπετο φρήν Il.10.45

    ;

    τράπομαι καὶ τὴν γνώμην μετατίθεμαι Hdt.7.18

    ; ὁρῶν αὐτοὺς τετραμμένους seeing that they had changed their minds, Id.9.34, cf. Th.4.106;

    ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπου Ar.V. 986

    : c. inf.,

    κραδίη τέτραπτο νέεσθαι Od.4.260

    ;

    ἐτράποντο.. τῷ δήμῳ.. τὰ πράγματα ἐνδιδόναι Th. 2.65

    : c. acc. cogn.,

    πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90

    ; οἶνος τρέπεται the wine turns, becomes sour (v. τροπίας), S.E. P.1.41;

    ἡ ξανθὴ χολὴ.. εἰς τὸν ἰώδη τρέπεται χυμόν Gal.16.534

    ; ἡ ἀδελφὴ ἐπὶ τὸ κομψότερον ἐτράπη has taken a turn for the better, POxy.935.5 (iii A. D.); ἐπὶ τὸ ῥᾷον ἔδοξεν τετράφθαι ib.939.17 (iv A. D.); τοῦ πατρὸς ἡμῶν εἰς ἄπορον τραπέντος having become destitute, PMeyer 8.14 (ii A. D.):—intr. in [voice] Act.,

    τοῦ ἄρχοντος τρέποντος εἰς δεσπότην Ph.2.562

    .
    III turn or put to flight, rout, defeat,

    τρέψω δ' ἥρωας Ἀχαιούς Il.15.261

    ;

    ἔτρεψε φάλαγγας Tyrt.12.21

    , cf. Pi.O.10 (11).15, Hdt.1.63, 4.128, Th.1.62, 4.25,33, etc.; in full,

    φύγαδε τ. Il.8.157

    ;

    εἰς φυγὴν ἔτρεψε τοὺς ἑξακισχιλίους X.An.1.8.24

    ;

    τρέψαι καὶ ἐς φυγὴν καταστῆσαι Th.7.43

    (but

    ἔτρεψαν ἐς φυγὴν πόδα

    they fled,

    E.Supp. 718

    ):—[voice] Med., [tense] pres., X.An.5.4.16, J.AJ13.2.4, Plu.Cam.29: [tense] fut., Ar.Eq. 275 (troch.): [tense] aor. 1, E.Heracl. 842, X.An.6.1.13:—[voice] Pass., to be put to flight, [tense] aor. 2

    ἐτράπην A.Pers. 1029

    (lyr.), X.Cyr.5.4.7 (v.l. ἐτράποντο), etc.: also [tense] aor. 1

    ἐτρέφθην Id.An.5.4.23

    , HG3.4.14, Cyn.12.5: [tense] aor. 2 [voice] Med.

    ἐτραπόμην Hdt.1.80

    , 9.63, etc.;

    ἐς φυγὴν τραπέσθαι Id.8.91

    , Th.8.95;

    τραπόμενοι κατέφυγον Id.4

    54;

    φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο X.An.4.8.19

    ;

    ἐτράποντο φεύγειν Plu.Lys. 28

    , Caes.45: rarely in [tense] pf. [voice] Pass.,

    τετραμμένου φυγᾷ γένους A.Th. 952

    (lyr.):—also intr. in [voice] Act.,

    φύγαδ' ἔτραπε Il.16.657

    (unless it governs δίφρον).
    IV turn away, keep off,

    οὐκ ἄν με τρέψειαν ὅσοι θεοί εἰσ' ἐν Ὀλύμπῳ 8.451

    ;

    τ. τινὰ ἀπὸ τείχεος 22.16

    ;

    ἑκάς τινος Od.17.73

    ([voice] Med.);

    τῇ.. νόον ἔτραπεν 19.479

    : abs.,

    ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε Il.4.381

    ; of weapons,

    βέλος.. ἔτραπεν ἄλλῃ 5.187

    ;

    ἀπὸ ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes. Sc. 456

    .
    V overturn,

    εὐτυχοῦντα μὲν σκιά τις ἂν τρέψειεν A.Ag. 1328

    (s. v.l.);

    τ. ἄνω κάτω Id.Fr. 311

    .
    VI turn, apply,

    τ. τι ἐς ἄλλο τι Hdt.2.92

    ; τὰς ἐμβάδας ποῖ τέτροφας; what have you done with your shoes? Ar.Nu. 858;

    τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας; Anaxandr. 51

    :—[voice] Pass.,

    ποῖ τρέπεται.. τὰ χρήματα; Ar.V. 665

    (anap.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρέπω

  • 9 μή

    μή neg.
    1 in principal cl.
    a c. pres. or aor. impv.

    μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ O. 7.92

    μὴ βαλέτω O. 8.55

    μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ O. 9.40

    μὴ παρίει καλά P. 1.86

    μὴ κάμνε λίαν δαπάναις P. 1.90

    μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61

    τῶ σε μὴ λαθέτω P. 5.23

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94

    μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14

    μὴ φθόνει κόμπον I. 5.24

    ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39

    μὴ νῦν νεκτα[ρ Παρθ. 2.. μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν fr. 127. 3. ὦ τάν, μή με κερτόμ[ει fr. 215. 4. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω fr. 240. add. μήτε, in emphasis,

    μή νυν μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους I. 2.43

    cf. P. 4.99
    b c. pres. or aor. opt., in wishes.

    μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων O. 6.97

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.29

    μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90

    μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35

    μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος I. 1.3

    μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26

    c c. aor. subj., in prohibitions.

    μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.24

    μὴ δολωθῇς P. 1.92

    ὤνασσ' Ἀλάθεια, μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν fr. 205. 2.
    2 in subord. cl.,
    a c. inf.

    ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς, μή τινα λειπόμενον μένειν P. 4.185

    πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.103

    αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον τεκεῖν μή τιν' πόλιν φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93

    ἐκέλευσεν ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.66

    εὔχομαι μὴ θέμεν O. 8.86

    παραγορεῖτο μή ποτε ταξιοῦσθαι O. 9.77

    ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44

    ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26

    ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71

    ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώ-

    των ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4

    ἔστι δὲ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.7

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.40

    χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44

    ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν fr. 42. 1.

    ὤμοσε γὰρ θεὸς μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.115

    [ἐγγυάσομαι μή μιν μηδ ἀφίξεσθαι (codd.: μὴ μὲν Hartung: ὔμμιν de Jongh e Σ.) O. 11.17] with litotes,

    ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές O. 8.24

    ἔστι δ' ἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν Ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.12

    add. art.,

    ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60

    cf. N. 5.14
    b in protasis of conditional sentence.

    εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι O. 1.108

    εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε O. 12.16

    εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73

    εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91

    c in final cl.,
    I

    ὡς... κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν, θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37

    II

    ὅπως... ἐν φρασὶ πάξαιθ, ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω μόλοι N. 3.62

    III

    ὄφρα... ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν P. 5.62

    IV where the conjunction is omitted c. opt.

    ἔνεικεν Λοκρῷ, μὴ καθέλοι μιν αἰὼν O. 9.60

    ὁμοῖα, Κρόνιδαι μάκαρες, διδοῖτ' μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.120

    c. subj. “λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” (W. Schulze: -στήσης, -στήσῃ codd., Σ.) P. 4.155

    εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32

    d in rel. cl.
    I c. ind.

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται P. 1.13

    κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ P. 9.87

    ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται, ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται fr. 123. 4.
    II c. subj. ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας

    ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.18

    ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφάλῃ πάμπαν οἶκος Παρθ. 1. 16.
    3 c. part., adj.
    b where the phrase is equivalent to a general rel. cl., cf. 2d supra. τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad

    Δ. 2. ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    c αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον ( and which was perhaps unjustly undertaken: “μή... ut ad... subiectivum quod dicunt iudicium suum rem revocaret”, Boeckh) N. 5.14
    4 fragg. ]μή μο[ι Πα. 7B. 7. ] μὴ φ[ P. Oxy. 1792, fr. 8.

    Lexicon to Pindar > μή

  • 10 σχηματίζω

    σχημᾰτ-ίζω, [tense] pf. [voice] Pass. ἐσχημάτισμαι, v.infr. 11.1; but in sense of [voice] Med., v. infr.1.2.
    Iintr., assume a certain form, figure, posture, or position,

    ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα.. ἐν ταῖς μάχαις Pl.R. 526d

    , cf. Polyaen.5.16.1, Ascl.Tact.12.1; τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα ς. Pl.Hp.Mi. 374b: abs., gesticulate, dance figures, Ar. Pax 324, Fr. 678:—[voice] Med., Poll.4.95 (also σ. ἑαυτόν put oneself in posture, Luc.Salt.17), v. infr. 11.3; προστάσεως, ἢν πρὸς τοὺς ἔξω σχηματίζονται the pompous appearance, which they assume, Pl.R. 577a.
    3 Astrol., of a heavenly body, to be in configuration, Man.4.500:—[voice] Pass., Heph.Astr.1.9 (printed ἐσχατ.), Tz.H. 1.471.
    II trans., give a certain form to a thing, shape, fashion, σ. τὸ ἁρμόσσον σχῆμα (sc. τὸ ὀθόνιον) give such a form to the cloth as will fit.., Hp.Art.37; τὰ ἁπλᾶ σώματα ς. Arist.Cael. 306b3, cf. Phld.Rh.1.196 S.;

    τὸν ὄγκον Arist.GC 327b15

    ; παρθένον ἀκέφαλον ς. Eratosth.Cat.9;

    ἕκαστον μέρος πρὸς τὸ βέλτιον D.S. 5.73

    ;

    τὸ πρόσωπον εἰς ἡδονήν Ach.Tat.6.11

    ;

    τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ' ὕβρει Plu.CG13

    :—[voice] Med., σχηματίζεσθαι κόμην arrange one's hair, E.Med. 1161:—[voice] Pass.,

    τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arist.Cael. 302b26

    ;

    τῶν ἐσχ. τι [γίνεται] ἐξ ἀσχημοσύνης Id.Ph. 188b19

    , etc.;

    ἐσχημάτ ισται δ' ἀσπίς A.Th. 465

    ; τῶν -ιζομένων θεῶν the gods who possess figure, Dam.Pr. 261;

    τὸ πρόσωπον τὸ -ισθέν Phld.Mus.p.73

    K.
    2 deck out, dress up,

    ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Luc.Merc.Cond.14

    , cf. Fug. 13, JTr.16, Jul.ad Ath.274c: Rhet.,

    σ. λόγον Philostr.VS1.21.5

    , cf. 2.1.11; opp. εὐθέως εἰπεῖν, Aristid.Rh.1p.462S.:—[voice] Pass.,

    ἐσχηματις μένοι περιέρχονται Lys.Fr.73

    ;

    θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματις μένοι Luc. JTr.8

    ; τὸ ἐσχηματισμένον figurative style, Demetr.Eloc. 294, cf. D.H. Rh.8,9, Philostr.VS2.17;

    ἐσχηματισμένα ζητήματα Hermog.Id.1.4

    .
    3 arrange in certain figures,

    χορούς Chamael.

    ap. Ath.1.21f; σ. αὑτόν pose oneself, for being painted, ib.12.543f:—[voice] Pass. and [voice] Med., put oneself in certain forms or postures, assume various shapes, Hp.Fract.2; εἴθισται ἐς χηματίσθαι to assume a position, ib. 15 (om. codd. MV, Gal.);

    ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι Id.Art.10

    ; of sick persons, Id.Coac.463; of the foetus, Sor.2.60; of actors, gesticulate, X.Smp.1.9; σχηματιζόμενοι ῥυθμοί accompanied with gestures, Arist.Po. 1447a27.
    4 adapt,

    τι πρός τι Gp.10.4.1

    , cf. 10.75.9.
    5 form a word, D.T.635.2, A.D. Pron.58.7,al., Sch.Od.17.134.
    6 use σχήματα (v.

    σχῆμα 7d

    ),

    σ. φορτικῶς D.H.Isoc.3

    ; construct,

    περίοδοι ὁμοίως -ιζόμεναι Id.Pomp. 5

    , cf. Hermog.Inv.3.10.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχηματίζω

  • 11 διασκοπέω

    A

    διέσκεμμαι Ar.Ra. 836

    , but διεσκέφθαι in pass.sense, Id.Th. 687:— look at in different ways, examine or consider well, Hdt.3.38, E.Cyc. 557, etc.;

    ἑξῆς δ. τὸν λόγον Pl.R. 350e

    , cf. Tht. 168e; also

    δ. πρὸς ἑαυτόν Id.Chrm. 160e

    ; περὶ σφᾶς αὐτούς, περί τινος, Th.7.71, Pl.Phd. 61e;

    δ. περί τινος εἰ.. Arist.Pol. 1272a26

    : c. gen.,

    τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας D.C.58.7

    :—[voice] Med.,

    πρὸς τὰ ἔξω διασκοπεῖσθαι Th.6.59

    : [tense] impf., Pl.Plt. 259c.
    II abs., look round one, keep watching,

    μὴ ὁρῶνται X.Cyn.9.3

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκοπέω

  • 12 φέρω

    φέρω ([dialect] Locr. [full] φάρω [ᾰ], IG9(1).334.5 (Oeanthea, v. B.C.)), only [tense] pres. and [tense] impf. (late 1 [tense] aor. [ per.] 3pl.
    A

    ἤφεραν IG3.1379

    ), Il.21.458, etc.: [dialect] Ep. forms, [ per.] 2pl. imper.

    φέρτε Il.9.171

    ; [ per.] 2sg. subj.

    φέρῃσθα Call.Dian. 144

    ; [ per.] 3sg. subj.

    φέρῃσι Il.18.308

    , Od.5.164, al.; [dialect] Ep. inf.

    φερέμεν Il.9.411

    , al.: [tense] impf. ἔφερον, [dialect] Ep.

    φέρον 3.245

    ; also φέρεσκε, φέρεσκον ([ per.] 3pl.), Od.9.429, 10.108.
    II [tense] fut.

    οἴσω Il.7.82

    , etc.; [dialect] Dor.

    οἰσῶ Theoc.3.11

    ; [ per.] 1pl.

    οἰσεῦμες Id.15.133

    ; [ per.] 3pl. ηοίσοντι Tab.Heracl.1.150: the foll. act. forms are not [tense] fut. in sense, imper.

    οἶσε Od.22.106

    , 481, Ar.Ach. 1099, 1101, 1122, Ra. 482;

    οἰσέτω Il.19.173

    , Od.8.255; [ per.] 3pl.

    οἰσόντων Antim.15

    ; inf.

    οἴσειν Pi.P.4.102

    , [dialect] Ep.

    οἰσέμεν Od.3.429

    ,

    οἰσέμεναι Il.3.120

    , Od.8.399, etc.: [tense] aor. 1 inf.

    οἶσαι Ph.1.611

    codd. ( ἀν-οῖσαι is prob. in Hdt.1.157):—[voice] Med., [tense] fut.

    οἴσομαι Il.22.217

    , S.El. 969, etc. (in pass. sense, E.Or. 440, X.Oec.18.6; so [dialect] Dor.

    οἰσεῖται Archim.Fluit.1.7

    , al.): [tense] fut. [voice] Pass.

    οἰσθήσομαι D.44.45

    , Arist. Ph. 205a13, Archim.Fluit.1.3, al., ([etym.] ἐξ-) E.Supp. 561:—[voice] Pass., [tense] pf.

    προοῖσται Luc.Par.2

    ; cf. οἰστέον, οἰστός ([etym.] ἀν-οιστός).
    III from ἐνεγκ- (not found in Hom. or Hdt., exc. as v.l. in Il.19.194, but in Pi.O.13.66, I.8(7).21, ([etym.] προς-) Id.P.9.36, also B.16.62, and normal in [dialect] Att. and Trag., also in codd.Hp., Epid.1.1.2, al.) come [tense] aor. 1 ἤνεγκα, and [tense] aor. 2 ἤνεγκον:—Indic., [ per.] 1sg.

    ἤνεγκον S.OC 521

    (lyr.), 964, Ar.Ra. 1299, Th. 742, Lys. 944, ([etym.] δι-) Isoc.18.59, but

    ἤνεγκα S.El. 13

    , E. Ion38, Aeschin.2.4, and in compos. with Preps.; [ per.] 2sg. always

    ἤνεγκας Ar.Av. 540

    (lyr.), ([etym.] ἐξ-) S.Tr. 741 (in Ar.Th. 742, δέκα μῆνας αὔτ' ἐγὼ ἤνεγκον is answd. by ἤνεγκας σύ;); [ per.] 3sg. ἤνεγκε, common to both forms; dual

    δι-ηνεγκάτην Pl.Lg. 723b

    ; pl. always ἠνέγκαμεν, -ατε, -αν ([ per.] 3pl.

    ἀπ-ήνενκαν IG22.1620.37

    , al., once ἀπ-ήνεγκον ib. 1414.2; δι-ηνέγκομεν is f.l. in X.Oec.9.8): imper., [ per.] 2sg.

    ἔνεγκε E. Heracl. 699

    , Ar.Eq. 110, X.Mem.3.6.9 ( ἔνεγκον cj. Pors. in Anaxipp. 8); [ per.] 3sg.

    ἐνεγκάτω Ar. Pax 1149

    (troch.), Th. 238, Pl.Phd. 116d, ([etym.] προς-) X.Smp.5.2; but

    ἐξ-ενεγκέτω IG12.63.33

    , 76.61; [dialect] Dor. [ per.] 3pl. ἐνεγκόντω ib.5 (1).26.16 (Amyclae, ii/i B. C.); [ per.] 2pl.

    ἐξ-ενέγκατε Ar.Ra. 847

    : subj. ἐνέγκω common to both forms: opt., [ per.] 1sg.

    ἐνέγκαιμι E.Hipp. 393

    , Pl.Cri. 43c: [ per.] 3sg. ἐνέγκαι (cod.A, but - κοι cod.Laur.) S.Tr. 774, but

    ἐνέγκοι Id.Fr.84

    (anap.), Pl.R. 330a, ([etym.] ξυν-) Th.6.20, etc.; [ per.] 2pl. ἐνέγκαιτε ( ἐνέγκατε codd.) E.Heracl. 751 (lyr.): inf.

    ἐνεγκεῖν A.Supp. 766

    , S.OC 1599, IG22.40.18, etc., ([etym.] προς-) Pi.P.9.36, Hp.VM15; Hellenistic

    ἐνέγκαι Arist.Oec. 1349a27

    ([etym.] εἰς-), PAmh.2.30.35 (ii B. C.), Ev.Marc. 2.4 ([etym.] προς-), etc., found also in codd.Hp., Aff.3 ([etym.] προς-), Nat.Mul.19 ([etym.] δι-): part.

    ἐνεγκών Pi.I.8(7).21

    , S.El. 692, Th.6.56, etc.,

    ἐνέγκας IG22.1361.21

    ([etym.] εἰς-), 333.4, D.49.51 (and later, Demetr.Com.Nov.1.10 ([etym.] εἰς-), Arist.Oec. 1351a14, etc.; in X. we find

    ἐξ-ενεγκόντες Mem.1.2.53

    , and δι-ενεγκοῦσα, συν-ενεγκόντες, vv. ll. in ib.2.2.5, An.6.5.6):— [voice] Med., only ἠνεγκάμην, Ar.Ec.76 ([etym.] ἐξ-), etc. (exc. imper.

    ἐνεγκοῦ S.OC 470

    ); [ per.] 2sg.

    ἠνέγκω E.Supp. 583

    , X.Oec.7.13; [ per.] 3sg.

    ἠνέγκατο S.Tr. 462

    , Pl.R. 406b, etc.; [ per.] 1pl.

    ἠνεγκάμεθα Id. Ion 530b

    , ([etym.] προ-) Phlb. 57a; inf.

    εἰς-ενέγκασθαι Isoc.15.188

    : part.

    ἐνεγκάμενος Aeschin.1.131

    , ([etym.] ἀπ-) X.Ages.6.2.
    IV from ἐνεικ- comes [tense] aor. 1 ἤνεικα, found mostly in [dialect] Ion. (but not in codd. Hp.), [dialect] Ep. and Lyr., also at Cos (v. infr.) and implied elsewh. in pass. forms (v. infr. v):—the endings are those of [tense] aor. 1, exc. in imper.

    ἔνεικε Od.21.178

    , inf. ἐνεικέμεν (v.l. ἐνεγκέμεν) Il.19.194, ἐνείκην (v. infr.), and part. μετ-ενεικών, ἐξενικοῦσι (v. infr.), cf. συνενείκομαι:—[ per.] 1sg.

    ἀν-ένεικα Od.11.625

    ; [ per.] 2sg.

    ἀπ-ένεικας Il.14.255

    ; [ per.] 3sg.

    ἤνεικε Od.18.300

    , al., Hdt.2.146, [dialect] Ep.

    ἔνεικε Il.15.705

    , al.; [ per.] 1pl.

    ἐνείκαμεν Od.24.43

    ; [ per.] 3pl.

    ἤνεικαν Hdt.3.30

    , [dialect] Ep.

    ἔνεικαν Il.9.306

    ; imper. [ per.] 2sg.

    ἔνεικον Anacr.62.3

    ; [ per.] 2pl.,

    ἐνείκατε Od. 8.393

    ; [ per.] 3pl.

    ἐνεικάντων Schwyzer 688

    B 3 (Chios, v B. C.); inf.

    ἐνεῖκαι Il.18.334

    , Pi.P.9.53, Hdt.1.32; ἐνεικέμεν (v. supr.); [dialect] Aeol.

    ἐνείκην Alc.Oxy.1788

    Fr.15ii 20; part.

    ἐνείκας Il.17.39

    , ([etym.] ἀν-) Hdt.2.23;

    μετ-ενεικών Abh.Berl.Akad.1928(6).22

    (Cos, iii B. C.):—[voice] Med., [ per.] 3sg.

    ἀν-ενείκατο Il.19.314

    ; [ per.] 3pl.

    ἠνείκαντο 9.127

    , Hdt.1.57, ([etym.] ἐς-) 7.152; part.

    ἐνεικάμενος Alc.35.4

    .
    2 [tense] aor. 1 ἤνῐκα is found in the foll. dialect forms: [ per.] 3sg.

    ἤνικε IG42(1).121.110

    (Epid., iv B. C.);

    ἤνικεν SIG239

    Bi11 (Delph., iv B. C.);

    ἀν-ήνικε IG4.757A12

    , al. (Troezen, ii B. C.); ἀπ-ήνικε ib.42(1).103.16, al. (Epid., iv B. C.); but ἤνῑκε is prob. written for ἤνεικε in IG4.801.3 (Troezen, vi B. C.); [ per.] 1pl. ἀν-ηνίκαμες [ῐ] GDI 3591b21 ([place name] Calymna); [ per.] 3pl.

    ἤνικαν SIG239

    Bi 17 (Delph., iv B. C.), IG 12(2).15.15 (Mytil., iii B. C.); [ per.] 3sg. subj.

    ἐνίκει Berl.Sitzb.1927.161

    ([place name] Cyrene); ἐς-ενίκη, and inf. ἐς-ένικαι, IG12(2).645b43,39 (Nesus, iv B. C.); part. (dat. pl.)

    ἐξ-ενικοῦσι IG4.823.49

    (Troezen, iv B. C.); so in later Gr.,

    εἰς-ήνικα Supp.Epigr.7.381

    ,382 (Dura-Europos, iii A. D.); ἤνιγκα ib.383 (ibid., iii A. D.):—[voice] Med., part.

    ἐξ-ε[νικ]άμενος IG12

    (2).526a5 (Eresus, iv B. C.).
    b [dialect] Boeot. [tense] aor. 1 in [ per.] 3pl.

    εἴνιξαν IG7.2418.24

    (Thebes, iv B. C.); [ per.] 1sg. ἤνειγξα Hdn.Gr.2.374.
    V other tenses: [tense] pf.

    ἐνήνοχα D.21.108

    , 22.62, ([etym.] ἐξ-) Luc.Pr.Im.15,17, ([etym.] μετ-) Pl.Criti. 113a, ([etym.] συν-) v. l. in X.Mem.3.5.22:—[voice] Pass., [tense] fut.

    ἐνεχθήσομαι Arist.Ph. 205b12

    , Archim.Fluit.2.2, al., ([etym.] ἐπ-) Th.7.56, ([etym.] κατ-) Isoc.13.19: [tense] aor.

    ἠνέχθην X.An.4.7.12

    and freq. in compds.; [dialect] Ion.

    ἀπ-ηνείχθην Hdt.1.66

    , etc.; ([etym.] περι-) ib.84; [ per.] 3pl. written ἠνείχτθησαν in Schwyzer 707B9 (Ephesus, vi B. C.); [dialect] Dor. part.

    ἐξ-ενειχθείς IG42(1).121.115

    (Epid., iv B. C.); Hellenistic

    ἐνεγχθείς PCair.Zen.327.42

    (iii B. C.), ([etym.] συμπερι-) IPE12.32A31,78, B70 (Olbia, iii B. C.); in dialects, [ per.] 3sg. indic.

    ἀπ-ηνίχθη IG42(1).103.111

    (Epid., iv B. C.); [ per.] 3sg. subj. ἐξενιχθῇ ib.12(5).593 A23 (Ceos, v B. C.), Abh.Berl.Akad.1928(6).21 (Cos, iii B. C.); [dialect] Boeot.

    ἐν-ενιχθεῖ IG7.3172.150

    (Thespiae, iii B. C.); part. (neut.)

    ἐπ-ενιχθέν Abh.Berl.Akad.1928(6).53

    (Telos, iv B. C., ined.); [dialect] Att. [tense] pf.

    ἐνήνεγμαι, ἐνήνεκται Pl.R. 584d

    ,

    εἰς-ενήνεκται E. Ion 1340

    ;

    ἀν-ενήνεγκται IG12.91.4

    ; ἐπαν-ενήνειγκται ib.22.1607a7; [dialect] Ion.

    ἐξ-ενηνειγμένος Hdt.8.37

    ; [dialect] Att. [tense] plpf.

    προς-ενήνεκτο X.HG4.3.20

    ; part.

    κατ-, μετ-ενηνεγμένος Plb.10.30.2

    , Str.13.1.12. (With φέρω cf. Lat.fero, OE. beran, Skt. bhárati 'bear'; οἴσω is of uncertain origin; ἐνεγκ- is prob. redupl. ἐγκ- ( ἐνεκ- in [voice] Pass. forms and in δουρηνεκής, etc.), cogn. with Skt. náśati 'attain,' Lat. nanciscor, Lith. nèšti 'carry, bear'; ἐνεικ- ([etym.] ἐνῐκ-) is of uncertain origin; the glosses ἐνέεικαν· ἤνεγκαν, and ἐνεείκω· ἐνέγκω (Hsch.) are not corroborated.)
    A [voice] Act.,
    I bear or carry a load,

    ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν Il.18.568

    ;

    μέγα ἔργον, ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν 5.303

    ;

    ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ' εὐήνορα οἶνον Od.4.622

    ;

    χοάς A.Ch.15

    ;

    φ. ἐπ' ὤμοις S.Tr. 564

    ;

    χερσὶν φ. Id.Ant. 429

    ;

    φ. ὅπλα βραχίονι E.Hec.14

    ; bear (as a device) on one's shield, A.Th. 559, etc.; γαστέρι κοῦρον φ., of a pregnant woman, Il.6.59; φ. ὑπὸ ζώνην or ζώνης ὕπο, A.Ch. 1000(992), E.Hec. 762: in Trag. stronger than ἔχω, ἁγνὰς αἵματος χεῖρας φ. to have hands clean from blood, E.Hipp. 316 (v.l. φορεῖς)

    ; ἀλαὸν ὄμμα φέρων Id.Ph. 1531

    (lyr.);

    γλῶσσαν εὔφημον φ. A.Ch. 581

    , cf. Supp. 994;

    καλὸν φ. στόμα S.Fr. 930

    codd. (nisi leg. φορῇ) ; ἄψοφον

    βάσιν φ. Id.Tr. 967

    (lyr.).
    II bear, convey, with collat. notion of motion, freq. in Hom.,

    πῇ δὴ.. τόξα φέρεις; Od.21.362

    ; πρόσω φ. ib. 369;

    εἴσω φέρω σ' ἐντεῦθεν Ar.V. 1444

    , cf. Pl.Lg. 914b;

    πόδες φέρον Il.6.514

    ;

    πέδιλα τά μιν φέρον 24.341

    , etc.; of horses, 2.838;

    ἵππω.. ἅρμα οἴσετον 5.232

    , etc.; of ships, Od.16.323, cf. Il.9.306;

    τὰ σώματα τῶν ζῴων συνέστηκεν ἐκ τοῦ φέροντος καὶ τοῦ φερομένου Diocl. Fr.17

    .
    b of persons, bring to bear, μένος or μένος χειρῶν ἰθύς τινος φέρειν hurl one's strength right upon or against him, Il.16.602, 5.506; φ. τὴν ὀργήν, τὴν αἰτίαν ἐπί τινα, Plb.21.31.8, 33.11.2.
    c lead, direct,

    τὴν πόλιν Plu.Luc.6

    .
    2 of wind, bear along, [

    πνοιὴ Ζεφύρου] φ. νῆάς τε καὶ αὐτούς Od.10.26

    ; [

    σχεδίην] ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα 5.330

    , cf. 4.516, Il.19.378, etc.;

    ἐπέλασσε φέρων ἄνεμος Od.3.300

    , 7.277, cf. 5.111, etc.: abs., ὁ βορέας ἔξω τοῦ Πόντου εἰς τὴν Ἑλλάδα φέρει is fair for Greece, X.An.5.77: metaph.,

    ὅπῃ ἂν ὁ λόγος ὥσπερ πνεῦμα φ. Pl.R. 394d

    ;

    φ. τινὰ φρένες δύσαρκτοι A.Ch. 1023

    , cf. Th. 687 (lyr.):—[voice] Pass., v. infr. B.
    III endure, suffer,

    λυγρά Od.18.135

    ;

    ἄτην Hdt.1.32

    ; χαλινόν, ζυγόν, A.Ag. 1066, 1226; πημονάς, τύχας, Id.Pers. 293, E.Or. 1024;

    ξυμφοράς Th.2.60

    ;

    τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας Antipho 3.2.10

    ; also of food,

    ἐσθίουσι πλείω ἢ δύνανται φ. X.Cyr.8.2.21

    ; of strong wine, bear, admit, καὶ τὰ τρία φέρων καλῶς, i.e. three parts of water, instead of ἴσον ἴσῳ, Ar.Eq. 1188, cf. Ach. 354; so τὰς ἐπιδείξεις.. φέρουσιν αὐτοῦ (sc. Ἰσοκράτους)

    οἱ λόγοι, τοὺς δὲ ἐν ἐκκλησίαις.. ἀγῶνας οὐχ ὑπομένουσι D.H.Isoc.2

    : metaph.,

    ᾗ φέρειν πέφυκε Pl.Ti. 48a

    .
    2 freq. with modal words,

    πήματα κόσμῳ φ. Pi.P.3.82

    ;

    σιγῇ κακά E.Hec. 738

    ;

    ὀργῇ τὸν πόλεμον Th.1.31

    ;

    θυμῷ φ. Id.5.80

    ;

    χαρᾷ φ. τι J.AJ19.1.13

    : esp. with an Adv., [

    ὕβριν] ῥηϊδίως φ. Hes.Op. 215

    ; δεινῶς, βαρέως, πικρῶς, χαλεπῶς φέρειν τι, bear a thing impatiently, take it ill or amiss, Hdt.2.121.γ, 5.19, E. Ion 610, Pl.R. 330a, etc.; δυσπετῶς, βαρυστόνως φ., A.Pr. 752, Eu. 794; προθύμως φέρειν τὸν πόλεμον to be zealous about the war, Hdt.9.18,40;

    προθύμως τὰ τοῦ πολέμου ἔφερον Th.8.36

    ;

    αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα A.Pr. 104

    ;

    συμφορὴν ὡς κουφότατα φ. Hdt.1.35

    ;

    ῥᾳδίως φ. Pl.Grg. 522d

    , al.;

    εὐπετῶς φ. S.Fr. 585

    , X.Mem.2.1.6; εὐπόρως ( εὐφόρως Brunck)

    ἐνεγκεῖν S.Ph. 873

    ; εὐμενῶς, εὐχερῶς φ., D.Ep. 3.45, Pl.R. 474e; these phrases are used mostly c. acc. rei; also c. part.,

    βαρέως ἤνεικε ἰδών Hdt.3.155

    , cf. Ar.Th. 385, etc.;

    φ. ἐλαφρῶς.. λαβόντα ζυγόν Pi.P.2.93

    ;

    ῥᾳδίως φέρεις ἡμᾶς ἀπολείπων Pl. Phd. 63a

    : c. gen.,

    τοῦ ἐνδεοῦς χαλεπώτερον φ. Th.1.77

    , cf. 2.62;

    ἐπί τινι, χαλεπῶς φ. ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ X.HG7.4.21

    , cf. Isoc.12.232;

    πράως ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις φ. D.58.55

    : c. dat. only, βαρέως φέρειν τοῖς παροῦσι, τῇ ἀτιμίᾳ, X.An.1.3.3, HG3.4.9, cf. 5.1.29; later, χαλεπῶς φ. διά τι, πρός τι, D.S.17.111, Jul.Or.1.17c codd.
    IV bring, fetch,

    εἰ.. θεὸς αὐτὸν ἐνείκαι Od.21.196

    ;

    φ. ἄποινα Il.24.502

    ;

    ἄρνε 3

    , 120, cf. Sapph.95; ὕδωρ, οἶνον, Anacr.62.1;

    ἔντεα Il.18.191

    ;

    τόξα Od.21.359

    ;

    κνημῖδας A.Th. 675

    ;

    δᾷδα Ar.Nu. 1490

    , etc.;

    γῆν τε καὶ ὕδωρ Hdt.7.131

    :—[voice] Med., carry or bring with one, or for one's own use,

    ποδάνιπτρα Od.19.504

    ;

    οἶνον Alc.35

    , cf. Hdt.4.67, 7.50, X. Mem.3.14.1;

    φερνὰς δόμοις E.Andr. 1282

    ; fetch, Od.2.410;

    χοὰς ἐκ κρήνης S.OC 470

    .
    2 bring, offer, present,

    δῶρα Od.8.428

    , etc.;

    μέλος Pi.P.2.3

    ;

    χοάς τινι A.Ch. 487

    ;

    φ. πέπλον δώρημά τινι S.Tr. 602

    ;

    πρός τινα δῶρα X.An.7.3.31

    ; χάριν τινὶ φ. grant any one a favour, do him a kindness, Il.5.211, Od.5.307, al.;

    ἐπὶ ἦρα φ. τινί Il.1.572

    , Od.3.164, etc.; φ. τισὶ εὐνοίας, ὄνησιν ἀστοῖς, A.Supp. 489, S.OC 287; but after Hom., χάριν τινὶ φ. show gratitude to him, Pi.O.10(11).17; μῆνιν φ. τινί cherish wrath against.. A.Niob. in PSI11.1208.12.
    b = ἄγω iv. 1,

    ἄχρι νῦν καθ' ὥραν ἔτους λέγονται πένθος ἐπὶ Μελεάγρῳ φέρειν Ant.Lib.2.7

    ; Ἰάλεμος· ὁ ἐπὶ τοῖς ἀπολωλόσιν ἀνίαν φέρων, Suid.:—[voice] Med.,

    τοῦ γονέως ἐφ' ᾧ γε τὸ πένθος φέρεσθε Phalar.Ep.103.1

    .
    3 bring, produce, cause, [

    ἀστὴρ] φέρει πυρετὸν βροτοῖσιν Il.22.31

    ;

    ὄσσαν.. ἥ τε φ. κλέος ἀνθρώποισι Od.1.283

    , cf. 3.204; φ. κακόν, πῆμα, ἄλγεα, etc., work one woe, Il.8.541, Od.12.231, 427, etc.; δηϊοτῆτα φ. bring war, 6.203;

    ἐπ' ἀλλήλοισι φ. Ἄρηα Il.3.132

    , cf. 8.516;

    πόλεμον Hes.Sc. 150

    ;

    θάνατον φ. B.5.134

    ;

    τοῦτο εὐδοξίαν σοι οἴσει Pl.Ep. 312c

    ;

    τὸ σωθῆναι τὸ ψεῦδος φέρει S.Ph. 109

    ;

    τέχναι.. φόβον φέρουσιν μαθεῖν A.Ag. 1135

    (lyr.); ὥσπερ τὸ δίκαιον ἔφερε as justice brought with it, brought about, i.e. as was just, no more than just, Hdt.5.58;

    ἀν' ὄ κα φέρῃ ὁ λόγος ὁ ταμία Φιλοκλέος IG42(1).77.13

    (Epid., ii B. C.); of a calculation, yield a result, Vett.Val.349.27; produce, adduce, bring forward,

    παραδείγματα Isoc.7.6

    , etc.;

    πάσας αἰτίας D.58.22

    ;

    ἁρμόττουσαν εἰκόνα Id.61.10

    :—[voice] Pass.,

    εἰς τὴν συνηγορίαν.. τοιαῦτά τινα φέρεται Sor.2.3

    .
    b bring or carry with one, involve,

    τὸ πᾶν ἡμῖν τοῦ πολέμου φέρουσιν αἱ νέες Hdt.8.62

    ; οὐ ξύλων ἀγὼν ὁ τὸ πᾶν φέρων ἐστὶ ἡμῖν, ἀλλ' ἀνδρῶν ib. 100.
    4 μῦθον φ. τινί bring one word, Il.10.288, 15.202; ἀγγελίην φ. bring a message, ib. 175, Od.1.408;

    λόγον Pi.P.8.38

    ;

    ἐπιστολὰς φ. τινί S.Aj. 781

    , cf. Tr. 493;

    ἐπιστολήν X.Ages.8.3

    : hence, tell, announce, πευθώ, φάτιν, A.Th. 370, Ag.9;

    σαφές τι πρᾶγος Id.Pers. 248

    (troch.), cf. Ag. 639, etc.; report, ἀγήν (breakages) PCair.Zen. 15r27 (iii B. C.); φ. κεχωνευκώς reports that he has.., ib.741.26, cf. 147.4, 268.24 (all iii B. C.); enter, book a payment made, PBaden47.12:—[voice] Med.,

    λόγους φ. E.Supp. 583

    ; but also ἀγγελίας ἔπος οἴσῃ thou shalt have it brought thee, receive, Id.Ph. 1546 (lyr.);

    μαντήϊα.. φέρονται Hes.Fr.134.9

    :—[voice] Pass., θάνατον ἀνάγκη φέρεσθαι τοῦ διαθεμένου the death of the testator must be announced, Ep.Heb.9.16.
    5 pay something due or owing, φόρον τέσσαρα τάλαντα φ. pay as a tax or tribute, Th.4.57, cf. IG12.57.9, Pl.Plt. 298a, PCair.Zen.467.7 (iii B. C.);

    δασμόν X.An.5.5.10

    ; σύνοδον φ. subscribe to the expense of a meeting, IG22.1012.14, 1326.6;

    χρήματα πᾶσι τάξαντες φ. Th.1.19

    ;

    μισθὸν φ. X.Cyr.1.6.12

    (but usu., receive, draw, pay,

    μισθὸν δύο δραχμὰς τῆς ἡμέρας Ar.Ach.66

    ;

    τέτταρας τῆς ἡμέρας ὀβολοὺς φέρων Men.357

    ;

    αἱ νῆες μισθὸν ἔφερον Th. 3.17

    , cf. X.An.1.3.21, Oec.1.6);

    φ. ἐννέα ὀβολοὺς τῆς μνᾶς τόκους Lys.Fr.1.2

    , cf. Lycurg.23; also of property, bring in, yield as rent,

    φ. μίσθωσιν τοῦ ἐνιαυτοῦ Is.5.35

    .
    6 apply, refer,

    τι ἐπί τι Pl. Ti. 37e

    , Chrm. 163d, R. 478b, cf. Plb.3.36.7, al.; φ. τὰ πράγματα ἐπί τινα confer powers upon, Id.2.50.6.
    7 ψῆφον φ. give one's vote, A.Eu. 674, 680, And.1.2, Is.11.18; ψῆφος καθ' ἡμῶν οἴσεται ([voice] Pass.) E.Or. 440;

    περὶ ταύτης ἡ ψῆφος οἰσθήσεται D.44.45

    ;

    ὑπὲρ ἀγῶνος Lycurg.7

    , cf. 11: hence φ. τινά appoint or nominate to an office,

    φ. χορηγόν D.20.130

    , 39.7, cf. Pl.Lg. 753d, Arist.Pol. 1266a10:—[voice] Pass., ibid.;

    ὅπως φέρηται ἐν τῷ στρατιωτικῷ UPZ15.10

    (ii B. C.);

    τῶν φερομένων ἐν Κλεοπάτρᾳ κληρούχων PRein.10.13

    , al. (ii B. C.); φερομένου μου ἐν τῇ συνοχῇ since I am enrolled in prison, i.e. am in prison, BGU1821.21 (i B. C.):—[voice] Med., choose, adopt,

    ταύταν φ. βιοτάν E.Andr. 785

    (lyr.).
    V bring forth, produce, whether of the earth or of trees,

    φ. ἄρουρα φάρμακα Od.4.229

    ;

    ἄμπελοι φ. οἶνον 9.110

    ; [νῆσος] φ. ὥρια πάντα ib. 131, cf. Hes.Op. 117; [

    οὐ] γῆ καρπὸν ἔφερε Hdt.6.139

    ;

    γύαι φ. βίοτον A.Fr.196.5

    , cf. Pi.N.11.41, E.Hec. 593, etc.: abs., bear fruit, be fruitful,

    εὖτ' ἂν τάδε πάντα φέρῃσι h.Merc.91

    ; ἡ γῆ ἔφερε ( καρπόν add. codd. quidam) Hdt.5.82;

    αἱ ἄμπελοι φέρουσιν X.Oec.20.4

    ; also of living beings,

    τόπος ἄνδρας φ. Pl.Ti. 24c

    ;

    ἤνεγκεν αὐτὸν Λαοδίκεια Philostr. VS1.25.1

    ;

    ἡ ἐνεγκοῦσα

    one's country,

    Hld.2.29

    , Lib.Or. 2.66, al., Chor.p.81 B., Lyd.Mag.3.26, dub. in Supp.Epigr.4.439 (Milet.) without Art. (also

    ἡ ἐνεγκαμένη Jul.Ep. 202

    ); or Mother Earth, M.Ant.4.48: generally, create, form,

    Πηνειὸς Τέμπη φ. Philostr.Im.1.25

    ; [

    τὰ βρέφη] ἄρχεται φέρειν τοὺς ὀδόντας Aët.4.9

    ;

    φ. τοὺς κυνόδοντας Gp.16.1.14

    .
    VI carry off or away,

    Κῆρες ἔβαν θανάτοιο φέρουσαι Il.2.302

    ;

    φ. τινὰ ἐκ πόνου 14.429

    , 17.718, etc.; of winds, [ἔπος] φέροιεν ἀναρπάξασαι ἄελλαι may the winds sweep away the word, Od.8.409; of a river, Hdt.1.189:—[voice] Med., carry off with one, Od.15.19.
    2 carry away as booty or prize, ἔναρα, τεύχεα, Il.6.480, 17.70;

    αἶγα λέοντε φ. 13.199

    ; δεῖπνον φ., of Harpies, A.Eu.51;

    ἐνέχυρα βίᾳ φ. Antipho 6.11

    ; in the phrase φέρειν καὶ ἄγειν (cf.

    ἄγω 1.3

    ), IG12.69.19; φέροντα ἢ ἄγοντα Lex ap.D.23.60;

    αἴ κα.. ἄγῃ ἢ φέρῃ Leg.Gort.5.37

    ;

    ἥρπαζον καὶ ἔφερον Lys.20.17

    ;

    κείρων ἢ φέρων IG12(9).90.10

    (Tamynae, iv B. C.);

    αἴ τίς κα.. φέρει τι τῶν ἐν τᾷ ἱαρᾷ γᾷ Tab.Heracl.1.128

    ; of a divorced wife,

    αἰ δέ τι ἄλλο φέροι τῶ ἀνδρός, πέντε στατῆρανς καταστασεῖ κὤτι κα φέρῃ αὐτόν Leg.Gort.3.2

    ; φέρειν alone, rob, plunder,

    θεῶν ἱερά E.Hec. 804

    ;

    ἀλλήλους Th.1.7

    ; abs., SIG38.23 (Teos, v B. C.):—[voice] Pass.,

    φερόμενοι Βακχῶν ὕπο E.Ba. 759

    :—[voice] Med. in same sense,

    ἔναρα Il.22.245

    ;

    πελέκεας οἶκόνδε φ. 23.856

    ;

    ἀτερπέα δαῖτα Od.10.124

    , cf. 15.378.
    3 carry off, gain, esp. by toil or trouble, win, achieve, both [voice] Act. and [voice] Med.,

    ἤ κε φέρῃσι μέγα κράτος ἦ κε φεροίμην Il.18.308

    ;

    φέρειν τρίποδα Hes.Op. 657

    ;

    τἀπινίκια S.El. 692

    ;

    τιμήν Ar. Av. 1278

    ; τἀριστεῖα, τὰ νικητήρια, Pl.R. 468c, Lg. 657e;

    πέρα.. οὐδὲν φ. S.OC 651

    ;

    ἐκ σοῦ πάντ' ἄνευ φόβου φ. Id.OT 590

    ; τίς.. πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει ἤ .. ; ib. 1190 (lyr.), cf. El. 1088 (lyr.); in bad sense,

    μείζω τὴν αἰσχύνην φ. Pl.Lg. 671e

    : also, receive one's due,

    φ. χάριν S.OT 764

    ;

    ὡς τοῦτό γ' ἔρξας δύο φέρῃ δωρήματα Id.Ph. 117

    ; μισθὸν φέρειν (v. supr. iv.5); of a priest's perquisites,

    φέρει ὁ ἱαρεὺς γέρη σκέλη κτλ. BMus.Inscr.968

    A 9 ([place name] Cos), cf. IG12.24.10, al., SIG56.35 (Argos, v B. C.):—[voice] Med. (v. ad init.), win for oneself,

    κῦδος οἴσεσθαι Il.22.217

    ; δέπας, τεύχεα, carry off as a prize, 23.663, 809, al.; ἀέθλια or ἄεθλον φ. carry off, win a prize, 9.127, 23.413; τὰ πρῶτα φέρεσθαι (sc. ἄεθλα) 23.275, 538;

    οὐ σμικρὸν ἆθλον τῆς ἐρωτικῆς μανίας φέρονται Pl.Phdr. 256d

    ; of perquisites, τὸ.. σκέλος τοὶ ἱαρομνάμονες φερόσθω (i. e. φερούσθω from Φερόνσθω) IG42(1).40.13 (Epid., v/iv B. C.): hence

    οὐ τὰ δεύτερα Hdt.8.104

    ; πλέον φέρεσθαι get more or a larger share for onself, gain the advantage over any one, τινος Hdt.7.211, cf. S.OT 500 (lyr.), E.Hec. 308; ταῦτα ἐπὶ σμικρόν τι ἐφέροντο τοῦ πολέμου this they received as a small help towards the war, Hdt.4.129;

    ἠνείκατο παρὰ Ἐγεσταίων τὰ οὐδεὶς ἄλλος 5.47

    ;

    ἴδια κέρδεα προσδεκόμενοι παρὰ τοῦ Πέρσεω οἴσεσθαι 6.100

    ;

    χάριν φέρεσθαι παρ' ὑμῶν And.2.9

    ;

    φ. τὴν ἀπέχθειαν αὐτῶν Antipho 3.4.2

    ;

    ὀνείδη Pl.Lg. 762a

    ;

    εὐσέβειαν ἐκ πατρὸς οἴσῃ S.El. 969

    ;

    δάκρυ πρὸς τῶν κλυόντων A.Pr. 638

    ;

    ἀπό τινος βοσκάν Id.Eu. 266

    (lyr.);

    ἐξ ἀνανδρίας τοὔνομα Aeschin.1.131

    : generally, get for one's own use and profit, take and carry away, esp. to one's own home,

    τοῦ.. πάμπρωτα παρ' ἀγλαὰ δῶρα φέροιο Il.4.97

    : hence φέρειν or φέρεσθαι is often used pleon., v. infr. xi.
    VII abs., of roads or ways, lead to a place,

    ὁδὸν φέρουσαν ἐς ἱρόν Hdt.2.122

    , cf. 138; τὴν φέρουσαν ἄνω (sc. ὁδόν) Id.9.69;

    τῆς μὲν ἐς ἀριστερὴν ἐπὶ Καρίης φ., τῆς δὲ ἐς δεξιὴν ἐς Σάρδις Id.7.31

    ;

    ἐπὶ Σοῦσα X.An.3.5.15

    ;

    ἁπλῆ οἶμος εἰς Ἅιδου φέρει A.Fr. 239

    ;

    ἡ ἐς Θήβας φέρουσα ὁδός Th.3.24

    (but ἡ ἐπ' Ἀθηνῶν φέρουσα ibid.); also ἡ θύρα ἡ εἰς τὸν κῆπον φ. the door leading to the garden, D.47.53; αἱ εἰς τὴν πόλιν φ. πύλαι, αἱ ἐπὶ τὸ τεῖχος φ. κλίμακες, X.HG7.2.7, cf. PMich.Zen.38.27 (iii B. C.), Plb.10.12.3.
    b of time,

    τῇ νυκτὶ τῇ φερούσῃ εἰς τὴν β τοῦ Παχών PPetr.3p

    .x (iii B. C.), cf. PTeb.61 (b) 288 (ii B. C.), BGU1832.5 (i B. C.), etc.
    3 metaph., lead to or towards, be conducive to,

    ἐς αἰσχύνην φέρει Hdt.1.10

    ;

    τὰ ἐς ἄκεσιν φέροντα Id.4.90

    ; ἐς βλάβην, ἐς φόβον φέρον, S.OT 517, 991;

    εἰς ὄκνον E.Supp. 295

    : esp. in good sense, tend, conduce to one's interest, ἐπ' ἀμφότερά τοι φέρει (impers.)

    ταῦτα ποιέειν Hdt.3

    . 134; so

    τὰ πρὸς τὸ ὑγιαίνειν φέροντα X.Mem.4.2.31

    ;

    τροφαὶ μέγα φ. εἰς ἀρετάν E.IA 562

    (lyr.); μέγα τι οἰόμεθα φέρειν (sc. κοινωνίαν γυναικῶν τε καὶ παίδων)

    εἰς πολιτείαν Pl.R. 449d

    ; τὰ καλὰ ἐπιτηδεύματα εἰς ἀρετῆς κτῆσιν φ. ib. 444e, cf. X.Cyr.8.1.42; τοῦτο ἔφερεν αὐτῷ was for his good, M.Ant.5.8.
    b point to, refer to a thing,

    ἐς τί ὑμῖν ταῦτα φαίνεται φέρειν; Hdt.1.120

    ; φωνὴ φέρουσα πρός τινα addressed to him, Id.1.159;

    ἐς ἀρηΐους ἀγῶνας φέρον τὸ μαντήϊον Id.9.33

    , cf. 6.19; [ὄψις] φέρει ἐπὶ πᾶσαν γῆν refers to.., extends over.., Id.7.19; τὰ ἴχνη τῆς ὑποψίας εἰς τοῦτον φ. point to him, Antipho 2.3.10;

    πρός τινας Pl.R. 538c

    ;

    ταύτῃ <ὁ> νόος ἔφερε Hdt.9.120

    ; ἡ τοῦ δήμου φέρει γνώμη, ὡς .., the people's opinion inclines to this, that.., Id.4.11;

    ἐπὶ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Th.1.79

    : c. inf., τῶν ἡ γνώμη ἔφερε συμβάλλειν whose opinion inclined to giving battle, Hdt.6.110, cf. 5.118; πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι his opinion inclined rather to the view.., Hdt.8.100, cf. 3.77.
    VIII carry or have in the mouth, i. e. speak of,

    πολύν τινα ἐν ταῖς διαβολαῖς φέρειν Aeschin.3.223

    ; use a word,

    οὐκ οἶδα καθ' ὁποτέρου τούτων οἱ παλαιοὶ τὸ τῆς ζειᾶς ἔφερον ὄνομα Gal.Vict.Att.6

    , cf. 7.644, 15.753, 876; record an event,

    οἱ δευτέρῳ μετὰ τὴν ἔξοδον.. ἔτει φέροντες αὐτήν D.H.1.63

    : more freq. in [voice] Pass., πονηρῶς, εὖ, φέρεσθαι, to be ill or well spoken of, X.HG1.5.17, 2.1.6;

    ἀτίμως ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων φ. Pl.Ep. 328e

    ; abs., φέρεται [the report] is carried about, i.e. it is said, c. acc. et inf.,

    τοιόνδε φέρεται πρῆγμα γίνεσθαι Hdt.8.104

    (v.l.); ἐν χρόνοις φέρεται μνημονευομένοις is recorded as occurring within historical times, Str.1.3.15;

    ὅτε καὶ Δημόκριτος φέρεται τελευτήσας Sor.Vit.Hippocr.11

    ;

    κρίνομεν.. τὰ γραφέντα ὑφ' ἡμῶν προστάγματα ἐν τοῖς ἱεροῖς νόμοις φέρεσθαι παρ' ὑμῖν OGI331.60

    (Pergam., ii B. C.);

    ὧν τὰ ὀνόματα φέρεται

    are in use,

    Ptol.Geog.7.4.11

    ; of literary works, to be in circulation,

    ἐπιστόλιον αὐτοῦ τοιοῦτον φέρεται Plu.2.808a

    , cf. 209e, 832d, 833c, al., Jul.Or.6.189b, Gp.2.35.8, Eun.VSp.456 B.; πρόλογοι διττοὶ φέρονται Arg.E.Rh.; ὁ στίχος οὗτος ἔν τισιν οὐ φέρεται Sch.E. Ph. 377, cf. Sch.Il.8.557.
    2 of words, φέρεσθαι ἐπί τι to refer to something, A.D.Pron.61.5, Synt.21.14, al.
    IX imper. φέρε like ἄγε, as Adv., come, now, well,
    1 before another imper.,

    φέρε γὰρ σήμαινε A.Pr. 296

    (anap.);

    φέρ' εἰπὲ δή μοι S.Ant. 534

    ;

    φ. δή μοι τόδε εἰπέ Pl.Cra. 385b

    ; so

    φέρετε.. πειρᾶσθε Hdt.4.127

    .
    2 before [ per.] 1sg. or pl. of subj. used imperatively, φέρε ἀκούσω, φέρε στήσωμεν, Hdt.1.11,97;

    φ. δὲ νῦν.. φράσω Id.2.14

    ;

    φέρ' ἴδω, τί δ' ἥσθην; Ar.Ach.4

    ;

    φέρε δὴ κατίδω Id. Pax 361

    , cf. 959; φ. δὴ ἴδωμεν, φ. δὴ σκεψώμεθα, Pl.Grg. 455a, Prt. 330b, cf. E.Or. 1281 (lyr.), Ph. 276, etc.: less freq. before 2 pers.,

    φέρε.. μάθῃς S.Ph. 300

    .
    3 before a rhetorical question,

    φέρε.. τροπαῖα πῶς ἀναστήσεις; E.Ph. 571

    ;

    φ. δὴ νῦν.. τί γαμεῖθ' ἡμᾶς; Ar.Th. 788

    (anap.), cf. Ach. 541, Pl.R. 348c; φ. μῶν οὐκ ἀνάγκη .. ; Id.Lg. 805d; φ. πρὸς θεῶν πῶς .. ; Id.Grg. 514d; freq. in phrase

    φέρε γάρ, φέρε τίς γὰρ οὗτος; Ar.Nu. 218

    ;

    φ. γὰρ πρὸς τίνας χρὴ πολεμεῖν; Isoc.4.183

    , cf. Antipho 5.36; also

    φ. δή Pl.Grg. 455a

    , al.: usu. first in a sentence, but

    τὴν ἀνδρείαν δὲ φ. τί θῶμεν; Id.Lg. 633c

    , etc.
    4 φέρε δή, ἐάν πῃ διαλλαχθῶμεν .. come let us see if we can.., Id.Cra. 430a.
    5 φέρε c. inf., suppose, grant that..

    φ. λέγειν τινά Plu.2.98b

    ; φ. εἰπεῖν let us say, D.Chr.31.93, 163, Porph.Abst.3.3;

    οἷον φ. εἰ. Iamb. in Nic.p.47

    P., al. ( οἷον φέρε alone, Hierocl. in CA11p.439M.).
    X part. neut. τὸ φέρον, as Subst., destiny, fate, τὸ φ. ἐκ θεοῦ [καλῶς] φέρειν [χρή] ye must bear nobly what heaven bears to you, awards you, S.OC 1693 (lyr., codd., sed secl. καλῶς, χρή)

    ; εἰ τὸ φερον σε φέρει, φέρε καὶ φέρου AP 10.73

    (Pall.).
    2 part. φέρων in all genders freq. joined with another Verb:
    a to express a subsidiary action, φέρων ἔδωκε he brought and gave, Od.22.146; δὸς τῷ ξείνῳ ταῦτα φέρων take this and give it him, 17.345; ἔγχος ἔστησε φέρων brought the spear and placed it, 1.127; σῖτον παρέθηκε φέρουσα ib. 139, al., cf. S.Tr. 622;

    τοῦτο ἐλθὼν οἴκαδε φέρων τῷ πατρὶ ἔδωκα Pl.Hp.Ma. 282e

    , cf. R. 345b; so

    ὁ μὲν Ἐπίχαρμον.. εἰς δέκα τόμους φέρων συνήγαγεν Porph.Plot. 24

    ; ἑκάστῃ ἐννεάδι τὰ οἰκεῖα φέρων συνεφόρησα ibid., etc.; sts. translatable by with,

    ᾤχοντο φέροντες τὰ γράμματα Th.7.8

    .
    b intr., in pass. sense, to denote unrestrained action,

    νῦν σε μάλ' οἴω.. φέροντα.. φιλητεύσειν h.Merc. 159

    ; φέρουσα ἐνέβαλε νηΐ φιλίῃ she went and rammed, rammed full tilt, Hdt.8.87; ὅταν ἐπὶ θάτερ' ὥσπερ εἰς τρυτάνην ἀργύριον προσενέγκῃς, οἴχεται φέρον down it sinks, D.5.12;

    τὰ μὲν ἄλλα μέρη τοῦ πολέμου παρῆκαν, φέροντες δὲ παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς αὐτὸν Ἀκράγαντα προσήρεισαν

    hurling themselves,

    Plb.1.17.8

    ;

    εἰς τοῦτο φέρων περιέστησε τὰ πράγματα Aeschin.3.82

    ; ὑπέβαλεν ἑαυτὸν φέρων Θηβαίοις ib.90, cf. 1.175, 3.143,146; in the foll. passages φέρων accompanies a Verb of throwing, giving, entrusting, or dedicating, and expresses wholehearted action, whether wise or unwise; there is always an accus., freq. of the reflex. Pron., governed by the principal Verb (or perh. by φέρων): ἐπεὶ ἐς τοὺς κρατῆρας ἐμαυτὸν φέρων ἐνέβαλον (sc. ὁ Ἐμπεδοκλῆς ) when I went (or took) and threw myself.., Luc.Icar.13, cf. Fug.1, Plu.Comp.Arist. Cat.1, Fab.6, Per.12, Paus.1.30.1, Ael.VH8.14, Frr.10,69, Philostr. VA3.4;

    τὴν κατασκευὴν.. φέρων ἐδωρήσατο τῇ μητρί D.S.31.27

    , cf. Ach.Tat.1.7;

    σεαυτὸν.. φέρων ἀπημπόληκας Luc.Merc.Cond.24

    ;

    τί παθόντες.. τοῖς ἀτέκνοις τῶν γερόντων ἐσποιεῖτε φέροντες αὑτούς; Luc. DMort.6.3

    , cf. Ind.19, Laps.22; ταύτῃ (sc. τῇ ὀργῇ)

    φέρων ὑπέθηκεν ἑαυτόν Plu.Them.24

    , cf. Per.7;

    τούτῳ φέροντες ὑποβάλλουσι τοὺς υἱούς Id.2.4b

    , cf. Luc.6, Pomp.27, Ael.VH6.1, Max.Tyr.1.2;

    προσέθετο φέρων ἑαυτὸν ἐκείνῳ Eun.VS p.456

    B., cf.pp.461,465 B., Dam. ap. Suid. s.v. Σεβηριανός; ἀλλὰ σοὶ μὲν, ὦ θεῶν πάτερ, ἐμαυτὸν φέρων ἀναθήσω Jul.Or.7.231b.
    3 ἔκκρισις.. ἐκ μικρῶν φέρουσα διαστημάτων occurring at short intervals, Sor.2.45.
    XI φέρειν, φέρεσθαι are freq. added epexegetically to δίδωμι and similar Verbs,

    δῶκεν.. τρίποδα φέρειν Il.23.513

    , cf. 16.665, 17.131;

    τεύχεα.. δότω φέρεσθαι 11.798

    , cf. Od.21.349, E.Tr. 419, 454(troch.).
    B [voice] Pass. is used in most of the above senses:—special cases:
    I to be borne or carried involuntarily, esp. to be borne along by waves or winds, to be swept away, φέρεσθαι ἀνέμοισι, θυέλλῃ, Od.9.82, 10.54, cf. A.Pers. 276 (lyr.), etc.; πᾶν δ' ἦμαρ φερόμην, of Hephaestus falling from Olympus, Il.1.592; ἧκε φέρεσθαι he sent him flying, 21.120; ἧκα πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι I let go my hands and feet, let them swing free [in the leap], Od.12.442, cf. 19.468; μέγα φέρεται πὰρ σέθεν, of a word uttered, comes with weight, Pi.P.1.87;

    βίᾳ φέρεται Pl.Phdr. 254a

    ;

    πνεῦμα φερόμενον Id.R. 496d

    ;

    τὸ πνεῦμα κατὰ τὰς ἀναπνοὰς εἴσω τε καὶ ἔξω φέρεται Gal.16.520

    ;

    ῥεῖν καὶ φέρεσθαι Pl.Cra. 411c

    ;

    φ. εἰς τὸν Τάρταρον Id.Phd. 114b

    ; simply, move, go,

    ποῖ γᾶς φέρομαι; S.OT 1309

    (anap.);

    οὐκ οἶσθ' ὅποι γῆς οὐδ' ὅποι γνώμης φέρῃ Id.El. 922

    , cf. E.Hec. 1076 (anap.), etc.; of the excreta,

    τὰ φερόμενα.. εἰ μὲν αὐτομάτως φέροιτο Philum.

    ap. Aët.9.12;

    πρὸς κοιλίαν φερομένην Aët.4.19

    : metaph.,

    εἰς τὸ λοιδορεῖν φέρῃ E.Andr. 729

    ;

    πρὸς τὴν τοῦ κάλλους φύσιν Pl.Phdr. 254b

    , cf. X.Mem.2.1.4; ἐπὶ ταὐτὸ φέρονται have the same tendency, Phld.Vit.p.42 J.;

    ἀπὸ δογμάτων καὶ ἀπὸ θεωρημάτων φ. Vett.Val.238.30

    ; of veins, to be conveyed, Gal.15.531; also ἡ φερομένη οὐσία (the doctrine of) universal motion, Pl.Tht. 177c; οἱ φερόμενοι θεοί the moving gods, i. e. the stars and planets, Plot.2.3.9.
    2 freq. in part. with another Verb of motion, φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας they fell into their hands with a rush, at full speed, Hdt.8.91;

    ἀπὸ.. ἐλπίδος ᾠχόμην φερόμενος Pl.Phd. 98b

    ;

    ἧκε φερόμενος εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Aeschin.3.89

    .
    3 of voluntary and impulsive motion,

    ἰθὺς φέρεται μένει Il.20.172

    ; ὁμόσε τινὶ φέρεσθαι come to blows with him, X.Cyn.10.21;

    δρόμῳ φ. πρός τινα Id.HG4.8.37

    ;

    φυγῇ εἰς ἑαυτοὺς φ. Id.Cyr.1.4.23

    ;

    ἥξει ἐπ' ἐκεῖνον τὸν λόγον φερόμενος Lycurg.59

    ;

    φερόμενος ὑπ' ὀργῆς D.H.Comp.18

    .
    II metaph., καλῶς, κακῶς φέρεσθαι, of things, schemes, etc., turn out, prosper well or ill, succeed or fail,

    οὔτ' ἂν.. νόμοι καλῶς φέροιντ' ἄν S.Aj. 1074

    ;

    κακῶς φ. τὰ ἑαυτοῦ X.HG3.4.25

    ;

    εὖ φέρεται ἡ γεωργία Id.Oec.5.17

    ; ὀλιγώρως ἔχειν καὶ ἐᾶν ταῦτα φέρεσθαι to neglect things and let them take their course, D.8.67; less freq. of persons, fare well or ill, εὖ φερόμενος ἐν στρατηγίαις being generally successful.., Th.5.16, cf. 15;

    καλῶς φερόμενος τὸ καθ' ἑαυτόν Id.2.60

    ;

    φ. ἐν προτιμήσει παρά τινι D.S.33.5

    ;

    χεῖρον φερομένη παρὰ τἀδελφῷ J.AJ16.7.6

    ; of euphonious writing,

    σύνθεσις καλῶς φερομένη Phld.Po.5.26

    .
    2 behave, ὑποκριτικῶς, ἀστάτως, etc., Vett.Val.38.20, 197.8, al.
    C [voice] Med.: for its chief usages, v. supr. A. VI. 3.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φέρω

  • 13 ποιέω

    ποιέω, [dialect] Dor. [full] ποιϝέω IG4.800 ([place name] Troezen), etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.
    A

    ποίεον Il. 20.147

    ; [var] contr.

    ποίει 18.482

    ; [dialect] Ion.

    ποιέεσκον Hdt.1.36

    , 4.78: [tense] fut. ποιήσω: [tense] aor. ἐποίησα, [dialect] Ep.

    ποίησα Il.18.490

    : [tense] pf. πεποίηκα:—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.

    ποιεέσκετο Hdt.7.119

    : [tense] fut.

    ποιήσομαι Il.9.397

    : in pass. sense, Hp.Decent.11, Arist.Metaph. 1021a23: [tense] aor. ἐποιησάμην, [dialect] Ep.

    ποι- Od.5.251

    , al.: [tense] pf. πεποίημαι in med. sense, And.4.22, Decr. ap. D. 18.29:—[voice] Pass., [tense] fut. ποιηθήσομαι ([etym.] μετα-) D.23.62, v. supr.;

    πεποιήσομαι Hp.Mul.1.11

    ,37: [tense] aor.

    ἐποιήθην Hdt.2.159

    , etc. (used as [voice] Med. only in compd. προς-): [tense] pf.

    πεποίημαι Il.6.56

    , etc.:—[dialect] Att. [full] ποῶ (EM 679.24), etc., is guaranteed by metre in Trag. and Com., as

    ποῶ S. OT 918

    ,

    ποεῖν Id.Tr. 385

    ,

    ποεῖς Ar.Ach. 410

    , etc., and found in cod. Laur. of S., cod. Rav. of Ar., also IG12.39.6 ([etym.] ποήσω), 82.9 ([etym.] ποεῖ), 154.7 ([etym.] ἐποησάτην), etc.; but ποι- is always written before -οι, -ου, -ω in Inscrr.: πο- also in [dialect] Aeol.

    πόημι πόης πόει PBouriant8.71

    ,75, Sapph. Supp.1.9, al., and Arc. ποέντω, = ποιούντων, IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.); cf. ποιητής.
    0-0 Used in two general senses, make and do.
    A make, produce, first of something material, as manufactures, works of art, etc. (opp. πράττειν, Pl.Chrm. 163b), in Hom. freq. of building, π. δῶμα, τύμβον, Il.1.608,7.435;

    εἴδωλον Od.4.796

    ; π. πύλας ἐν [πύργοις] Il.7.339; of smith's work, π. σάκος ib. 222;

    ἐν [σάκεϊ] ποίει δαίδαλα πολλά 18.482

    , cf. 490, 573: freq. in Inscrr. on works of art, Πολυμήδης ἐποίϝηh' (= ἐποίησε )

    Ἀργεῖος SIG5

    (vi B.C., cf. Class.Phil.20.139);

    Θεόπροπος ἐποίει Αἰγινάτας SIG18

    (vi/v B.C.), etc.; ἐποίησε Τερψικλῆς ib.3b(Milet., vi B.C.), etc.;

    τίς.. τὴν λίθον ταύτην τέκτων ἐποίει; Herod.4.22

    ; εἵματα ἀπὸ ξύλων πεποιημένα made from trees, i.e. of cotton, Hdt.7.65;

    ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου X.An. 5.3.9

    ;

    πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης ποιεύμενα Hdt.2.96

    ;

    καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ βοῶν X.An.4.5.14

    : c. gen. materiae,

    πωρίνου λίθου π. τὸν νηόν Hdt.5.62

    ;

    ἔρυμα λίθων λογάδην πεποιημένον Th.4.31

    ;

    φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι X.Cyr.7.5.22

    : rarely

    ποιεῖσθαί τινι

    to be made with..,

    Longus 1.4

    ; also τῶν τὰ κέρεα.. οἱ πήχεες ποιεῦνται the horns of which are made into the sides of the lyre, Hdt.4.192; also δέρμα εἰς περικεφαλαίας πεποίηται Sch.Patm.D.in BCH1.144:—[voice] Med., make for oneself, as of bees, οἰκία ποιήσωνται build them houses, Il.12.168, cf. 5.735, Od.5.251, 259, Hes.Op. 503; [ῥεῖθρον] π., of a river, Thphr. HP3.1.5; also, have a thing made, get it made,

    ὀβελούς Hdt.2.135

    ;

    στεφάνους οὓς ἐποιησάμην τῷ χορῷ D.21.16

    , cf. X.An.5.3.5; τὸν Ἀπόλλω, i.e. a statue of A., Pl.Ep. 361a;

    αὑτοῦ εἰκόνας Plu. Them.5

    , cf. Inscr.Prien.25.9 (iii B.C.?).
    2 create, bring into existence,

    γένος ἀνθρώπων χρύσεον Hes.Op. 110

    , cf. Th. 161, 579, etc.;

    ὁ ποιῶν

    the creator,

    Pl.Ti. 76c

    ;

    ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε D.4.11

    :—[voice] Med., beget,

    υἱόν And.1.124

    ;

    ἔκ τινος Id.4.22

    ; παῖδας ποιεῖσθαι, = παιδοποιεῖσθαι, X.Cyr.5.3.19, D.57.43; conceive,

    παιδίον π. ἔκ τινος Pl.Smp. 203b

    :—[voice] Act. in this sense only in later Gr., Plu.2.312a; of the woman, παιδίον ποιῆσαι ib.145d.
    3 generally, produce, ὕδωρ π., of Zeus, Ar.V. 261: impers., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα, = ἐὰν ὕη, Thphr.CP1.19.3; π. γάλα, of certain kinds of food, Arist.HA 522b32; ἄρρεν π., of an egg, Ael.VH1.15; μέλι ἄριστον π., of Hymettus, Str.9.1.23; π. καρπόν, of trees, Ev.Matt.3.10 (metaph. in religious sense, ib.8); of men, κριθὰς π. grow barley, Ar. Pax 1322;

    π. σίτου μεδίμνους D.42.20

    ; π. πενίαν, πλοῦτον, of the stars, Plot.2.3.1.
    b Math., make, produce, τομήν, σχῆμα, ὀρθὰς γωνίας, Archim. Sph.Cyl.1.16,38, Con.Sph.12;

    ὁ Α τὸν Γ πολλαπλασιάσας τὸν Η πεποίηκεν Euc.7.19

    :—[voice] Pass., πεποιήσθω ὡς.. let it be contrived that.., Archim. Sph.Cyl.2.6.
    d π. τὸ πρόβλημα effect a solution of the problem, Apollon.Perg.Con.2.49,51; π. τὸ ἐπίταγμα fulfil, satisfy the required condition, Archim.Sph.Cyl.1.2,3.
    4 after Hom., of Poets, compose, write, π. διθύραμβον, ἔπεα, Hdt.1.23, 4.14;

    π. θεογονίην Ἕλλησι Id.2.53

    ; π. Φαίδραν, Σατύρους, Ar.Th. 153, 157; π. κωμῳδίαν, τραγῳδίαν, etc., Pl.Smp. 223d;

    παλινῳδίαν Isoc.10.64

    , Pl.Phdr. 243b, etc.;

    ποιήματα Id.Phd. 60d

    : abs., write poetry, write as a poet,

    ὀρθῶς π. Hdt.3.38

    ;

    ἐν τοῖσι ἔπεσι π. Id.4.16

    , cf. Pl. Ion 534b: folld. by a quotation,

    ἐπόησάς ποτε.. Ar.Th. 193

    ;

    εἴς τινα Pl.Phd. 61b

    ;

    περὶ θεῶν Id.R. 383a

    , etc.
    c describe in verse,

    θεὸν ἐν ἔπεσιν Pl.R. 379a

    ; ἐποίησα μύθους τοὺς Αἰσώπου put them into verse, Id.Phd. 61b;

    μῦθον Lycurg.100

    .
    d invent,

    καινοὺς θεούς Pl.Euthphr.3b

    ; ὑπὸ ποιητέω τινὸς ποιηθὲν [τοὔνομα] Hdt.3.115;

    πεποιημένα ὀνόματα Arist.Rh. 1404b29

    , cf.Po. 1457b2; opp. αὐτοφυῆ, κύρια, D.H.Is.7, Pomp. 2.
    II bring about, cause,

    τελευτήν Od.1.250

    ;

    γαλήνην 5.452

    ;

    φόβον Il.12.432

    ;

    σιωπὴν παρὰ πάντων X.HG6.3.10

    ;

    τέρψιν τοῖς θεωμένοις Id.Mem.3.10.8

    ;

    αἰσχύνην τῇ πόλει Isoc.7.54

    , etc.; also of things,

    ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται· ἃ δὲ ποιοῦσι φανερά X.Mem.4.3.14

    ;

    ταὐτὸν ἐποίει αὐτοῖς νικᾶν τε μαχομένοις καὶ μηδὲ μάχεσθαι Th.7.6

    , cf. 2.89.
    b c. acc. et inf., cause or bring about that..,

    σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι [ἐς] οἶκον Od.23.258

    ;

    π. τινὰ κλύειν S.Ph. 926

    ;

    π. τινὰ βλέψαι Ar.Pl. 459

    , cf. 746;

    π. τινὰ τριηραρχεῖν Id.Eq. 912

    , cf. Av.59; π. τινὰ αἰσχύνεσθαι, κλάειν, ἀπορεῖν, etc., X.Cyr.4.5.48, 2.2.13, Pl.Tht. 149a, etc.: with ὥστε inserted, X.Cyr.3.2.29, Ar.Eq. 351, etc.: folld. by a relat. clause,

    π. ὅκως ἔσται ἡ Κύπρος ἐλευθέρη Hdt.5.109

    , cf. 1.209;

    ὡς ἂν.. εἰδείην ἐποίουν X.Cyr.6.3.18

    :—also [voice] Med., ἐποιήσατο ὡς ἐν ἀσφαλεῖ εἶεν ib.6.1.23.
    2 procure,

    π. ἄδειάν τε καὶ κάθοδόν τινι Th.8.76

    ;

    ὁ νόμος π. τὴν κληρονομίαν τισί Is.11.1

    ; λόγος ἀργύριον τῷ λέγοντι π. gets him money, D.10.76:—[voice] Med., procure for oneself, gain,

    κλέος αὐτῇ ποιεῖτ' Od.2.126

    ;

    ἄδειαν Th.6.60

    ;

    τιμωρίαν ἀπό τινων Id.1.25

    ;

    τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας X.Oec.6.11

    , cf. Th.1.5.
    3 of sacrifices, festivals, etc., celebrate,

    π. ἱρά Hdt.9.19

    , cf. 2.49 ([voice] Act. and [voice] Pass.);

    π. τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι X.HG4.5.1

    ; π. Ἴσθμια ib.4.5.2;

    τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ π. Th.2.15

    ;

    παννυχίδα π. Pl.R. 328a

    ; π. σάββατα observe the Sabbath, LXXEx.31.16; π. ταφάς, of a public funeral, Pl. Mx. 234b;

    π. ἐπαρήν SIG38.30

    (Teos, v B.C.); also of political assemblies,

    π. ἐκκλησίαν Ar.Eq. 746

    , Th.1.139;

    π. μυστήρια Id.6.28

    ([voice] Pass.);

    ξύλλογον σφῶν αὐτῶν Id.1.67

    :—[voice] Med.,

    ἀγορὴν ποιήσατο Il.8.2

    ;

    ἢν θυσίην τις ποιῆται Hdt.6.57

    (v.l.);

    δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Th.2.34

    ;

    π. ἀγῶνα Id.4.91

    ;

    π. ἐκκλησίαν τοῖς Γρᾳξὶ περὶ μισθοῦ Ar.Ach. 169

    .
    4 of war and peace, πόλεμον π. cause or give rise to a war,

    πόλεμον ἡμῖν ἀντ' εἰρήνης πρὸς Αακεδαιμονίους π. Is.11.48

    ; but π. ποιησόμενοι about to make war (on one's own part), X.An.5.5.24; εἰρήνην π. bring about a peace (for others), Ar. Pax 1199;

    σπονδὰς π. X.An.4.3.14

    ;

    ξυμμαχίαν ποιῆσαι Th.2.29

    ; but εἰρήνην ποιεῖσθαι make peace (for oneself), And.3.11;

    σπονδὰς ποιήσασθαι Th.1.28

    , etc.:—[voice] Pass.,

    ἐπεποίητο συμμαχίη Hdt.1.77

    , etc.
    5 freq. in [voice] Med. with Nouns periphr. for the Verb derived from the Noun, μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην submit a plea, Od.21.71; ποιέεσθαι ὁδοιπορίην, for ὁδοιπορέειν, Hdt.2.29;

    π. ὁδόν Id.7.42

    , 110, 112, etc.; π. πλόον, for πλέειν, Id.6.95, cf. Antipho 5.21; π. κομιδήν, for κομίζεσθαι, Hdt.6.95; θῶμα π. τὴν ἐργασίην, for θωμάζειν, Id.1.68; ὀργὴν π., for ὀργίζεσθαι, Id.3.25; λήθην π. τι, for λανθάνεσθαί τινος, Id.1.127; βουλὴν π., for βουλεύεσθαι, Id.6.101; συμβολὴν π., for συμβάλλεσθαι, Id.9.45; τὰς μάχας π., for μάχεσθαι, S.El. 302, etc.; καταφυγὴν π., for καταφεύγειν, Antipho 1.4; ἀγῶνα π., for ἀγωνίζεσθαι, Th.2.89; π. λόγον [τινός] make account of.., Hdt.7.156; but τοὺς λόγους π. hold a conference, Th.1.128; also simply for λέγειν, Lys.25.2, cf. Pl.R. 527a, etc.; also π. δι' ἀγγέλου, π. διὰ χρηστηρίων, communicate by a messenger, an oracle, Hdt.6.4, 8.134.
    III with Adj. as predic., make, render so and so, ποιῆσαί τινα ἄφρονα make one senseless, Od.23.12; [δῶρα] ὄλβια ποιεῖν make them blest, i.e. prosper them, 13.42, cf. Il.12.30;

    τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς π. X.Cyr.1.5.2

    , etc.;

    χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου π. Pl.R. 411b

    : with a Subst., ποιῆσαι ἀθύρματα make into playthings, Il. 15.363;

    ποιεῖν τινα βασιλῆα Od.1.387

    ;

    ταμίην ἀνέμων 10.21

    ;

    γέροντα 16.456

    ;

    ἄκοιτίν τινι Il.24.537

    ;

    γαμβρὸν ἑόν Hes.Th. 818

    ; [

    μύρμηκας] ἄνδρας π. [καὶ] γυναῖκας Id.Fr.76.5

    ;

    πολιήτας π. τινάς Hdt.7.156

    ;

    Ἀθηναῖον π. τινά Th.2.29

    , etc.;

    π. τινὰ παράδειγμα Isoc.4.39

    : hence, appoint, instal,

    τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών LXX 1 Ki.12.6

    ;

    δώδεκα Ev.Marc.3.14

    :—[voice] Med., ποιεῖσθαί τινα ἑταῖρον make him one's friend, Hes. Op. 707, cf. 714; π. τινὰ ἄλοχον or ἄκοιτιν take her to oneself as wife, Il.3.409, 9.397, cf. Od.5.120, etc.; π. τινὰ παῖδα make him one's son, i.e. adopt him as son, Il.9.495, etc.; θετὸν παῖδα π. adopt a son, Hdt. 6.57: without υἱόν, adopt,

    ἐπειδὴ οὐκ ἦσαν αὐτῷ παῖδες ἄρρενες, π. Λεωκράτη D.41.3

    , cf. 39.6,33, 44.25, Pl.Lg. 923c, etc.;

    π. τινὰ θυγατέρα Hdt.4.180

    : generally,

    ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους π. Od.10.433

    ;

    π. τινὰ πολίτην Isoc.9.54

    ;

    μαθητήν Pl.Cra. 428b

    ;

    τὰ κρέα π. εὔτυκα Hdt. 1.119

    ; τὰ ἔπεα ἀπόρρητα π. making them a secret, Id.9.45, etc.; also ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ.. ἔργον makes it his own, Id.1.129;

    μηδ' ἃ μὴ 'θιγες ποιοῦ σεαυτῆς S.Ant. 547

    .
    IV put in a certain place or condition, etc.,

    ἐμοὶ Ζεὺς.. ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα ποίησ' Od.14.274

    ;

    σφῶϊν ὧδε θεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν Il.13.55

    ;

    αἲ γὰρ τοῦτο θεοὶ ποιήσειαν ἐπὶ νόον νησιώτῃσι Hdt.1.27

    , cf. 71;

    ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν D.18.136

    ;

    τὰς ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ π. Th.1.109

    ;

    ἔξω κεφαλὴν π. Hdt.5.33

    ;

    ἔξω βελῶν τὴν τάξιν π. X.Cyr.4.1.3

    ;

    ἐμαυτὸν ὡς πορρωτάτω π. τῶν ὑποψιῶν Isoc.3.37

    ; of troops, form them,

    ὡς ἂν κράτιστα.. X.An.5.2.11

    , cf. 3.4.21; in politics,

    ἐς ὀλίγους τὰς ἀρχὰς π. Th.8.53

    ; and in war, π. Γετταλίαν ὑπὸ Φιλίππῳ bring it under his power, D.18.48;

    μήτε τοὺς νόμους μήθ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἐπὶ τοῖς λέγουσι π. Id.58.61

    :—[voice] Med.,

    ποιέεσθαι ὑπ' ἑωυτῷ Hdt.1.201

    , cf.5.103, etc.;

    ὑπὸ χεῖρα X.Ages.1.22

    ; π. τινὰς ἐς φυλακήν, τὰ τῶν ξυμμάχων ἐς ἀσφάλειαν, Th.3.3, 8.1;

    τινὰς ἐς τὸ συμμαχικόν Hdt.9.106

    ; τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς π. put the small vessels in the middle, Th.2.83, cf. 6.67; π. τινὰ ἐκποδών (v. ἐκποδών)

    ; ὄπισθεν π. τὸν ποταμόν X.An. 1.10.9

    .
    2 Math., multiply, π. τὰ ιβ ἐπὶ τὰ έ, τὰ ζ ἐφ' ἑαυτὰ π., Hero Metr.1.8, 2.14.
    V [voice] Med., deem, consider, reckon a thing as.., συμφορὴν ποιέεσθαί τι take it for a misfortune, Hdt.1.83, 6.61; δεινὸν π. τι esteem it a grievous thing, take it ill, Id.1.127, etc. (rarely in [voice] Act.,

    δεινὰ π. 2.121

    .έ, Th.5.42); μέγα π. c. inf., deem it a great matter that.., Hdt.8.3, cf. 3.42, etc.;

    μεγάλα π. ὅτι.. Id.1.119

    ; ἑρμαῖον π. τι count it clear gain, Pl.Grg. 489c;

    οὐκέτι ἀνασχετὸν π. τι Th.1.118

    : freq. with Preps., δι' οὐδενὸς π. deem of no account, S.OC 584; ἐν ἐλαφρῷ, ἐν ὁμοίῳ π., Hdt.1.118,7.138;

    ἐν σμικρῷ μέρει S.Ph. 498

    ;

    ἐν ὀλιγωρίᾳ Th.4.5

    ;

    ἐν ὀργῇ D.1.16

    ; ἐν νόμῳ π. consider as lawful, Hdt. 1.131; ἐν ἀδείῃ π. consider as safe, Id.9.42;

    παρ' ὀλίγον π. τι X. An.6.6.11

    ; περὶ πολλοῦ π., Lat. magni facere, Lys.1.1, etc.; περὶ πλείονος, περὶ πλείστου π., Id.14.40, Pl.Ap. 21e, etc.; περὶ ὀλίγου, περὶ ἐλάττονος, Isoc.17.58, 18.63;

    περὶ παντός Id.2.15

    (rarely

    πολλοῦ π. τι Pl.Prt. 328d

    ); πρὸ πολλοῦ π. c. inf., Isoc.5.138.
    VII of Time, οὐ π. χρόνον make no long time, i. e. not to delay, D.19.163 codd.; μακρότερον ποιεῖς you are taking too long, PCair.Zen.48.4 (iii B.C.); μέσας π. νύκτας let midnight come, Pl.Phlb. 50d, cf. AP11.85 (Lucill.); ἔξω μέσων νυκτῶν π. τὴν ὥραν put off the time of business to past midnight, D.54.26; τὴν νύκτα ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι spend it under arms, Th.7.28(s.v.l.);

    ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά LXXPr.13.23

    , cf. To.10.7;

    δύο ἡμέρας ποιεῖ ἐν τῷ Ἀνουβιείῳ UPZ70.21

    (ii B.C.), cf. PSI4.362.15 (iii B.C.);

    τὰς ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι π. D.S.1.35

    ; tarry, stay,

    μῆνας τρεῖς Act.Ap. 20.3

    , cf. AP11.330 (Nicarch.).
    VIII in later Greek, sacrifice,

    μοσχάριον LXXEx.29.36

    ; καρπώσεις ὑπέρ τινος ib.Jb.42.8: without acc., π. Ἀστάρτῃ sacrifice to Ashtoreth, ib.3 Ki.11.33.
    IX make ready, prepare, as food, μοσχάριον ib.Ge.18.7 sq.; π. τὸν μύστακα trim it, ib.2 Ki.19.24(25).
    X ποιεῖν βασιλέα play the king, ib.3 Ki.20 (21).7.
    B do, much like πράσσω, οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν D. 4.5;

    περὶ ὧν πράττει καὶ μέλλει ποιεῖν Id.8.2

    , cf. 18.62;

    ἄριστα πεποίηται Il.6.56

    ;

    πλείονα χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Ar.Eq. 811

    ;

    τὰ δίκαια τοῖς εὐεργέταις D.20.12

    ;

    ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134

    fin.; ποιέειν Σπαρτιητικά act like a Spartan, Id.5.40;

    οὗτος τί ποιεῖς; A. Supp. 911

    , etc.;

    τὸ προσταχθὲν π. S.Ph. 1010

    ; π. τὴν μουσικήν practise it, Pl.Phd. 60e, etc.; πᾶν or πάντα π., v. πᾶς D. 111.2, etc.: Math., ὅπερ ἔδει ποιῆσαι, = Q.E.F., Euc.1.1, etc.
    2 c. dupl. acc., do something to another, κακά or ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, first in Hdt.3.75, al.; ἀγαθόν, κακὸν π. τινά, Isoc.16.50, etc.;

    μεγάλα τὴν πόλιν ἀγαθά Din.1.17

    ; also

    εὖ ποιεῖν τὸν εὖ ποιοῦντα X.Mem.2.3.8

    ; τὴν ἐκείνου (sc. χώραν)

    κακῶς π. D.1.18

    ; in LXX with Prep.,

    π. κακὸν μετά τινων Ge. 26.29

    ;

    ταῦτα τοῦτον ἐποίησα Hdt.1.115

    ;

    κοὐκ οἶδ' ὅ τι χρῆμά με ποιεῖς Ar.V. 697

    , cf. Nu. 259; also of things, ἀργύριον τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε he did this same thing with silver, Hdt.4.166: less freq. c. dat. pers.,

    τῷ τεθνεῶτι μηδὲν τῶν νομιζομένων π. Is.4.19

    ;

    ἵππῳ τἀναντία X.Eq.9.12

    codd., cf. Ar.Nu. 388, D.29.37: c. dat. rei,

    τί ποιήσωμεν κιβωτῷ; LXX 1 Ki.5.8

    :—in [voice] Med.,

    φίλα ποιέεσθαί τισι Hdt.2.152

    ,5.37.
    3 with an Adv., ὧδε ποίησον do thus, Id.1.112; πῶς ποιήσεις; how will you act? S.OC 652;

    πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας X.Mem.1.3.1

    ;

    ποίει ὅπως βούλει Id.Cyr.1.4.9

    ;

    μὴ ἄλλως π. Pl.R. 328d

    ; πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν; ib. 469b; ὀρθῶς π. ib. 403e; εὖ, κακῶς π. τινά, v. supr. 2: freq. c. part.,

    εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Hdt.5.24

    , cf. Pl.Phd. 60c;

    καλῶς ποιεῖς προνοῶν X.Cyr.7.4.13

    ;

    οἷον ποιεῖς ἡγούμενος Pl.Chrm. 166c

    ; καλῶς ποιῶν almost Adverbial,

    καλῶς γ', ἔφη, ποιῶν σύ Id.Smp. 174e

    ;

    καλῶς ποιοῦντες.. πράττετε D.20.110

    , cf. 1.28;

    εὖ ποιοῦν

    fortunately,

    Id.23.143

    .
    4 in Prose (rarely in Poetry, A.Pr. 935), used in the second clause, to avoid repeating the Verb of the first, ἐρώτησον αὐτούς· μᾶλλον δ' ἐγὼ τοῦθ' ὑπὲρ σοῦ ποιήσω I will do this for you, D.18.52, cf. 292, Hdt.5.97, Is.7.35.
    II abs., to be doing, act,

    ποιέειν ἢ παθεῖν πρόκειται ἀγών Hdt.7.11

    ; ποιεῖν, as a category, opp. πάσχειν, Arist.Cat. 2a3, cf. GC 322b11, Ph. 225b13.
    b of medicine, operate, be efficacious, Pl.Phd. 117b;

    λουτρὰ κάλλιστα ποιοῦντα πρὸς νόσους Str. 5.3.6

    ; πρὸς στραγγουρίαν, πρὸς τοὺς δαιμονιζομένους, Thphr.HP7.14.1, Ps.-Plu.Fluv.16.2: freq. in Dsc.,

    πρὸς ἐπιλημπτικούς 1.6

    , al.;

    εἰς τὰ αὐτά 2.133

    : c. dat.,

    στομαχικοῖς Gal.13.183

    : abs., ἄκρως π. ib.265; also of charms, PMag.Osl.1.361.
    2 Th. has a peculiar usage, ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους good-will made greatly for, on the side of, the L., 2.8: impers., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις εἶναι, τοῖς δέ.. it was the general character of the one to be landsmen, of the others.., 4.12: the former passage is imitated by Arr.An.2.2.3, App.BC1.82, D.C.57.6.
    C [voice] Med., = προσποιέομαι, pretend, c. inf., Zos.2.14.1, Procop.Arc. 10. ( ποιϝέω perh. from Ποι-ϝό-ς (in κλινοποιός, νεωποιός, τραπεζοποιός, etc.) 'builder', 'maker', cf. Skt. cinóti, cáyati 'arrange in order', 'build'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιέω

  • 14 ὑπόθεσις

    ὑπόθεσις, εως, , ([etym.] ὑποτίθημι, ὑποτίθεμαι)
    A proposal, proposed action,

    τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑ. ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13

    ;

    ἵνα σὺ τὰ σαυτοῦ κατὰ τὴν ὑ. ὅπως ἂν βούλῃ περαίνῃς Pl.Grg. 454c

    ; intention, policy,

    πολλὰ πρᾶξαι πρὸς τὴν ὑ. τῆς πατρίδος ὡς συχνῆς ἀδικίας δεομένην Thphr.Fr. 136

    ;

    διὰ τὴν ὑ. τῆς πολιτείας.. ἠναγκάζετο χρῆσθαι τοῖς ὑπουργοῦσι Plu.Caes.51

    ; πρὸς ὑ. τινα ἀγαθῶν ἀνδρῶν men good for a particular policy, Arist.Pol. 1293b4; ὑ. τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία ib. 1317a40; ἡμῖν ἡ τῶν νόμων ὑ. ἐνταῦθα ἔβλεπεν, ὅπως .. Pl.Lg. 743c;

    περὶ τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασι βουλευτέον, ἀλλ' ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς ἕκαστοι τοῦ βίου ποιήσωνται τὴν ὑ. Isoc.6.90

    ;

    τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν· εὐθὺς γὰρ τοῦ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑ. Id.1.48

    ;

    ἀνάγκη τοῖς περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων καλὰς τὰς ὑ. πεποιημένοις καὶ τὰ μέρη τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχειν ἐκείνοις Id.7.28

    ;

    πρὸς ταύτην τὴν ὑ. ἀποβλέποντες ἄμεινον βουλευσόμεθα καὶ περὶ τῶν ἄλλων Id.8.18

    ;

    ἐξέστητε τῆς ὑ. ἐφ' ἧς ὑμᾶς οἱ πρόγονοι κατέλιπον D.10.46

    ; οἱ τῆς αὐτῆς ὑ. προεστῶτες those who advocated the same policy, Plb.30.32.12;

    ἅπαντας ἀπονεύσειν ἐπ' ἐκείνην τὴν ὑ. Id.24.9.7

    ; Ἀχαϊκωτέραν εἶναι.. ταύτην τὴν ὑ. καὶ νικητικωτέραν ἐν τοῖς πολλοῖς ib.4;

    τὸ τῆς ἰδίας ὑ. λαμπρόν Id.21.23.1

    ;

    τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι κατὰ μὲν τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. ἑκκαίδεκα πηχῶν, κατὰ δὲ τὴν ἁρμογὴν τὴν πρὸς τὴν ἀλήθειαν δεκατεττάρων Id.18.29.2

    ;

    τηροῦντες τὴν αὑτῶν ὑ. Id.5.5.5

    ;

    πρὸς ταύτην ἁρμοζόμενοι τὴν ὑ. Id.3.16.1

    , cf. 3.50.7; κατασκέψασθαι τὴν τῶν ὑπεναντίων ἐπίνοιαν καὶ τὴν ὅλην ὑ. ib.6;

    Φάβιος.. κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. οὐδαμῶς κρίνων ἐκκυβεύειν οὐδὲ παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις Id.3.94.4

    .
    2 suggestion, advice,

    ἐδώκαμεν ἄν σοι ὑποθέσεις δι' ὧν οἱ ἀντίδικοι ἂν οἴμωζον PMich.Zen.57.7

    (iii B. C.);

    διελέγοντο.. κατὰ τὰς ἐντολὰς τὰς Ἀράτου καὶ τὰς ὑ. Plb. 2.48.8

    , cf. 2.52.6, 4.24.2;

    κροτηθείσης τῆς ὑ. Id.28.16.5

    ; πολυτέχνους ὑ. ἔργων elaborate proposals for works, Plu.Per.12.
    3 purpose,

    τῆς στρατηγίας ὑπόθεσιν τὴν τυραννίδα πεποιημένος Id.Tim.2

    ;

    λόγῳ μὲν ἀποδώσων.., ἑτέραν δὲ τῆς ἀποδημίας ἔχων ὑ. λανθάνουσαν τοὺς πολλούς Id.Mar.31

    ;

    ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας τῆς τε ὑ. τοῦ πολέμου ἀξιολογώτατος ἀγὼν συνηνέχθη D.C.41.56

    ;

    ὑ. τοῦ πολέμου καὶ πρόφασιν διδόντων ἐλευθεροῦν τοὺς Ἕλληνας Plu.Flam.15

    ;

    τὸ χωρὶς ὑποθέσεως πολεμεῖν.. τί ἄλλο ἢ μανία; D.Chr.38.17

    ; [

    οἱ ἐλέφαντες] ἴσασι τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπ' αὐτοὺς τὴν ὑ... εἶναι.. τοὺς ὀδόντας Ael.NA6.56

    .
    4 occasion, excuse, pretext,

    οὕτω γὰρ ἂν αὐτοῖς ἡ ἀπολογία προαναιροῖτο καὶ ἡ πρώτη ὑ. τῆς ἐθελοδουλείας Luc.Merc.Cond.5

    ; τοιαύτης αὐτοῖς τῆς ὑ. οὔσης ib.10;

    ἀεὶ χρὴ ἐπί τινι λυπεῖσθαι καὶ μὴ ἄνευ ὑ. Artem.

    2.60;

    ὑ. ἀργυρισμοῦ καὶ φόνων εἰληφέναι ἐδόκει D.C.63.26

    ;

    μή με νομίσῃς ἀπὸ τῆς παρούσης ὑ. ἀπαρτᾶν τὸν λόγον Id.52.18

    .
    5 actor's role,

    τοὺς ὑποκριτὰς.. οὓς ὁρῶμεν οὔτε κλαίοντας ἐν τοῖς θεάτροις, ὡς αὐτοὶ θέλουσιν, ἀλλ' ὡς ὁ ἀγὼν ἀπαιτεῖ πρὸς τὴν ὑ. Plu.Dem.22

    ;

    ὶδεῖν τί μου ποιεῖ ὁ ἀθλητής, πῶς μελετᾷ τὴν ὑ. Arr.Epict.1.29.38

    , cf. 41;

    τὴν τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς ὑ. λαβεῖν Iamb.VP8.39

    .
    6 function, occupation, station in life, [

    Διονύσιος] ἐκ σημοτικῆς καὶ ταπεινῆς ὑ. ὁρμηθείς Plb.15.35.2

    ; [

    Ἀγαθοκλῆς] ὁρμηθεὶς ἀπὸ τοιαύτης ὑ. Id.12.15.7

    ;

    τὸ μὴ εἶναι ἄλλην βίου ὑ. εἰς τὸ φιλοσοφεῖν οὕτως ἐπιτήδειον ὡς ταύτην ἐν ᾗ νῦν ὢν τυγχάνεις M.Ant.11.7

    , cf. 8.1, Paul. Aeg.3.17.
    7 practical problem,

    κοινὴ ἡ ὑ. καὶ τῷ καθ' ἡμᾶς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή Luc.Hipp.4

    ;

    ἡ μὲν οὖν ὑ. τοιαύτη HeroAut.21.2

    .
    II subject proposed ( to oneself or another) for discussion,

    κελεῦσαι τὴν πρώτην ὑ. τοῦ πρώτου λόγου ἀναγνῶναι Pl. Prm. 127d

    ;

    ἐπὶ τὴν ὑ. ἐπανάγειν τὸν λόγον X.Mem.4.6.13

    ;

    ἐπὶ τὴν ὑ. πάλιν ἐπανελθεῖν Isoc.4.63

    , cf. Gal.6.124;

    τὴν ὑ. περὶ ἧς βουλεύεσθε οὐχὶ τὴν οὖσαν παριστάντες D.3.1

    ;

    τοὺς δικαστὰς ἀπαγαγὼν ἀπὸ τῆς ὑ. Id.19.242

    ;

    ἐπὶ τῆς ὑ. μεῖναι Aeschin.3.76

    ;

    ἔξω τῆς ὑ. λέγειν Isoc.7.63

    , cf. 12.161;

    μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑ. ἀποπλανηθῶ Id.7.77

    , cf. 12.88, Aeschin. 3.176,190;

    ὅτ' ἔγραφον περὶ τὴν αὐτὴν ὑ. Isoc.5.83

    ;

    περὶ [τῆς πόλεως] τὴν ὑ. ποιησάμενος Id.12.35

    ;

    τοῦ πράγματος ἐν κεφαλαίῳ.. δήλωσις, ἵνα γινώσκωσι περὶ ὧν ὁ λόγος παρακολουθῶσί τε τῇ ὑ. Arist.Rh.Al. 1436a36

    , cf. Pl.Def. 415b;

    ἡ ὑ. ἐλάττων Arist.Rh. 1404b15

    ; πρὸς ὑπόθεσιν λέγειν, opp. πρὸς ἀμφισβητοῦντα, ib. 1391b13;

    πολλὰ πρὸς τὴν ὑ. οἰκείως διαλεχθείς D.S.13.53

    ; haec erat ὑ., de gravitate ordinis, etc., Cic.Att.1.14.4.
    2 case at law, lawsuit,

    γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑ. ταύτην IG11(4).1299.29

    (Delos, iii B. C.), cf. OGI665.18,669.41 (both Egypt, i A. D.), POxy. 237 vii 34, viii 22 (ii A. D.), 486.26 (ii A. D.);

    τὰ περὶ ταύτης τῆς ὑ. πεπραγμένα PLips.34.18

    (iv A. D.).
    3 subject of a poem or treatise, Zeno Stoic.1.23, Plb.1.2.1, D.H.Pomp.3, Longin. 38.2, Plu.Pomp.42, Luc.Charid.14, Pseudol.5, al.; of a picture, Id.Zeux.5,7; of an impromptu declamation,

    ἐπειδὰν οἱ παρόντες ὑποβάλωσί τινας ὑ. καὶ ἀφορμὰς λόγου Id.Rh.Pr.18

    ; plot, story,

    μῦθοι καὶ ὑποθέσεις Phld.Po.2.62

    , cf. 5.5, al., Arg.Men.Oxy.1235.113 (ii A. D.), Dicaearch. ap. S.E.M.3.3, Artem.4.59, Sch.S.Aj.Prooem., Arg.Ar. Ach. tit., etc.
    4 speech,

    αἱ δικανικαὶ καὶ δημηγορικαὶ ὑ. Theon Prog.1

    ; = ἐπίδειξις 1.3, ἀρξαμένων (v.l. -ῳ)

    τῆς ὑ. LXX 4 Ma.1.12

    ; ἀνδρὸς ἀρετὰς ὅλην πληρούσας ὑ. providing matter for a whole speech, Chor.p.34B.
    b speech or subject of a speech in which the person, occasion, etc. are particularized, opp. θέσις v. 2, Aphth.Prog. 13, cf. Quint.Inst.3.5.7.
    5 a kind of play or pantomime,

    μῖμοί τινές εἰσιν ὧν τοὺς μὲν ὑποθέσεις τοὺς δὲ παίγνια καλοῦσιν Plu.2.712e

    ; μιμολωγοι η υποθησις εικυρα (i. e. μιμολόγοι· ἡ ὑπόθεσις Ἑκυρά), i. e. 'theatrical performance: play, the Hecyra', Ath.Mitt.26.4 (inscr. on lamp, iii B. C.); κλάειν ἤρξαντο πάντες καὶ μετέβαλε τὸ συμπόσιον εἰς σκυθρωπὴν ὑ. into a tragedy, Charito 4.3; so perh. in Luc.Nigr.8; of Aesop's fables,

    χρῆται [τῇ ἀλώπεκι] ὁ Αἴσωπος διακόνῳ τῶν πλείστων ὑ. Philostr.Im.1.3

    .
    III supposition,

    ἢ βούλεσθε.. ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑ., περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μὴ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b

    ; αὕτη ἡ ὑ., εἰ ἓν μὴ ἔστιν ib. 160b; χρὴ.. μὴ μόνον εἰ ἔστιν ἕκαστον ὑποτιθέμενον σκοπεῖν τὰ συμβαίνοντα ἐκ τῆς ὑ., ἀλλὰ καὶ εἰ μὴ ἔστι τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποτίθεσθαι ib. 135e, cf. 136a; [σκοπεῖν] τί ἐφ' ἑκατέρας τῆς ὑ. συμβήσεται ib. 136b;

    εἰ ὀρθὴ ἡ ὑ. ἦν, τὸ ψυχὴν ἁρμονίαν εἶναι Id.Phd. 94b

    , cf. 92d, Sph. 244c;

    πρὸς μὲν τὴν ὑ. ὀρθῶς λέγουσιν, ὅλως δ' οὐκ ὀρθῶς Arist. Metaph. 1082b32

    ; ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι examine by starting from an assumption, of reasoning by analysis in geometry, Pl.Men. 86e; τῶν τὴν τέχνην ζητεύντων ἐξ ὑποθέσιος λόγων arguments seeking to derive the (medical) art from an assumption, Hp.VM13; ὑ. αὐτοὶ αὑτοῖς ὑποθέμενοι τῷ λόγῳ ib.1; ἄγοντες ἐπὶ ὑπόθεσιν τὴν τέχνην ib. 15;

    χρῆσιν ἀρετῆς τελείαν, καὶ ταύτην οὐκ ἐξ ὑ. ἀλλ' ἁπλῶς· λέγω δ' ἐξ ὑ. τἀναγκαῖα, οἷον.. τιμωρίαι καὶ κολάσεις.. τὸ καλῶς ἀναγκαίως ἔχουσι Arist.Pol. 1332810

    ; ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑ. ( = ἡ δοθεῖσα ) the constitution based on a presupposition, ib. 1288b28; of currency, ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ' ἐξ ὑ.· διὸ νόμισμα καλεῖται according to a presupposed convention, Id.EN 1133b21 (cf. a29-31, APr. 41a40); of reductio ad impossibile,

    ἢ δεικτικῶς ἢ ἐξ ὑ. τοῦ δ' ἐξ ὑ. μέρος τὸ διὰ τοῦ ἀδυνάτου Id.APr. 40b25

    -6, cf. 41a25;

    δυνατοῦ δεξάμενον ὑπόθεσιν ἐπ' ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25

    , cf. Procl. in Euc.pp.76,252 F.; καθ' ὑπόθεσιν by way of supposition, 'let us suppose', Phld.Rh. 1.95 S., Sign.12, Cleom.1.7.
    IV = τὸ ὑποκείμενον (cf.

    ὑπόκειμαι 11.8

    ), the presupposition of an action, that which has been settled before it begins,

    περὶ τοῦ τέλους οὐθεὶς βουλεύεται, ἀλλὰ τοῦτ' ἐστὶν ἀρχὴ καὶ ὑ. Arist.EE 1227a8

    , cf. b30;

    τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑ. ἀληθεῖς καὶ δικαίας εἶναι προσήκει D.2.10

    ; of a thing, that without which it cannot exist or be what it is, its essence, αὕτη (sc. τὸ στέλεχος)

    οἷον ὑ. καὶ φύσις δένδρων Thphr.HP4.13.4

    (cf. οὐσία καὶ φύσις τοῦ δένδρου ibid.);

    ἐπὶ τοῖς χυμοῖς μόνοις σηπομένοις ἔχοντος τὴν ὑ. ὅλου τοῦ νοσήματος, ὅπερ ἐστὶ πυρετώδους ὄντος Gal.18(2).299

    .
    2 in the syllogism, the preliminary statements of fact (whether proved or not) from which inference starts, i. e. the premisses ([etym.] προτάσεις) , τῶν ἀποδείξεων αἱ ὑ., equivalent to ἀρχαί, Arist.Metaph. 1013a16;

    αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ λεγόμεναι ὑ. Id.APo. 81b15

    ; ὅσα δέδεικται δι' ἐκείνων ὑποθέσεις ποιησάμενοι taking as premisses (here) what has been proved in those other works, Gal.6.7, cf. 25,224; ἴστω.. τῆς ὑγιεινῆς πραγματείας ἀνατρέπων τὴν ὑ. ib.17;

    ὑπόθεσιν, αἴτησιν οὖσαν πράγματος εἰς κατασκευήν τινος S.E.M.3.4

    ;

    λαμβάνειν ἀναποδείκτους ὑ. Plu.2.720f

    , cf. 721d;

    ἀναγκαῖον ἢ τὰς ὑ. εἶναι τὰς πρώτας ψευδεῖς, ἢ τὰς ὑπὲρ τῶν συμβαινόντων ἀποφάς εις Plb.1.15.9

    , cf. 11.
    b assumption of existence of any one of the fundamental objects of a particular science,

    ὁ ὁρισμὸς θέσις μέν ἐστι.. ὑ. δ' οὐκ ἔστι· τὸ γὰρ τί ἐστι μονὰς καὶ τὸ εἶναι μονάδα οὐ ταὐτόν Arist.APo. 72a23

    ;

    ἐν ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑ. Id.EN 1151a17

    .
    3 starting-point,

    ἐκ ταύτης τῆς ὑ. λαβεῖν τὸν λόγον τὴν εἰς ἑκάτερον μέρος ὁρμήν Iamb.VP27.130

    ; beginning, τὰς μὲν ἐλπίδας οὐ τελειοῖ (sc. ὁ ὄνειρος) , τὰς δὲ ὑ. τῶν πραγμάτων ταῖς περιοχαῖς ὁμοίας ποιεῖ (referring to a birth of twins which died), Artem.4.47.
    4 raw material,

    τὴν δοθεῖσαν ὑ. εὐφυᾶ πρὸς ὑποδοχὴν γυμναστικῆς.. ἀμείνω ἀποφαίνειν Luc.Hist. Conscr.35

    ;

    οἵαν ὕλην καὶ ὑ. φεύγεις·.. μένε οὖν μέχρι ἐξοικειώσῃς σαυτῷ καὶ ταῦτα M.Ant.10.31

    .
    V mortgage, Thphr.Fr.97.1 (pl.).
    VI placing under,

    πτύγματος Sor.1.70a

    ;

    προσκεφαλαίου Id.2.86

    .
    2 thing placed under, base, τὰς ὑ. (signf. 111)

    ποιούμενος οὐκ ἀρχὰς ἀλλὰ τῷ ὄντι ὑ., οἷον ἐπιβάσεις τε καὶ ὁρμάς Pl.R. 511b

    , cf. Arr.Epict.1.7.22; in D.2.10 (v. supr. IV. 1) the ἀρχαί and ὑποθέσεις (i. e. basic principles) of actions are compared to the foundations ([etym.] τὰ κάτωθεν) of a house or a ship;

    Τριπτόλεμος.. τὰς πρώτας ὑ. βαλόμενος τῇ πόλει Lib.Or.11.52

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθεσις

  • 15 χωρέω

    χωρ-έω, Anacr.108, etc.; [tense] fut.
    A

    χωρήσω Il.16.629

    , Hdt.5.89, 8.68.β, Hp.Nat.Puer.18, and in later Prose, as D.H.4.9, Luc.DDeor. 20.15, etc.; [dialect] Att. only in Th.1.82 (exc. in compds.,

    ἀνα-χωρήσω Id.7.72

    ,

    ἀπο- X.Eq.Mag.6.2

    ,

    προ- Th.3.4

    ,

    προς- Id.2.2

    ,

    συγ- Id.1.140

    , etc.); elsewh. in Trag. and [dialect] Att. always in med. form, χωρήσομαι, A.Th. 476, S.El. 404, Th.2.20, etc., and freq. in compds.: [tense] aor. ἐχώρησα, [dialect] Ep. χώρησα, Il.15.655, h.Cer. 430, Th.4.120, etc.: [tense] pf.

    κεχώρηκα Hdt.1.120

    , 122, Th.1.122, Hp.Acut.19, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. χωρηθήσομαι ([etym.] συγ-) Plb.15.17.5: [tense] aor. ἐχωρήθην ([etym.] συν-) X.HG 3.2.31, D.38.4: [tense] pf. κεχώρηται ([etym.] παρα-) D.H.11.52, ([etym.] συγ-) Pl. Phlb. 15a: ([etym.] χῶρος):—make room for another, give way, withdraw,

    ἐχώρησαν πάλιν αὖτις Il.17.533

    ; γαῖα ἔνερθε χώρησεν the earth gave way from beneath, i. e. opened, h.Cer. l.c.; χ. πρύμναν, = κρούεσθαι πρύμναν, put back, retire, E.Andr. 1120;

    χωρεῖτε

    begone!

    A.Eu. 196

    , cf. E.Or. 1678, Med. 820, etc.—The uncom pounded word does not occur in Od. and only [tense] fut. and [tense] aor. in Il.—Construction:
    2 c. dat. pers., give way to one, make way for him, retire before him,

    οὐδ' ἂν Ἀχιλλῆϊ χωρήσειεν Il.13.324

    , cf. 17.101.
    II after Hom., go forward, advance,

    τὸ πῦρ.. πρόσω κεχώρηκεν Call.

    in PSI11.1216.34; simply, go or come, Hdt.1.10, etc.; go on one's journey, travel, S.OT 750;

    χ. ἐπ' ἀδελφεοῦ βίαν Pi.N.10.73

    , etc.;

    ἐς ναῦν A.Pers. 379

    ; χ. πρὸς ἔργον come to action, S.Aj. 116, Ar.Ra. 884; χ. πρὸς ἧπαρ go to one's heart, S.Aj. 938; χωρῶν ἀπείλει νῦν go and threaten, Id.OC 1038;

    διὰ φόνου χ. E.Andr. 176

    ; τὰ τοξεύματα ἐχώρει διὰ τῶν ἀσπίδων, of weapons, X.An.4.2.28; τὸ ὕδωρ κατὰ τὰς τάφρους ἐχώρει it went off by.., Id.Cyr.7.5.16;

    ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί E.Med. 410

    (lyr.), cf. X.HG2.4.10; χώρει κάτω go downwards, i.e. beginning from the upper parts of the body, A.Pr.74;

    διὰ στόμα χωροῦντα.. ἀφρόν E.Med. 1174

    ; χ. κύκλῳ [ὁ ποταυός] Pl.Phd. 113b; ὁμόσε χ. τισί to join battle, Th.6.101, Ar.Lys. 451, cf.

    ὁμόσε 1.2

    ;

    χ. ὁμόσε τοῖς λόγοις E.Or. 921

    ;

    χ. δειπνήσων Ar.Fr. 272

    ;

    πρὸς τὸ ἱερὸν χωρῆσαι δρόμῳ Th.1.134

    ;

    χωροῖς ἂν εἴσω S.El. 1491

    , Ph. 674;

    χώρει, ξέν', ἔξω Id.OC 824

    : of Time, νὺξ ἐχώρει the night was passing, near an end, A.Pers. 384;

    βιοστερὴς χ.

    wander about,

    S.OC 747

    : Medic., of excretions,

    τὰ χωρέοντα μὴ τῷ πλήθει τεκμαίρεσθαι, ἀλλ' ὡς ἂν χωρέῃ οἷα δεῖ Hp.Aph.1.23

    ; also of the menses, Id.Mul.1.2: c. acc. loci,

    Κεκροπίαν χθόνα χ. E. Ion 1572

    .
    b to be in motion or flux,

    πάντα χωρεῖ Heraclit.

    ap. Pl.Cra. 402a, cf. Hp.Vict.1.5.
    2 go forward, make progress,

    τοὔργον οὐ χωρεῖ πρόσω A.Dict.

    in PSI11.1209.16;

    πῶς οὖν οὐ χωρεῖ τοὔργον; Ar. Pax 472

    (lyr.); χωρεῖ.. τὸ πρᾶγμα ib. 509;

    τόκοι χωροῦσιν Id.Nu.18

    ;

    χωρεῖ τὸ κακόν Id.V. 1483

    , Nu. 907 (both anap.).
    3 come to an issue, turn out in a certain manner, παρὰ σμικρὰ.. κεχώρηκε have come to little, of the event of oracles, Hdt.1.120;

    εὐτυχέως χ. Id.3.39

    ; κακῶς χ. turn out ill, Pl.Lg. 684e;

    δόξα δ' ἐχώρει δίχα E.Hec. 117

    (anap.), cf. Hel. 759: freq. abs., advance, succeed, Hdt.3.42, 5.89;

    πάντα διὰ πράξεων καὶ.. ἀγώνων κεχωρηκότα.. Ῥωμαίοις Onos.Praef.8

    ;

    τὰ πράγματα χωρεῖ κατὰ λόγον Plb. 28.17.12

    ;

    ὁ λόγος ὁ ἐμὸς οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν Ev.Jo.8.37

    (unless in signf. 111. infr.); also, to be possible,

    οὐ γάρ οἱ χωρεῖ περιβαλεῖν κτλ. Ael. VH1.3

    (sed leg. ἐγχωρεῖ).
    4 to be spread abroad, ἡ φάτις κεχώρηκε a report spread, Hdt.1.122; διὰ πάντων οὕτως ἐχώρει τίς ἕψεται;" X.Cyr.3.3.62;

    κλαυθμὸς διὰ πάντων ἐχώρει Plu.Rom.19

    ; ὄνομα δόξῃ διὰ πάντων ἀνθρώπων κεχωρηκός a name spread abroad, ib.1.
    5 of money, to be spent,

    τὰς μὲν δαπάνας χωρεῖν ἐντελεῖς ἐκ τῶν οἴκων, τὰ δὲ ἔργα μὴ τελείσθαι λυσιτελούντως πρὸς τὴν δαπάνην X.Oec.20.21

    ;

    τὰ προσγεινόμενα χωρήσει εἰς ἃ ἂν ὁ δῆμος θελήσῃ IG5(1).18

    B 6 ([place name] Sparta), cf. 1432.4 (Messene, i B. C./i A. D.).
    III trans., have room for a thing, hold, contain, freq. of measures,

    κρητὴρ χωρέων ἀμφορέας ἑξακοσίους Hdt.1.51

    , cf. 192, 4.61, Ar.Nu. 1238, Pl.Smp. 214a;

    οὐκ ἐχώρησεν αὐτοὺς ἡ πόλις Th.2.17

    , cf. D.21.200, Aeschin.3.164, E.Hipp. 941;

    οὐκ ἐχώρει αὐτοὺς ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα LXX Ge.13.6

    ;

    ποτήρια.. οὐχὶ χωροῦντ' οὐδὲ κόγχην Pherecr. 143.3

    (troch.);

    κοτύλας χ. δέκα Men.Kol.Fr.2

    , cf. Diph.96, etc.; χωρήσατε ἡμᾶς take us into your hearis! 2 Ep.Cor.7.2;

    οὐ πάντες χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον

    find room for..,

    Ev.Matt.19.11

    (so perh. intr., Ev.Jo.8.37, v. supr. 11.3); to be capable of,

    τὸ Κάτωνος φρόνημα Plu.Cat.Mi.64

    : c. inf., to be capable of doing, οὐ χωρεῖ μεγάλην διδαχὴν ἀδίδακτος ἀκούειν (v. l. for ἀκουή) Ps.-Phoc.89;

    δωρεὰν ὅσην οὐκ ἐχωρήσατε αἰτεῖσθαι IG7.2713.11

    (Acraeph., Oratio Neronis).
    2 impers., ὅταν μηκέτι χωρῇ αὐταῖς ἐργαζομέναις [ταῖς μελίτταις] when there is no more room for them, Arist.HA 626b11.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χωρέω

  • 16 ποιέω

    ποιέω (Hom.+) impf. ἐποίουν; fut. ποιήσω; 1 aor. ἐποίησα; pf. πεποίηκα; plpf. πεποιήκειν Mk 15:7 (as IMagnMai 93b, 24; on the omission of the augment s. B-D-F §66, 1; Mlt-H. 190). Mid.: impf. ἐποιούμην; 1 aor. ἐποιησάμην; pf. πεποίημαι 1 Cl 1:1. Pass. (has disappeared almost entirely; B-D-F §315): 1 fut. ποιηθήσομαι; 1 aor. 3 pl. ἐποιήθησαν (En 22:9); pf. 3 sg. πεποίηται (Ec 8:14; Tat. 11, 2), ptc. πεποιημένος (Ec 1:14 al.) Hb 12:27. A multivalent term, often without pointed semantic significance, used in ref. to a broad range of activity involving such matters as bringing someth. into being, bringing someth. to pass, or simply interacting in some way with a variety of entities.
    to produce someth. material, make, manufacture, produce τὶ someth. (Gen 6:14ff; 33:17 al.; JosAs 16:8; GrBar 3:5 ‘build’; ApcMos 20; Mel., P. 38, 261).
    of human activity: σκεῦος 2 Cl 8:2. χιτῶνας, ἱμάτια Ac 9:39. εἰκόνα Rv 13:14b. θεούς make gods Ac 7:40 (Ex 32:1). ναοὺς ἀργυροῦς 19:24. ἀνθρακιάν J 18:18. τέσσαρα μέρη 19:23 (s. μέρος 1a). πηλόν 9:11, 14. σκηνὰς pitch tents, build huts (1 Ch 15:1; 2 Esdr 18: 16f; Jdth 8:5; Jos., Ant. 3, 79; Just., D. 127, 3 σκηνήν) Mt 17:4; Mk 9:5; Lk 9:33. ἁγίασμα GJs 6:1; καταπέτασμα τῷ ναῷ 10:1; τὴν πορφύραν καὶ τὸ κόκκινον 12:1.—Used w. prepositional expressions ποιῆσαι αὐτὴν (i.e. τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου) κατὰ τὸν τύπον to make it (the tent of testimony) according to the model (Ex 25:40) Ac 7:44; cp. Hb 8:5. ποιεῖν τι ἔκ τινος make someth. from or out of someth. (i.e. fr. a certain material; Hdt. 2, 96; cp. X., An. 4, 5, 14; Theophr., HP 4, 2, 5; Ex 20:24f; 28:15; 29:2) J 2:15; 9:6; Ro 9:21.
    of divine activity, specifically of God’s creative activity create (Hes., Op. 109; Heraclitus, Fgm. 30 κόσμον οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλʼ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται; Pla., Tim. 76c ὁ ποιῶν ‘the Creator’; Epict. 1, 6, 5; 1, 14, 10; 2, 8, 19 σε ὁ Ζεὺς πεποίηκε; 4, 1, 102; 107; 4, 7, 6 ὁ θεὸς πάντα πεποίηκεν; Ael. Aristid. 43, 7 K.=1 p. 2 D.: Ζεὺς τὰ πάντα ἐποίησεν; Herm. Wr. 4, 1. In LXX oft. for בָּרָא also Wsd 1:13; 9:9; Sir 7:30; 32:13; Tob 8:6; Jdth 8:14; Bar 3:35; 4:7; 2 Macc 7:28; Aristobulus in Eus., PE13, 12, 12 [pp. 182 and 184 Holladay]; JosAs 9:5; Philo, Sacr. Abel. 65 and oft.; SibOr 3, 28 and Fgm. 3, 3; 16; Just., A II, 5, 2 al.) w. acc. ἡ χείρ μου ἐποίησεν ταῦτα πάντα Ac 7:50 (Is 66:2). τοὺς αἰῶνας Hb 1:2 (s. αἰών 3). τὸν κόσμον (Epict. 4, 7, 6 ὁ θεὸς πάντα πεποίηκεν τὰ ἐν τῷ κόσμῳ καὶ αὐτὸν τὸν κόσμον ὅλον; Sallust. 5 p. 10, 29; Wsd 9:9; TestAbr A 10 p. 88, 21 [Stone p. 24]) Ac 17:24. τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν (cp. Ael. Aristid. above; Gen 1:1; Ex 20:11; Ps 120:2; 145:6; Is 37:16; Jer 39:17 et al.; TestJob 2:4; Jos., C. Ap. 2, 121; Aristobulus above) Ac 4:24; 14:15b; cp. Rv 14:7. τὰ πάντα PtK 2 p. 13, 26 (JosAs 12, 2; Just., D. 55, 2; also s. Ael. Aristid. above). Lk 11:40 is classed here by many. Of the relation of Jesus to God Ἰησοῦν, πιστὸν ὄντα τῷ ποιήσαντι αὐτόν= appointed him Hb 3:2 (cp. Is 17:7).—W. a second acc., that of the predicate (PSI 435, 19 [258 B.C.] ὅπως ἂν ὁ Σάραπις πολλῷ σὲ μείζω ποιήσῃ) ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς (God) created them male and female Mt 19:4b; Mk 10:6 (both Gen 1:27c).—Pass. Hb 12:27.—ὁ ποιήσας the Creator Mt 19:4a v.l.
    to undertake or do someth. that brings about an event, state, or condition, do, cause, bring about, accomplish, prepare, etc.
    ἔργα π. do deeds, also in sg. (as JosAs 29:3 μὴ ποιήσῃς τὸ ἔργον τοῦτο) τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ π. do as Abraham did J 8:39. τὰ ἔργα τοῦ πατρὸς ὑμῶν vs. 41; cp. 10:37. τὰ πρῶτα ἔργα Rv 2:5. ἔργον commit a deed 1 Cor 5:2 v.l. ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ 2 Ti 4:5 (s. ἔργον 2).—ἔργον or ἔργα somet. refer to wondrous deeds: ἓν ἔργον ἐποίησα I have done just one (wondrous) deed J 7:21. Pl. 14:12a; cp. vs. 12bc. This illustrates the transition to
    do, perform miracles δυνάμεις Mt 7:22; 13:58; Ac 19:11 (Just., A I, 26, 2 al.); sg. Mk 6:5; 9:39. θαυμάσια Mt 21:15 (cp. Sir 31:9). μεγάλα καὶ θαυμάσια AcPl Ha 8, 33=BMM verso 5f (Just., A I, 62, 4). σημεῖα (Ex 4:17) J 2:23; 3:2; 7:31; 9:16; 11:47b; 20:30; Rv 13:13a; 16:14; 19:20. Sing. J 6:30; 10:41. τέρατα καὶ σημεῖα Ac 6:8; 7:36. ὅσα Mk 3:8; 6:30; Lk 9:10.—Ac 10:39; 14:11.
    of conditions bring about, etc.: εἰρήνην make, establish peace Eph 2:15; Js 3:18 (cp. 2 Macc 1:4). τὴν ἔκβασιν provide a way out 1 Cor 10:13 (on the foll. gen. of the inf. w. the art. s. B-D-F §400, 2; Rob. 1067). ἐπίστασιν ὄχλου cause a disturbance among the people Ac 24:12. τὰ σκάνδαλα create difficulties Ro 16:17. On Mk 6:20 v.l. KRomaniuk, ETL 69, ’93, 140f.—W. dat. of advantage ἐποίουν χαρὰν τοῖς ἀδελφοῖς they brought joy to the members Ac 15:3 (s. ἀδελφός 2a).
    used w. a noun as a periphrasis for a simple verb of doing (s. 7a below; B-D-F §310, 1.—ποιέω in such combinations as early as IPriene 8, 63 [c. 328 B.C.], also Plut., Crass. 551 [13, 6]; s. ἑορτή, end). ἐποίησεν ᾆσμα GJs 6:3. διαθήκην π. Hb 8:9 (Jer 38:32 cod. Q; cp. Is 28:15; TestAbr A 8 p. 86, 6 [Stone p. 20] διάταξιν). π. τὴν ἐκδίκησιν Lk 18:7f; cp. Ac 7:24 (s. ἐκδίκησις 1). ἐνέδραν 25:3. κοπετόν 8:2. κρίσιν (s. κρίσις 1aα and β) J 5:27; Jd 15. θρῆνον GJs 3:1. κυνηγίαν AcPl Ha 1, 33. λύτρωσιν Lk 1:68. ὁδὸν ποιεῖν (v.l. ὁδοποιεῖν) Mk 2:23 (ὁδός 2). π. (τὸν) πόλεμον (μετά τινος) wage war (on someone) Rv 11:7; 12:17; 13:7 (Da 7:8 LXX; 7:21 Theod.; Gen 14:2). πρόθεσιν Eph 3:11; συμβούλιον π. Mk 3:6 v.l.; 15:1; συστροφήν Ac 23:12; cp. vs. 13. φόνον Mk 15:7 (cp. Dt 22:8; Callinicus, Vi. Hyp. 98, 21 Bonn; TestAbr B 10 p. 115, 4 [Stone p. 78, 4]).—τὸ ἱκανὸν ποιεῖν τινι vs. 15 s. ἱκανός 1.
    what is done is indicated by the neut. of an adj. or pron.: τὸ ἀγαθὸν π. do what is good Ro 13:3; τὰ ἀγαθὰ π. J 5:29; ἀγαθὸν π. do good Mk 3:4; 1 Pt 3:11 (Ps 33:15). τὸ καλὸν Ro 7:21; 2 Cor 13:7b; Gal 6:9. τὰ καλὰ (καὶ εὐάρεστα ἐνώπιον αὐτοῦ) 1 Cl 21:1. καλόν Js 4:17. τὸ κακόν Ro 13:4. τὰ κακά 3:8. κακόν 2 Cor 13:7a (κακὸν μηδέν; cp. SIG 1175, 20 κακόν τι ποιῆσαι). κακά 1 Pt 3:12 (Ps 33:17). τὰ ἀρεστὰ αὐτῷ (=τῷ θεῷ) J 8:29; cp. Hb 13:21b; 1J 3:22 (TestAbr A 15 p. 96, 12 [Stone p. 40] πάντα τὰ ἀρεστὰ ἐνώπιον σου ἐποίησεν). πάντα 1 Cor 9:23; 10:31b; IEph 15:3.—ὅ Mt 26:13; Mk 14:9; J 13:7, 27a. τοῦτο Mt 13:28; Mk 5:32; Lk 5:6; J 14:13, 14 v.l.; AcPl Ha 9, 27; Ro 7:15f, 20 (cp. Epict. 2, 26, 4 ὸ̔ θέλει οὐ ποιεῖ καὶ ὸ̔ μὴ θέλει ποιεῖ); 1 Cor 11:24f (the specific sense ‘sacrifice’ in this passage is opposed by TAbbott [JBL 9, 1890, 137–52], but favored by FMozley [ET 7, 1896, 370–86], AAndersen [D. Abendmahl in d. ersten zwei Jahrh. 1904], and K Goetz [D. Abendmahlsfrage2 1907]). αὐτὸ τοῦτο Gal 2:10. ταῦτα Mt 21:23; 23:23; Gal 5:17; 2 Pt 1:10b. αὐτά J 13:17; Ro 1:32; 2:3. τὸ αὐτό Mt 5:46, 47b.—τί ποιήσω; Mk 10:17; cp. J 18:35 (TestAbr A 4 p. 81, 19 [Stone p. 10]; ParJer 6:14 τί ποιήσωμεν; ApcEsdr 7:4 p. 32, 14 Tdf.). τί ἀγαθὸν ποιήσω; Mt 19:16. τί κακὸν ἐποίησεν; Mt 27:23; Lk 23:22; Mk 15:14. τί περισσὸν ποιεῖτε; Mt 5:47a. τί ποιεῖτε τοῦτο; what is this that you are doing? or why are you doing this? Mk 11:3 (GrBar 2:2 τί ἐποίησας τοῦτο; s. B-D-F §299, 1; Rob. 736; 738; Rdm.2 25f). τί ταῦτα ποιεῖτε; Ac 14:15a (as Demosth. 55, 5). τί σὺ ὧδε ποιεῖς; Hv 1, 1, 5. W. ptc. foll. (B-D-F §414, 5; Rob. 1121) τί ποιεῖτε λύοντες; what are you doing, untying? Mk 11:5. τί ποιεῖτε κλαίοντες; what are you doing, weeping? or what do you mean by weeping? Ac 21:13. τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι; what are they to do, who have themselves baptized? 1 Cor 15:29.—A statement of what is to be done follows in an indirect question ὸ̔ ποιεῖς ποίησον do what you must do J 13:27 (as Epict. 3, 21, 24 ποίει ἃ ποιεῖς; 3, 23, 1; 4, 9, 18; TestJob 7:13).
    of meals or banquets, and of festivities of which a banquet is the principal part give ἄριστον Lk 14:12. δεῖπνον (q.v. bα) Mk 6:21; Lk 14:12, 16; J 12:2; Hs 5, 2, 9. δοχήν (s. δοχή) Lk 5:29; 14:13; GJs 6:2. γάμους (s. γάμος 1a) Mt 22:2 (JosAs 20:6).—Keep, celebrate (PFay 117, 12) the Passover (feast) Mt 26:18; Hb 11:28 (s. πάσχα 3). Also in connection w. τὴν ἑορτὴν ποιῆσαι Ac 18:21 D the Passover is surely meant. But π. is also used of festivals in general (cp. X., Hell. 4, 5, 2 ποιεῖν Ἴσθμια; 7, 4, 28 τὰ Ὀλύμπια).
    of the natural processes of growth; in plant life send out, produce, bear, yield καρπόν, καρπούς (Aristot., Plant. 1, 4, 819b, 31; 2, 10, 829a, 41; LXX [καρπός 1aα]) Mt 3:10; 7:17ab, 18, 19; 13:26; Lk 3:9; 6:43ab; 8:8; 13:9; Rv 22:2; also in imagery Mt 3:8; 21:43; Lk 3:8. κλάδους Mk 4:32. ἐλαίας Js 3:12a (cp. Jos., Ant. 11, 50 ἄμπελοι, αἳ ποιοῦσιν τὸν οἶνον). π. ὕδωρ produce water vs. 12b (but s. ἁλυκός).—Of capital yielding a return ἡ μνᾶ ἐποίησεν πέντε μνᾶς the mina has made five minas Lk 19:18. Also of a person who operates w. capital make money (Ps.-Demosth. 10, 76; Polyb. 2, 62, 12) ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα Mt 25:16 v.l.
    with focus on causality
    α. The result of the action is indicated by the acc. and inf.; make (to), cause (someone) to, bring it about that (Hom. et al.; also ins [SIG IV p. 510a index], pap, LXX; TestJob 3:7; 42:6; ParJer 9:16f; ApcMos 16; Just., A I, 26, 5, D. 69, 6; 114, 1; Ath. 13, 2) ποιεῖ αὐτὴν μοιχευθῆναι Mt 5:32. ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλεεῖς ἀνθρώπων Mk 1:17. Cp. 7:37b; Lk 5:34 ( force someone to fast); J 6:10; Ac 17:26; Rv 13:13b.—ἵνα takes the place of the inf.: ποιήσω αὐτοὺς ἵνα ἥξουσιν Rv 3:9; cp. 13:12b, 16. ἵνα without acc. (TestAbr B 6 p. 110, 20 [Stone p. 68] ποίησον ἵνα φαγῶμεν) J 11:37; Col 4:16; Rv 13:15.—ἡμῖν ὡς πεποιηκόσιν τοῦ περιπατεῖν αὐτόν us, as though we had caused him to walk Ac 3:12 (s. B-D-F §400, 7).
    β. w. a double accusative, of the obj. and the pred. (Hom. et al.; LXX; ApcEsdr 4:27 p. 38, 32 Tdf. λίθους ἄρτους ποιήσας; Mel., P. 68, 494 ποιήσας ἡμᾶς ἱεράτευμα καινόν), make someone or someth. (into) someth. W. noun as predicate acc.: ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων Mt 4:19. ὑμεῖς αὐτὸν (i.e. τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ) ποιεῖτε σπήλαιον λῃστῶν 21:13; Mk 11:17; Lk 19:46. Cp. Mt 23:15b; J 2:16; 4:46, 54; cp. 2:11; Ac 2:36; 2 Cor 5:21; Hb 1:7 (Ps 103:4); Rv 1:6; 3:12 al. ποίησόν με ὡς ἕνα τ. μισθίων σου Lk 15:19, 21 v.l. (cp. Gen 45:8; 48:20 and s. B-D-F §453, 4; Rob. 481). If the obj. acc. is missing, it may be supplied fr. the context as self-evident ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν βασιλέα take him by force, in order to make (him) king J 6:15.—1 Cor 6:15. Claim that someone is someth., pretend that someone is someth. J 8:53; 10:33; 19:7, 12; 1J 1:10; 5:10. Cp. 5b.—W. adj. as predicate acc.: εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους (Is 40:3) make the paths straight Mt 3:3; Mk 1:3; Lk 3:4. τρίχα λευκὴν π. Mt 5:36. Cp. 12:16; 20:12b; 26:73; 28:14; Mk 3:12; J 5:11, 15; 7:23; 16:2; Ac 7:19; Eph 2:14 ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἕν; Rv 12:15; 21:5. ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ θεῷ (thereby) declaring that he was equal to God or making himself equal to God J 5:18.—Cp. use of the mid. 7b below.
    γ. w. adv. of place send outside ἔξω ποιεῖν τινα put someone out (=send outside; cp. X., Cyr. 4, 1, 3 ἔξω βελῶν ποιεῖν=‘put outside bowshot’) Ac 5:34.
    to carry out an obligation of a moral or social nature, do, keep, carry out, practice, commit
    do, keep the will or law obediently τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ etc. (JosAs 12:3; s. θέλημα 1cγ) Mt 7:21; 12:50; Mk 3:35; J 4:34; 6:38; 7:17; 9:31; Eph 6:6; Hb 10:7, 9 (both Ps 39:9), 36; 13:21; 1J 2:17; Pol 2:2; τὰ θελήματα Mk 3:35 v.l.; Ac 13:22; GEb 121, 34. π. τὰ θελήματα τῆς σαρκός Eph 2:3. Cp. Mt 21:31.—π. τὸν νόμον J 7:19; Gal 5:3; cp. Mt 5:19; Ro 2:14; Gal 3:10 (Dt 27:26); vs. 12 (cp. Lev 18:5).—Mt 7:24, 26; Lk 6:46; J 2:5; 8:44. ἐκεῖνο τὸ προσταχθὲν ἡμῖν ποιήσωμεν let us do what has been commanded us GMary 463, 27f (ParJer 6:9).—ὸ̔ ἐὰν φανηρώσῃ … ὁ θεός, τοῦτο ποιήσομεν GJs 8:2.—ἐξουσίαν ποιεῖν exercise authority Rv 13:12a.
    do, practice virtues (cp. SIG 304, 41f τὰ δίκαια): π. τὴν ἀλήθειαν (ἀλήθεια 2b) live the truth J 3:21 (cp. 1QS 1:5 al.); 1J 1:6. (τὴν) δικαιοσύνην (δικαιοσύνη 3a) 1J 2:29; 3:7, 10; Rv 22:11; 2 Cl 4:2; 11:7. τὰ ἐντολά Ro 22:14 v.l. (SGoranson, NTS 43, ’97, 154–57). Differently Mt 6:1 (δικαιοσύνη 3b), which belongs with ποιεῖν ἐλεημοσύνην vs. 2a and 3a (s. ἐλεημοσύνη 1); cp. Ac 9:36; 10:2; 24:17. π. ἐγκράτειαν 2 Cl 15:1. π. χρηστότητα Ro 3:12 (Ps 13:1, 3; 52:4 v.l.). π. ἔλεος show mercy Js 2:13; μετά τινος to someone Lk 1:72; 10:37a (JosAs 23:4; s. ἔλεος a and μετά A2γג).
    do, commit, be guilty of sins and vices (τὴν) ἁμαρτίαν (ἁμαρτία 1a) J 8:34; 2 Cor 11:7; 1 Pt 2:22; 1J 3:4a, 8, 9; pl. Js 5:15 (TestAbr B 10 p. 115, 10 [Stone p. 78, 10]). ἁμάρτημα (TestJob 11:3; ParJer 2:2; s. ἁμάρτημα) 1 Cor 6:18. (τὴν) ἀνομίαν (ἀνομία 2) Mt 13:41; 1J 3:4b; 1 Cl 16:10 (Is 53:9). βδέλυγμα καὶ ψεῦδος Rv 21:27. τὸ πονηρὸν τοῦτο GJs 13:1; cp. 13:2; 15:3f; ταῦτα 15:2. τὰ μὴ καθήκοντα Ro 1:28. ὸ̔ οὐκ ἔξεστιν Mk 2:24; cp. Mt 12:2.
    The manner of action is more definitely indicated by means of an adv. (Jos., C. Ap. 2, 51). καλῶς ποιεῖν do good or well Mt 12:12; 1 Cor 7:37, 38a (ApcMos 17). κρεῖσσον π. 7:38b; Js 2:8 (s. 5d below), 19; φρονίμως π. act wisely Lk 16:8; π. οὕτως do so (Chariton 8, 6, 4 ποιήσομεν οὕτως=this is the way we will proceed; JosAs 10:20; ApcMos 40; Mel., P. 13, 82) Mt 24:46; Lk 9:15; 12:43; J 14:31 (καθὼς … οὕτως π.); Ac 12:8; 1 Cor 16:1; Js 2:12; B 12:7; GJs 7:2. π. ὡσαύτως proceed in the same way Mt 20:5; ὁμοίως π. Lk 3:11; 10:37b. ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ ποιοῦσιν as the dissemblers do Mt 6:2b. καθὼς ποιεῖτε 1 Th 5:11.—ποιεῖν foll. by a clause beginning w. ὡς: ἐποίησεν ὡς προσέταξεν he did as (the angel) had ordered Mt 1:24; cp. 26:19. Or the clause begins w. καθώς Mt 21:6; J 13:15b (TestJob 7:9). For GJs 17:1 s. 5e.
    The manner of the action is more definitely indicated by a prepositional expr. ποιεῖν κατά τι do or act in accordance w. someth. (SIG 915, 13 π. κατὰ τὰς συνθήκας; 1016, 6; PLille 4, 6; 22 [III B.C.]; BGU 998 II, 12 [II B.C.] π. κατὰ τὰ προγεγραμμένα) κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν as they do Mt 23:3b.—Lk 2:27. Also π. πρός τι: πρὸς τὸ θέλημα 12:47.
    to do someth. to others or someth., do someth. to/with, of behavior involving others, π. τι w. some indication of the pers. (or thing) with whom someth. is done; the action may result to the advantage or disadvantage of this person:
    neutral π. τί τινα do someth. with someone (double acc. as Demosth. 23, 194 τὶ ποιεῖν ἀγαθὸν τὴν πόλιν) τί ποιήσω Ἰησοῦν; what shall I do with Jesus? Mt 27:22. τί οὖν αὐτὴν ποιήσωμεν; what, then, shall I do about (Mary)? GJs 8:2; cp. 14:1; 17:1. τί ποιήσεις τὸν ἀγρόν; what will you do with the land? Hs 1:4 (ParJer 3:9 τί θέλει ποιήσω τὰ ἅγια σκεύη). Cp. Mk 15:12.—B-D-F §157, 1; Rob. 484.—Neutral is also the expr. π. τί τινι do someth. to someone J 9:26; 12:16; 13:12; Ac 4:16. Likew. the passive form of the familiar saying of Jesus ὡς ποιεῖτε, οὕτω ποιηθήσεται ὑμῖν as you do (whether it be good or ill), it will be done to you 1 Cl 13:2.
    to someone’s advantage: π. τί τινι (Diod S 18, 51, 3; TestAbr B 12 p. 116, 19 [Stone p. 80]; ParJer 3:12; ApcMos 3): ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι Mt 7:12a. τί θέλετε ποιήσω ὑμῖν; what do you want me to do for you? Mt 20:32.—25:40; cp. vs. 45; Mk 5:19f; 7:12; 10:35f, 51; Lk 1:49; 8:39ab; J 13:15a.—π. τι εἴς τινα 1 Th 4:10. π. τι μετά τινος (B-D-F §227, 3, add. reff. B-D-R) Ac 14:27; 15:4 (TestJob 1:4; on the constr. w. μετά s. 3b above and cp. BGU 798, 7; 948, 8).
    to someone’s disadvantage: π. τί τινι (Gen 20:9; JosAs 28:10 μὴ ποιήσητε αὐτοῖς κακόν; ApcMos 42) τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς; what will he do to the vine-dressers? Mt 21:40.—Mk 9:13; Lk 6:11; 20:15; Ac 9:13; Hb 13:6 (Ps 117:6); GJs 9:2.—π. τι εἴς τινα (PSI 64, 20; 22 [I B.C.] μηδὲ ποιήσειν εἰς σὲ φάρμακα) J 15:21. π. τι ἔν τινι Mt 17:12; Lk 23:31.
    w. dat. and adv. ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως they treated them in the same way Mt 21:36. οὕτως μοι πεποίηκεν κύριος the Lord has dealt thus with me Lk 1:25; cp. 2:48; Mt 18:35. εὖ ποιεῖν τινι Mk 14:7. καλῶς π. τινι Mt 5:44 v.l.; Lk 6:27. ὁμοίως π. τινι 6:31b.—In a condensed colloquialism (ποιεῖν) καθὼς ἐποίει αὐτοῖς (to do) as he was accustomed to do for them Mk 15:8 (s. εὐποιί̈α 1).
    w. dat. and prep. κατὰ τὰ αὐτὰ ἐποίουν τοῖς προφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν Lk 6:23; cp. vs. 26.
    do, make, with variations in specialized expressions
    get or gain someth. for oneself, provide oneself with someth. ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλλάντια Lk 12:33; φίλους 16:9 (cp. X., An. 5, 5, 12 φίλον ποιεῖσθαί τινα).—Without a dat. Ἰησοῦς μαθητὰς ποιεῖ Jesus was gaining disciples J 4:1.
    of mental construction assume, suppose, take as an example (Hdt. et al.) w. double acc. (Pla., Theaet. 197d) ποιήσατε τὸ δένδρον καλόν suppose the tree is good Mt 12:33a; cp. vs. 33b.
    w. an acc. of time spend, stay (Anth. 11, 330; PSI 362, 15 [251/250 B.C.]; UPZ 70, 21; PFlor 137, 7 [III A.D.] ἡμέραν, ἥν ποιεῖ ἐκεῖ; PGen 54, 18 τρεῖς ἡμέρας; Pr 13:23; Ec 6:12; Tob. 10:7 BA; TestJob 20:5; 31:4; ParJer 6:16; ApcMos 37 ὥρας τρεῖς; Jos. Ant. 6, 18 μῆνας τέσσαρας; cp. our colloquial ‘do time’. Demosth. 19, 163 and Pla., Phileb. 50d are wrongly cited in this connection, as shown by WSchulze, Graeca Latina 1901, 23f) χρόνον (Dionys. Hal. 4, 66; ParJer 7:33; ApcMos 31) Ac 15:33; 18:23. μῆνας τρεῖς 20:3. τρεῖς μῆνας GJs 12:3. νυχθήμερον 2 Cor 11:25. ἐνιαυτόν Js 4:13 (TestJob 21:1 ἔτη).
    καλῶς ποιεῖν w. ptc. foll. do well if, do well to, as a formula somet.= please (s. καλῶς 4a and cp. SIG 561, 6f καλῶς ποιήσειν τοὺς πολίτας προσδεξαμένους; UPZ 110, 11 [164 B.C.]; POxy 300, 5 [I A.D.]; 525, 7; Hdt. 5, 24 εὖ ἐποίησας ἀφικόμενος; SIG 598e, 8f) Ac 10:33; Phil 4:14; 2 Pt 1:19; 3J 6; GEg 252, 53.—Sim. καλῶς ποιεῖν, εἰ … Js 2:8 (cp. PPetr II, 11 [1], 1 καλῶς ποιεῖς εἰ ἔρρωσαι).
    αὕτη ἡ ἡμέρα κυρίου ποιήσει ὡς βούλεται this day of the Lord will turn out as (the Lord) wills GJs 17:1 (deStrycker cites Mt 6:34 for the construction); if the accentuation αὐτή is adopted, render: the day of the Lord shall itself bring things about as (the Lord) wills.
    to be active in some way, work, be active, abs. (X., An. 1, 5, 8; Ruth 2:19) w. acc. of time (Socrat., Ep. 14, 8 ποιήσας ἡμέρας τριάκοντα) μίαν ὥραν ἐποίησαν they have worked for only one hour Mt 20:12a. ποιῆσαι μῆνας be active for months Rv 13:5.—Somet. it is not a general action or activity that is meant, but the doing of someth. quite definite. The acc. belonging to it is easily supplied fr. the context: λέγουσιν καὶ οὐ ποιοῦσιν they say (it), but do not do or keep (it) Mt 23:3c (the contrast is not betw. speaking [λαλεῖν] and acting in general).—2 Cor 8:10f (s. Betz, 2 Cor p. 64); 1 Th 5:24.
    make/do someth. for oneself or of oneself mid.
    mostly as a periphrasis of the simple verbal idea (s. 2d) ἀναβολὴν ποιεῖσθαι Ac 25:17 (s. ἀναβολή). ἐκβολὴν ποιεῖσθαι 27:18 (s. ἐκβολή); αὔξησιν π. Eph 4:16; δέησιν or δεήσεις π. Lk 5:33; Phil 1:4; 1 Ti 2:1 (s. δέησις). διαλογισμοὺς π. 1 Cl 21:3; τὰς διδασκαλίας Papias (2:15); τὴν ἕνωσιν π. IPol 5:2; ἐπιστροφὴν π. 1 Cl 1:1 (ἐπιστροφή 1); καθαρισμὸν π. Hb 1:3 (καθαρισμός 2). κοινωνίαν Ro 15:26. κοπετόν Ac 8:2 v.l.; λόγον (Isocr., Ep. 2, 2; Just., D. 1, 3 al.) 1:1; 11:2 D; 20:24 v.l. (on these three passages s. λόγος: 1b; 1aγ and 1aα, end). μνείαν Ro 1:9; Eph 1:16; 1 Th 1:2; Phlm 4 (μνεία 2). μνήμην 2 Pt 1:15 (s. μνήμη 1). μονήν J 14:23 (μονή 1). νουθέτησιν 1 Cl 56:2 (Just., A I, 67, 4). ὁμιλίαν IPol 5:1 (ὁμιλία 2). ποιεῖσθαι τὴν παραβολήν AcPlCor 2:28. πορείαν π. (=πορεύεσθαι; cp. X., An. 5, 6, 11, Cyr. 5, 2, 31; Plut., Mor. 571e; Jos., Vi. 57; 2 Macc 3:8; 12:10; Ar. 4, 2) Lk 13:22. πρόνοιαν π. make provision, care (Isocr. 4, 2 and 136; Demosth., Prooem. 16; Ps.-Demosth. 47, 80; Polyb. 4, 6, 11; Dion. Hal. 5, 46; Aelian, VH 12, 56. Oft. in ins and pap [esp. of civic-minded people]; Da 6:19 προν. ποιούμενος αὐτοῦ; Jos., Bell. 4, 317, C. Ap. 1, 9; Ar. 13, 2) Ro 13:14; Papias (2:15). προσκλίσεις π. 1 Cl 47:3; σπουδὴν π. be eager (Hdt. 1, 4; 5, 30 πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος; 9, 8; Pla., Euthyd. 304e, Leg. 1, 628e; Isocr. 5, 45 πᾶσαν τὴν σπ.̀ περὶ τούτου ποιεῖσθαι; Polyb. 1, 46, 2 al.; Diod S 1, 75, 1; Plut., Mor. 4e; SIG 539A, 15f; 545, 14 τὴν πᾶσαν σπ.̀ ποιούμενος; PHib 71, 9 [III B.C.] τ. πᾶσαν σπ. ποίησαι; 44, 8) Jd 3. συνελεύσεις ποιεῖσθαι come together, meet 1 Cl 20:10 (Just., A I, 67, 7). συνωμοσίαν ποιεῖσθαι form a conspiracy (Polyb. 1, 70, 6; Herodian 7, 4, 3; SIG 526, 16) Ac 23:13.—Cp. use of the act. 2d.
    w. double acc., of the obj. and pred. (Lucian, Prom. Es in Verb. 6 σεμνοτάτας ἐποιεῖτο τὰς συνουσίας; GDI 4629, II, 22; 25 [Laconia]; Jos., Ant. 2, 263; s. 2hβ) βεβαίαν τὴν κλῆσιν ποιεῖσθαι make the calling certain 2 Pt 1:10. οὐδενὸς λόγου ποιοῦμαι τὴν ψυχὴν τιμίαν ἐμαυτῷ I don’t consider my life as something of value for myself Ac 20:24. Cp. use of the act. 2hβ.—B. 538. Cp. πράσσω. Schmidt, Syn. I 397–423. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ποιέω

  • 17 ἔχω

    ἔχω (ἔχω, -εις, -ει, -ομεν, -οντι; ἔχω, -ῃ; ἔχων, -οντα), -οντες; -οισα, -οίσας; ἔχειν: impf. εἶχε, ἔχεν), ἔχον: fut. [ ἕξω codd.], σχήσει codd., ἕξει; σχήσοι: aor. ἔσχεν), ἔσχετ[ε], ἔσχον; ἔσχεθε, σχέθον; σχέθοι; σχεθών; σχεῖν, σχεθέμεν: med. impf. εἴχετο): aor. pro pass. σχόμεναι.)
    1 have, hold.
    1 generally,
    a have, possess, have in keeping ( Πέλοψ)

    τύμβον ἀμφίπολον ἔχων O. 1.93

    ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου (Aristarchus: ἔχοντι codd.) O. 2.46 εἰ δέ μιν (= ὄλβον)

    ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56

    Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας O. 7.74

    τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.46

    Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4

    Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας P. 8.78

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν N. 1.31

    ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94

    παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.100

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.14

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.47

    μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 9. as epexeg. inf.,

    ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71

    καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.120

    ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22

    b hold (in one's grip)

    ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36

    σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς (Elmsley: σχέθων codd.: ἐνδεξιωσάμενος πατέρα interpr. Schr.) P. 6.19
    2
    a rule over

    ὦ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει μοιράν τ' ἀέθλων O. 6.79

    ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70

    ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48

    b dwell in

    πόλιν· ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι P. 5.82

    ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” P. 9.34
    3
    a contain, preserve

    τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον P. 5.39

    b enfold

    ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν P. 4.79

    c = φέρω, bear of a pregnant woman.

    ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος O. 9.61

    a restrain, check

    τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75

    τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος ( ἔσχε coni. Schr.) fr. 232.
    b hold back, prevent c. inf.

    ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23

    c prevent c. part.

    ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν, κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54

    a provide

    ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79

    ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (v. μομφά; cf. fr. 359) I. 4.36
    b keep c. dupl. acc., pr. adj., simm.

    Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33

    καλὰ γινώσκοντ' ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289

    cf.

    ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός O. 6.8

    ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί ( keeps this as a revered honour v. ὀφθαλμός) P. 5.17 in tmesis, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (v. ἀπέχω) O. 2.69
    6
    a of non physical things, have, enjoy

    ὁ νικῶν ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.98

    θεὸς τεαῖσι μήδεται ἔχων τοῦτο κᾶδος, Ἱέρων, μερίμναισιν O. 1.107

    δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82

    Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν O. 13.37

    Χίρωνα νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5

    ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν P. 3.111

    τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.24

    πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν P. 8.91

    μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισαP. 9.32

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἀρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73

    ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (byz.: ἕξω codd.) N. 5.20

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.23

    κτεάνωνψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19

    βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62

    ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν I. 2.4

    ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει I. 5.33

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (unus cod. Stobaei: ἰσχύει rell.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2. and so, ἔχει θαλίας καὶ πόλις holds, celebrates O. 7.93
    b = πάσχω, have, be subject to

    ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον O. 1.59

    ἅλιον ἔχοντες, ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.62

    ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι (v. l. ὀχοίσας) P. 2.79

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος P. 3.24

    χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα (? i. e. ὕμνος) N. 3.12

    πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.52

    ἔνθ' ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36

    ἐπαγορίαν ἔχει ( ἐπίμωμός ἐστι interpr. Hesych.) ?fr. 359.
    7 possess, sway

    τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἔρως γὰρ ἔχεν (sc. αὐτούς: ἔσχεν cod., corr. Er. Schmid) I. 8.29 med. aor. pro pass., δεί]ματι σχόμεναι φύγον[ (sc. ἀμφίπολοι) Pae. 20.17
    8 have in mind, know

    εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.53

    9 acquire, get oneself (aor. only, but v. P. 2.30)

    Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71

    ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ O. 2.9

    Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν O. 9.88

    ἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.65

    [ ἐξαίρετον ἔχε μόχθον (Th. Mag.: ἔσχε codd.: ἕλε Mosch) P. 2.30] ( Ἀρκεσίλαν)

    ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.105

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων ( σχήσει v. l.) P. 9.116

    Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48

    Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν N. 10.32

    μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.37

    ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον Pae. 5.39

    Μοῖσαι, τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.57

    10 be able c. inf.

    ἔχω καλά τε φράσαι O. 13.11

    τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57

    οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.56

    , cf. I. 5.47
    11 intrans.,
    b without adv., keep, stay

    ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72

    v. E. Fraenkel, Horace, 279, 3.
    12 med., c. gen.,
    b met., lay hold of, set oneself to εἴχετ' ἔργου (sc. Ἰάσων) P. 4.233
    13 frag. εἶχε Πα. 7C. a. 3. ]

    σχήσει πολι[ Pae. 21.17

    τί κέ τις ἐσχ[ Δ. 4b. 11. ] ν ἰων ἕχον[ ?fr. 345. 12.

    Lexicon to Pindar > ἔχω

  • 18 οὐ

    οὐ (
    1

    οὔ O. 7.48

    :

    κοὐ P. 4.151

    )
    1 negatives vb., sent.
    a

    οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56

    ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23

    οὔ μιν διώξω O. 3.45

    οὐ ψεύδει τέγξω λόγον O. 4.17

    ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61

    κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.79

    θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42

    Νέμεά τ' οὐκ ἀντιξοεῖ O. 13.34

    σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46

    οὐ ψεύσομ O. 13.52

    οὐ χρὴ O. 13.94

    οὐ φθίνει P. 1.94

    οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83

    οὐκ ἔμειν P. 3.16

    οὐχ ἅπτεται P. 3.29

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται P. 3.82

    οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται P. 3.105

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86

    οὐ πρέπειP. 4.147

    οὐκ ἐόλει P. 4.233

    οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37

    τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται P. 8.76

    τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 οὐ κεχείμανταιP. 9.32

    οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37

    οὐ φαίνεται P. 12.29

    οὐκ ἔραμαι N. 1.31

    οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.15

    τῶν οὐκ ἄπεσσι N. 3.76

    Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69

    οὐ νέοντ N. 4.77

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1

    οὐ σπανίζει N. 6.31

    οὔ κεν ἔπαξε N. 7.25

    οὐκ ἔχω εἰπεῖν N. 7.56

    οὐκ ἀποβλάπτει N. 7.60

    οὐ μέμψεται N. 7.64

    χειρόνεσσι δ' οὐκ ἐρίζει N. 8.22

    ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45

    οὐκ ἔστι πρόσωθεν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47

    οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν N. 10.50

    οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89

    οὐχ ἕπεται N. 11.43

    οὐ φράζεται I. 1.68

    οὐκ ἐμέμφθη I. 2.20

    οὐ κατελέγχει I. 3.14

    οὐ φείσατο I. 6.33

    γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν I. 6.72

    ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν

    πραπίδες I. 8.30

    οὐ κατέφθινε I. 8.46

    οὐ κατελέγχει I. 8.65

    οὐ ψεῦδος ἐρίξω fr. 11.

    οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28

    οὐ τόλμα Pae. 6.94

    οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6

    ο]κ ἐννέπει (supp. Snell) fr. 60. b. 15. οὐ λανθάνει fr. 75. 13. οὐ πέπαται fr. 105b. 2. ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ (supp. Lobel) Θρ.. 1. οὐκ ἔστιν fr. 134. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν (καὶ, καὶ οὐδὲ vv. ll.) fr. 229. οὐκ ἔλιπον fr. 236.
    b οὐκ ἀλλά (v. also ἀλλά).

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἀλλὰ O. 2.63

    οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις O. 8.45

    οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλὰ P. 2.26

    κοὔ με πονεῖ ἀλλὰP. 4.151

    ὃς οὐ ἀλλ P. 5.27

    P. 5.76, I. 1.26, I. 4.49

    οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν, ἀλλ' κατερεῖς Pae. 6.127

    c

    οὐ γάρ. οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ I. 1.26

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ I. 4.49

    οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442, fr. 68.
    d οὐ γε, qualifying subord. cl.

    πόρθησε τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἕλεν N. 4.28

    2 combined with other neg.

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.63

    κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30

    αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87

    οὔ τι οὐδὲ μὰνP. 4.87

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54

    οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.16

    Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ P. 8.37

    ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν N. 7.3

    ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.68

    ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40

    ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6

    οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33

    πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.25

    τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5

    οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, λτ;οὐγτ; στασίων (supp. et add. e Plutarcho et Σ pap. Blass) Πα... κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    3
    a c. part.

    κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96

    ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε O. 8.19

    ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    βασιλεὺς οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71

    οὐκ ἐρίζων P. 4.285

    οὐκ ἀτιμάσαντα P. 9.80

    οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν N. 1.37

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46

    οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. οὐκ ἰδυῖα fr. 182.

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    b c. adj.

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81

    χόλον οὐ φατὸν O. 6.37

    οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86

    οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104

    μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106

    χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59

    χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P.3.11.

    οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος P. 4.5

    οὐ ξείναν γαῖαν ἄλλωνP. 4.118σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖνP. 9.42

    λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20

    ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν P. 12.30

    θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23

    οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21

    πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14

    ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5

    οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ N. 7.49

    οὐ τραχύς εἰμι N. 7.76

    οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45

    ἁνία τ

    ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15

    οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω I. 2.12

    οὐκ ἀγνῶτες I. 2.30

    ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22

    ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37

    ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον I. 8.70

    ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις[ Πα. 13. b. 6. ]τον οὐ ῥητ[ὸ]ν[ Πα. 17. a. 4. ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ Παρθ. 2.. λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (οὐ add. Coraes: παῦρος pro πολλὸς coni. Schr.) fr. 168. 6. στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52. οὐκ ἄναλκις, ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι ?fr. 342.
    4 c. subs.

    πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18

    θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ P. 4.287

    ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.
    5 c. adv.
    a

    ὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36

    οὐχ ὁμῶς I. 3.6

    b

    οὔ ποτε. ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27

    οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    c οὐκ ἔτι (cf. οὐκέτι)

    ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες, βιασθέντες λύᾳ N. 9.14

    6 c. prep., in meiosis.

    οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ O. 8.45

    ἇς οὐκ ἄτερ P. 2.7

    οὐκ ἄτερ τέχνας P. 2.32

    οὐ κατ' αἶσανP. 4.107

    οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ P. 5.76

    οὐ Χαρίτων ἑκάς P. 8.21

    αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19

    οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν I. 5.20

    οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.
    7 c. inf.

    χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88

    8
    a οὔπω, v. πω.
    b

    οὔτοι, οὔ τοι. οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12

    οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16

    οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν, οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπινI. 5.58 οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.
    c οὔ τις, (cf. οὔτις)

    πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31

    , cf. O. 12.7

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσσεται P. 5.54

    ἕτερον οὔ τινα οἶκον

    ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25

    cf. τί δ' οὔ τις; P. 8.95
    d οὔ τί που. οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων, οὐδὲ μὰνP. 4.87
    9 frag. οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3.

    Lexicon to Pindar > οὐ

  • 19 ἀποστέλλω

    ἀποστέλλω fut. ἀποστελῶ; 1 aor. ἀπέστειλα; ἀποστείλω Ac 7:34 (Ex 3:10) is perh. not hortat. subj. but pres. ind. as in the Pontic dial. (Thumb 18; s. M-M s.v.) or fut. (see v.l.); pf. ἀπέσταλκα, pass. ἀπέσταλμαι; 2 aor. pass. ἀπεστάλην (Soph., Hdt.+).
    to dispatch someone for the achievement of some objective, send away/out (Diod S 34 + 35, 14)
    w. only the obj. given Mt 13:41; Mk 11:1; 12:5 al.
    more exactly defined
    α. w. indication of the pers. to whom someone is sent: by the dat. (UPZ 61, 20) Mt 22:16; εἴς τινα Mt 15:24; Lk 11:49; Ac 26:17. πρός τινα (Epict. 3, 22, 74; Jos., Ant. 7, 334) Mt 21:34, 37; 23:34, 37; 27:19; Mk 3:31; 12:4, 6; J 1:19 al.
    β. w. indication of the place to which someone is sent, w. εἰς (PCairZen 578, 3): Mt 14:35; 20:2; Mk 8:26; Lk 1:26; 10:1; J 3:17 al. W. ἐν (4 Km 17:25; 2 Ch 7:13) ἐν μέσω λύκων Mt 10:16; Lk 10:3 (cp. Jer 32:27). ἔξω τ. χώρας outside the country Mk 5:10. W. ὧδε here Mk 11:3. ἀ. πρεσβείαν ὀπίσω τινός send an embassy after someone Lk 19:14 (cp. 4 Km 14:19). ἀ. ἔμπροσθέν τινος (cp. Gen 45:5, 7; 46:28) send before someone J 3:28; cp. ἀ. ἄγγελον πρὸ προσώπου σου Mt 11:10; Mk 1:2 (Ex 23:20; cp. Mal 3:1); cp. Lk 9:52; 10:1.
    γ. w. the purpose of the sending indicated by ἵνα (Gen 30:25) Mk 12:2, 13; Lk 20:10; J 1:19; 3:17; 7:32; Hv 5:2 al. By ὅπως (1 Macc 16:18) Ac 9:17. By the inf. (Num 16:12; 31:4) Mt 22:3; Mk 3:14; Lk 1:19; 4:18a (Is 61:1); 9:2; 14:17; J 4:38; Ac 5:21; 1 Cor 1:17; Rv 22:6; B 14:9 (Is 61:1); Hm 12, 6, 1; cp. AcPlCor 2:9 in c below. By ἐπί (or εἰς) w. acc. (Apollon. Paradox. 1; PFlor 126, 8; Sb 174, 5f [III B.C.] ἀ. ἐπὶ τ. θήραν τ. ἐλεφάντων; UPZ 15, 24) ἐπὶ τοῦτο for this purpose Lk 4:43. εἰς διακονίαν to render service Hb 1:14 (cp. Jdth 11:7; Gen 45:5). By the simple acc. τοῦτον ἄρχοντα καὶ λυτρωτὴν ἀπέσταλκεν this man he sent as leader and deliverer Ac 7:35. ἀ. τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμόν 1J 4:10. ἀ. τ. υἱόν σωτῆρα vs. 14 (cp. ἐκεῖνον … κατάσκοπον … ἀποσταλέντα Just., D. 113, 1).
    δ. in pass. ἀποστέλλεσθαι παρὰ θεοῦ (Vi. Aesopi I c. 31 p. 295, 1 ed. Eberh. ἀπεστάλην παρὰ τ. θεοῦ μου; cp. Sir 15:9; 34:6) J 1:6. πνεύματος ἁγίου ἀπὸ οὐρανοῦ παρὰ τοῦ πατρὸς ἀποσταλέντος εἰς αὐτὴν (Μαρίαν) AcPlCor 2:5; ἀπὸ τ. θεοῦ (Epict. 3, 22, 23 ἀπὸ τοῦ Διός; Vi. Aesopi G 119 P.: the prophets of Heliopolis say ἡμεῖς ἀπεστάλημεν ἀπὸ τοῦ θεοῦ) Lk 1:26 (v.l. ὑπό); cp. 1 Cl 65:1. ἀπὸ Κορνηλίου πρὸς αὐτόν Ac 10:21 v.l. ἀπὸ Καισαρείας 11:11 (cp. 1 Macc 15:1). ἀπʼ οὐρανοῦ 1 Pt 1:12; ἀπὸ τοῦ ἀγγέλου Hv 5:2.
    esp. of the sending out of the disciples by Jesus Mt 10:5; Mk 3:14; 6:7; Lk 9:2; J 4:38; 17:18, as well as God’s sending forth of Jesus (of the divine mission, esp. of prophets, very oft. in LXX; on the Heb. שָׁלִיחַ see LKopf, VetusT 7, ’58, 207–9 and ἀπόστολος 2c.—Philo, Migr. Abr. 22; Just., A I, 63, 5; D. 75, 3. The Cynic ἀπὸ τ. Διὸς ἀπέσταλται Epict. 3, 22, 23; cp. 46.—Cornutus 16 p. 30, 19 ὁ Ἑρμῆς ὁ λόγος ὤν, ὸ̔ν ἀπέστειλαν πρὸς ἡμᾶς ἐξ οὐρανοῦ οἱ θεοί) Mt 15:24; Mk 9:37; Lk 9:48; J 3:17, 34; 5:36, 38; 6:29, 57; 7:29; 8:42; 11:42; 17:3 (ἀποπέμπω v.l.), 8, 21, 23, 25; 20:21; Ac 3:20. Σιλωάμ tr. ἀπεσταλμένος J 9:7 (for a prob. mystic sense cp. Philo, Poster. Cai. 73; difft. ViIs 2 [p. 69, 5 Sch.].—The abs. ὀ ἀπεσταλμένος [Diod S 16, 50, 2]=the emissary). John the Baptist ἀπεσταλμένος παρὰ θεοῦ 1:6.—ἀπέστειλε πρώτοις Ἰουδαίοις προφήτας εἰς τὸ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἀποσπασθῆναι sent prophets first to Judaeans so that they might be rescued from their sins AcPlCor 2:9.—Also of the Holy Spirit 1 Pt 1:12 (cp. w. ref. to the breath or wind of God, Jdth 16:14; Ex 15:10).—Of angels Hv 4, 2, 4 (cp. Da 4:13, 23; 2 Macc 11:6; 15:22f; Tob 3:17).
    to dispatch a message, send, have someth. done
    w. ref. to content of the message τοῖς ἔθνεσιν ἀπεστάλη τοῦτο τὸ σωτήριον this salvation has been dispatched to the gentiles Ac 28:28 (cp. the passages fr. Lk and Ac in c end).
    When used w. other verbs, ἀ. often functions like our verbal auxiliary ‘have’ and means simply that the action in question has been performed by someone else (Gen 31:4; 41:8, 14; Ex 9:27; 2 Km 11:5 al.; X., Cyr. 3, 1, 6; Plut., Mor. 11c μεταπέμψας ἀνεῖλε τ. Θεόκριτον) ἀποστείλας ἀνεῖλεν he had (them) killed Mt 2:16. ἀ. ἐκράτησεν τ. Ἰωάννην he had John arrested Mk 6:17. ἀ. μετεκαλέσατο he had (him) summoned Ac 7:14. ἐσήμανεν ἀ. διὰ τ. ἀγγέλου αὐτοῦ he had it made known by his angel Rv 1:1. Sim. ἀπέστειλαν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι the sisters had word brought to him J 11:3. ἀ. ἐν ἀφέσει set free Lk 4:18b (Is 58:6).
    in related vein w. impers. obj. (Demetr.: 722 Fgm. 1, 15 Jac.; cp. En 101:3; PsSol 7:4): ἀ. τὸ δρέπανον (one) sends for the sickle=‘sends for the reapers’; a species of synecdoche Mk 4:29 (Field, Notes 26, argues for ‘put forth’=‘put in’ on the basis principally of Jo 3:13, ἐξαποστείλατε δρέπανα, ὅτι παρέστηκεν τρύγητος, a clause formally sim. to the phrase in Mk. The sense linguistically remains the same: reapers must perform the task with a sickle. In the impv. construction of Jo the subject is specified and the action defined as a directive; in Mk the subj. is to be inferred and the directive implied). ἀ. αὐτούς, the owner arranges for dispatch of donkeys Mt 21:3. ἀ. τὸν λόγον send out a message (Ps 106:20; 147:7; cp. PLips 64, 42 τὸ περὶ τούτου ἀποσταλὲν πρόσταγμα) Ac 10:36; 13:26 v.l.; cp. Lk 24:49. Pass. Ac 28:28 (s. a above).
    abs. μήπως ἀποστείλῃ ὁ δεσπότης ἐφʼ ἡμᾶς lest the Lord dispatch (his wrath) upon us GJs 7:1 (Ezk 7:7).—See lit. s.v. ἀπόστολος.—B. 710. DELG s.v. στέλλω A. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀποστέλλω

  • 20 περαίνω

    περαίνω, Pi.P.10.28, Philol.1, etc.; poet. [full] πειραίνω Arat.24: also [tense] impf.
    A

    ἐπείραινε Pi.I.8(7).25

    : [tense] fut.

    περᾰνῶ Ar.Pl. 563

    , Pl.Lg. 672e; [dialect] Ion. - ανέω, [ per.] 3sg.-εῖ, Hp.Hat.Puer.15, Meliss.5: [tense] aor.

    ἐπέρᾱνα S.Aj.22

    , Pl. Tht. 207c; [dialect] Ion. [tense] aor. part.

    πειρήνας h.Merc.48

    :—[voice] Med., [tense] pres., Th.7.43 : [tense] fut. περᾰνοῦμαι ( δια-) Pl.Phlb. 53c : [tense] aor. ἐπερᾱνάμην (δι-) E.Hel.26, Pl.Lg. 900b:—[voice] Pass., [tense] fut.

    περανθήσομαι Gal.UP4.12

    ( περασθήσομαι is corrupt in Crito ap.Stob.3.3.63): [tense] aor.

    ἐπεράνθην X.HG3.2.19

    , Pl. Grg. 501c, etc.: [tense] pf. [ per.] 3sg.

    πεπέρανται Id.R. 502e

    , Arist.Cael. 273a4 ; poet.

    πεπείρανται Od.12.37

    , S.Tr. 581 ; imper.

    πεπεράνθω Pl.Lg. 736b

    ; inf. - άνθαι Id.Grg. 472b, Arist.Sens. 445b23, - άσθαι Id.Xen. 977b3 (s. v.l.) ; part.

    πεπερασμένος Zeno Eleat.3

    , Pl.Prm. 145a, Arist.APo. 82b32, al.: ([etym.] πέρας):—bring to an end, finish, accomplish, Hom. only in [voice] Pass. (v. infr.);

    π. ἄταν A.Ch. 830

    (lyr.); πρᾶγος π. rem transigere, S. Aj.22;

    πρᾶγμα καὶ χρησμοὺς θεοῦ E. Ion 1569

    ; ἐλπίδα, δόκησιν, Id.Andr. 1062, Or. 636 ; π. τινὰ πρὸς ἔς χατον πλόον bring him to the end of his voyage, Pi.P.10.28 ;

    π. δίκας τινί Id.I.8(7).25

    ; without δίκην, finish the business, D.38.24 ;

    π. τὰ δέοντα X.Cyr.4.5.38

    ; τὸ προσταχθέν ib.5.3.50 ;

    ἐπέραινεν ἐφ' οἷς ἐμισθώθη D.18.149

    ;

    π. ὁδόν Ar.Ra. 403

    ; πολλήν (sc. θάλασσαν) Arat.289:—[voice] Pass., to be brought to an end, finished,

    πάντα πεπείρανται Od.12.37

    , cf. S.Tr. 581 ;

    περαίνεται δὴ τοὔργον A.Pr.57

    , etc.; to be fulfilled, accomplished, χρησμός, τὰ λόγια περαίνεται, E.Ph. 1703, Ar.V. 799;

    ἡ συμμαχία ἐπεραίνετο X.HG 7.4.3

    ; ἔργῳ π. Id.An.3.2.32.
    2 limit, Iamb.Comm.Math.3 :— elsewh. [voice] Pass., to be limited or finite,

    τὸ ὅλον πεπεράνθαι Arist.Ph. 207a16

    ; πεπέρανται [ὁ οὐρανός] Id.Cael. 273a4; esp. in part. πεπερασμένος, opp. ἄπειρος, π. μέγεθος, χρόνος, Id.Ph. 266b22, Cael. 272a15.
    3 in speaking, π. μῦθον, λόγον, proceed with a discourse, A.Th. 1056, E.Med. 701 ;

    εἰπὲ καὶ π. πάντα A.Pers. 699

    ;

    π. ὅ τι λέγεις Ar.Pl. 648

    : abs., περὶ σωφροσύνης ἤδη.. περανῶ ib. 563, cf. Ra. 1283 ;

    πέραιν' ὥσπερ ἤρξω Pl.Prt. 353b

    ; πέραινε· σωθείης δὲ .. Men.65.5.
    4 recite from beginning to end,

    ἰαμβεῖον Ar.Ra. 1170

    , cf. D.19.245 ;

    τραγῳδίαν Antiph.1.6

    , cf. 85.4;

    νόμον Pl.Ti. 29d

    ; recount, relate, E. Ion 362, IT 781.
    5 abs., effect one's purpose, esp. with a neg., οὐδὲν π. come to no issue, make no progress,

    περαίνει δ' οὐδὲν ἡ προθυμία Id.Ph. 589

    , cf. Th.6.86, Lys.8.8 ;

    ἰατρευόμενοι.. οὐδὲν περαίνουσι Pl.R. 426a

    ; ἵνα τι περαίνωμεν ib. 346a ;

    περαίνειν ἤδη ὥρα X.An.3.2.32

    .
    6 draw a conclusion, infer, διὰ τοῦ ἀδυνάτου π. by a reductio ad impossibile, Arist.APr. 41a23 ; ὁ περαίνων [λόγος], a kind of syllogism, D.L.7.44 ; περὶ τῶν π. λ., title of work by Chrysippus:—freq. in [voice] Pass., τὸ ἐν πλείοσι σχήμασι.. περαινόμενον the conclusion which is drawn, Arist.APr. 42b30, etc.; περαίνεται c. acc. et inf., it is inferred that.., Muson.Fr.1p.2H., cf. Phld.Rh.1.137 S.
    II sens. obsc., Artem.1.80, D.L.2.127:—[voice] Pass., Com.Adesp.14, AP11.339, D.L.l.c.
    III intr., reach, penetrate,

    δι' ὤτων A.Ch.57

    (lyr.);

    εἰς τὸν ἐγκέφαλον Arist.HA 492a21

    ;

    πρὸς [τὴν καρδίαν] Id.PA 666a13

    ;

    εἰς τὸ ἔξω Id.GA 716b28

    : abs., penetrate, Id.HA 497a10.
    2 come to an end, τὸ πεπερασμένον ἀεὶ πρός τι περαίνει the finite always comes to some limit, Id.Ph. 203b21, cf. Xen. 977b6 ; end in..,

    εἴς τι E.Fr. 340

    , cf. Pl.Men. 76a, Plu. Arat.52, etc.;

    ἡ ὁδὸς π. ἐπὶ τὸ στρατόπεδον Id.Cat.Ma.13

    .
    IV pierce, h.Merc.48.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περαίνω

См. также в других словарях:

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • παρατρέπω — ΝΜΑ στρέφω κάποιον ή κάτι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω να παρεκκλίνει από την κατεύθυνση του, παρεκτρέπω («εἰ τὸν ποταμόν ἐστι παρατρέψαντα ἑτέρη ἐς θάλασσαν ἐξαγαγεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. αρχ. μέσ. εκτρέπομαι, αποπλανώμαι, βγαίνω έξω από το δρόμο μου… …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… …   Dictionary of Greek

  • υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …   Dictionary of Greek

  • ВОЗНЕСЕНИЕ ГОСПОДНЕ — [греч. ᾿Ανάληψις τοῦ Κυρίου; лат. Ascensio Domini], Вознесение Иисуса Христа на небо одно из главных событий Свящ. истории. После В. Г. видимое земное присутствие Христа уступает место Его невидимому пребыванию в Церкви. В церковной традиции В. Г …   Православная энциклопедия

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»